Παρά τους συνειρμούς που δημιουργεί το όνομα του κεντρικού ήρωα, δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Αλέξανδρος Κορυζής της Στ. Βογιατζόγλου δεν έχει καμία σχέση με τον βραχύβιο πρωθυπουργό της Ελλάδας, που ανέλαβε καθήκοντα μετά τον θάνατο του Μεταξά, τους πρώτους μήνες του 1941. Αυτός είναι ένας σκοτεινός και αντιφατικός ήρωας στο ύψος του ρομάντζου στο οποίο πρωταγωνιστεί. Αν και ρομάντζο είναι ένας πολύ ήπιος χαρακτηρισμός για αυτόν τον «φονικό έρωτα», όπως τον χαρακτηρίζουν οι ίδιοι οι πάσχοντες. Γι’ αυτό άλλωστε η συγγραφέας διανθίζει τα του βίου του με τραγικά συμβάντα και πολλές περιπέτειες. Από σμυρνιά μητέρα, άτακτη και επαναστατημένη, μεγάλωσε σε ίδρυμα και ενηλικιώθηκε στις αγκάλες «εκδιδόμενης γυναίκας». «Αφελής αγωνιστής της Αριστεράς που θυσίαζε το προσωπικό του συμφέρον στον αγώνα, πήρε φύλλο πορείας για τη Μακρόνησο», υπέγραψε δήλωση και διαγράφτηκε από το κόμμα. «Με τα ποτά και τα χασισάκια του»· πριν ή μετά τη διαγραφή μένει αδιευκρίνιστο. Ο μεγάλος του έρωτας ήταν κόρη καλής οικογενείας που κατέστησε έγκυο αλλά δεν αποκατέστησε γιατί ενδιαμέσως χάθηκαν τα ίχνη της. Στη δίνη του Εμφυλίου θεσσαλονικιός καθηγητής τον έκρυψε σπίτι του και αυτός ξεπαρθένεψε την έφηβη που του παραστάθηκε. Από «τις μαύρες λίστες της Ασφάλειας» και «κουμούνι» κατέληξε «άνθρωπος της παρανομίας» αλλά και ευκατάστατος οικογενειάρχης.


Ενας «πατερούλης» που ήλεγχε τη ζωή όλων μέσα στο σπίτι του αλλά και πέρα από αυτό, στο μυθιστορηματικό σύμπαν, όπου ανακατώνονται και άλλοι αριστεροί που αποδεικνύονται καθάρματα, όπως εκείνος «ο διπλοπαντρεμένος με ένα κάρο παιδιά», που ερωτοτροπούσε ταυτόχρονα με δύο ορφανές αδελφές, ενώ ένας άλλος, κατάδικος του Γεντί Κουλέ, κάλυψε με λευκό γάμο τα ανομήματά του την προηγουμένη της εκτέλεσης. Με αυτά και με τα άλλα πληθαίνουν οι εκτρώσεις, τα νόθα και οι έρωτες μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων και όχι μόνο ανδρών αλλά και παθιασμένων λεσβιών, με κορυφαίο το δράμα της νεαρής, που έκανε παρθενορραφή για να τη βρει άθικτη ο μέλλων σύζυγός της, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον διακορευτή της. Μόνο που αυτή ποτέ δεν θα το υποπτευθεί. Θα ζήσει χρόνια δίπλα του διαβάζοντας «ρομάντζα της Μπουκουβάλα-Αναγνώστου», χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσει πως πρωταγωνιστεί σε ένα κατά πολύ τραγικότερο.


H Βογιατζόγλου όμως δεν είναι Μπουκουβάλα-Αναγνώστου. Σχεδόν μισό αιώνα νεότερη, δεν γράφει για τις στερημένες των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών αλλά για τις σοφιστικέ του 21ου, γι’ αυτό και στο ένατο πεζογραφικό βιβλίο της για ενηλίκους αγωνιά για μορφική πρωτοτυπία. Κύριο χαρακτηριστικό της πρόσφατης μυθιστοριογραφίας αυτή η αγωνία, ανεξάρτητα αν η πρωτοτυπία καταλήγει συχνά αυτοσκοπός και οι τρόποι που επινοούνται, καθώς επαναλαμβάνονται, γίνονται πιο στερεότυποι και από τη γραμμική αφήγηση μιας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου.


Το μυθιστόρημα της Βογιατζόγλου χωρίζεται σε δύο μέρη και λίγες ακόμη επιλογικές σελίδες. Στο πρώτο μέρος και την ουρά των τελευταίων σελίδων εναλλάσσονται οι ημερολογιακές καταγραφές δύο συγγραφέων, του πρεσβύτερου Παύλου και του νεότερου Μάνου. Ανιψιός ο πρώτος του Κορυζή, εγγονός ο δεύτερος, και οι δύο παράνομοι «σπόροι» κάποιων ανεπρόκοπων, τους συνδέει μια γυναίκα και ένας μονόπλευρος μεταξύ τους έρωτας. Στο δεύτερο μέρος παρατίθεται, τρόπον τινά εγκιβωτισμένο, «το ημιτελές μυθιστόρημα του Παύλου», που θα σφετεριστεί και θα ολοκληρώσει ο Μάνος, με θέμα τον βίο και την πολιτεία του Κορυζή και των γυναικών της ζωής του.


Νεωτεριστικός συγγραφέας ο Παύλος φτιάχνει το μυθιστόρημά του με τη συρραφή αφηγήσεων και αποσπασμάτων από σημειωματάρια, ημερολόγια και επιστολές που υποτίθεται πως του εμπιστεύθηκαν οι ηρωίδες της ιστορίας του. Ενώ, για να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εποχής, παρεμβάλλει ειδησάρια παλαιών εφημερίδων σαν στοιχεία της δεκαετίας του ’40. Ως μυθιστοριογράφος ο Παύλος παρουσιάζει αδυναμίες, καθώς για να χωρέσει τις ιστορίες όλων των εμπλεκομένων επαναλαμβάνει συμβατικές φράσεις και εισάγει στερεότυπα τις αναδρομές στο παρελθόν, δίνοντας μάλλον υπερβολική έκταση σε εφιαλτικά ή και προφητικά όνειρα. Παρ’ όλα αυτά, «το ημιτελές μυθιστόρημα του Παύλου» είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από το ημερολογιακό πρώτο μέρος του βιβλίου, με το δράμα του Παύλου, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στον έρωτα μιας γυναίκας, δοσμένος σε άλλα ανομολόγητα πάθη. Οσο για τη Στέλλα Βογιατζόγλου, που εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα σαν τους παραμυθάδες αφηγείται κουβεντιαστά πονεμένες ιστορίες, τη Βογιατζόγλου που πριν από πέντε χρόνια μας είχε ενθουσιάσει με τα διηγήματά της («Περνώντας βιαστικά ανάμεσά τους», Κέδρος), σαν να τη βρίσκουμε σε ένα κομμάτι του καινούργιου της βιβλίου.