Στον εκδοτικό χώρο οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 λειτούργησαν ήδη ως αφορμή για την παραγωγή πλήθους συγκυριακών εκδόσεων. Λευκώματα και εκλαϊκευτικά βιβλία με πίνακες των ρεκόρ ανταποκρίθηκαν στη συγκυριακή ζήτηση της αγοράς. Λίγα από τα βιβλία που σχετίζονται με τους Ολυμπιακούς φαίνονται προϊόντα μακρόχρονης και συστηματικής εργασίας. Το βιβλίο της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, το οποίο έχει επιμεληθεί η Χριστίνα Κουλούρη, αποτελεί ένα από τα ευάριθμα εκείνα βιβλία που στηρίζονται σε πρωτότυπη έρευνα. Ενώ η έκδοσή του, ταυτόχρονα στα ελληνικά και στα αγγλικά (Athens, Olympic City, 1896-1906), που συμπίπτει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν αποτελεί προϊόν της συγκυρίας. Θέλει να προσεγγίσει την ιστορία των Αγώνων κριτικά, δεν αρκείται στο να γοητεύσει με φωτογραφίες (στο εξώφυλλο του βιβλίου, φωτογραφία της οδού Ηρώδου του Αττικού την εποχή που ήταν χωματόδρομος).


H Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία, υπό την προεδρία του Νίκου Φιλάρετου, έχει στο ενεργητικό της πολλές δραστηριότητες σχετικές με την προώθηση του ολυμπισμού. H πιο πρόσφατη είναι η έκδοση Αρχεία και Ιστορία της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (2002), όπου γίνεται γνωστό το μεγάλο έργο της ταξινόμησης, ηλεκτρονικής καταγραφής και συντήρησης του Ιστορικού Αρχείου της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ). Στο πρωτότυπο υλικό αυτού του αρχείου βασίζονται τόσο αρκετά από τα κεφάλαια όσο και το φωτογραφικό υλικό του καλαίσθητου συλλογικού τόμου Αθήνα, πόλη των Ολυμπιακών Αγώνων, 1896-1906. H βασική ιδέα του τόμου εμπεριέχεται στο μότο του Οσκαρ Γουάιλντ με το οποίο ξεκινά η εξαιρετική Εισαγωγή της Χριστίνας Κουλούρη: «Το μόνο μας καθήκον απέναντι στην Ιστορία είναι να την ξαναγράψουμε». H ιστοριογραφία σχετικά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες έχει ανάγκη από νέες ερμηνείες. Ο τόμος επιχειρεί πράγματι να «ξαναγράψει» την ιστορία τόσο των Αγώνων του 1896 όσο και της Μεσολυμπιάδας του 1906. Οι «Ολυμπιακοί Αγώνες εν Αθήναις, 1906», όπως ήταν η επίσημη ονομασία τους, αποτέλεσαν μια επιτυχημένη ολυμπιακή διοργάνωση χωρίς συνέχεια. Μετά την άρνηση του Κουμπερτέν στο αίτημα να οριστεί η χώρα μας μόνιμος τόπος τέλεσης των Αγώνων, η Ελλάδα είχε προτείνει να οργανώνει «ενδιάμεσους» Αγώνες μεταξύ δύο Ολυμπιάδων.


Επίκαιρα ερωτήματα


Τα κεφάλαια του τόμου επιχειρούν να απαντήσουν σε ερωτήματα που είναι επίκαιρα και για τους τωρινούς Αγώνες: «Πώς υποδέχθηκε η Αθήνα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και του 1906, πώς λειτούργησε ως ολυμπιακή πόλη, πώς την είδαν οι ξένοι επισκέπτες και αθλητές και ποια ήταν τα βιώματά τους, ποιες ήταν οι συνέπειες αυτών των ολυμπιακών διοργανώσεων για την ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική αλλά και για την εικόνα της ίδιας της πόλης, ποια ήταν εν τέλει η σχέση ανάμεσα στις προσδοκίες ντόπιων και ξένων και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στην ιδεατή και στην πραγματική Αθήνα» (σελ. 44-45). Δεν πρόκειται λοιπόν για μία ακόμη από τις «παραδοσιακές», περιγραφικές αφηγήσεις αθλητικών γεγονότων. Αντίθετα, χάρη σε αυτό το βιβλίο, ξεδιπλώνεται μπροστά μας η Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, με τους δρόμους και τους ανθρώπους της. Παρουσιάζονται κριτικά ο τρόπος που οι έλληνες διανοούμενοι έβλεπαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς και ο ρόλος των κομμάτων και της βασιλικής δυναστείας σε ένα γεγονός που χρησιμοποιήθηκε πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας.


Ο Χρήστος Λούκος στο καλύτερο ίσως – μαζί με την Εισαγωγή – κεφάλαιο του βιβλίου αναλύει τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της ελληνικής πρωτεύουσας από το 1879 ως το 1920. Δίνει έμφαση στη διόγκωση των μικροαστικών στρωμάτων και στις ανισότητες που καταγράφονται μεταξύ των «καλών», αστικών συνοικιών της Ανατολικής Αθήνας και των λαϊκών δυτικών συνοικιών. H Αθήνα δεν ήταν απλώς η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους αλλά και εθνικό κέντρο για τους Ελληνες της Διασποράς, οι οποίοι το 1896 και το 1906 – όπως εξηγεί ο Αλέξανδρος Κιτροέφ – έσπευσαν να συνδράμουν στο μεγάλο εγχείρημα της ολυμπιακής διοργάνωσης. H Βασιλική Τζαχρήστα παρακολουθεί το ταξίδι των αθλητών και των επισκεπτών, καθώς και την υποδοχή τους στην Αθήνα, σε μια εποχή που ο μαζικός τουρισμός άρχιζε να κατακτά τις δυτικές κοινωνίες.


Οι Αμερικανοί και οι άλλοι


H Ελεάνα Γιαλούρη παρουσιάζει το ταξίδι των αμερικανών αθλητών ως «συνάντηση» της ελληνικής με την αμερικανική κουλτούρα. Οι Αμερικανοί αλλά και οι άλλοι ξένοι ταξιδιώτες ήρθαν στην Αθήνα με το φιλελληνικό όνειρο της κλασικής Ελλάδας. Από τη μεριά τους, οι Ελληνες, όπως δείχνει ο Γιάννης Γιαννιτσιώτης, επέλεξαν να δώσουν έμφαση στη σύγχρονη πρωτεύουσα και στα νεοτερικά, ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά της. «Κατασκεύασαν», δηλαδή, την Αθήνα για να υποδεχθεί τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες.


H Ελένη Φουρναράκη, εξετάζοντας τον γυναικείο λόγο μέσα από την Εφημερίδα των Κυριών, αποδεικνύει ότι ο αποκλεισμός των γυναικών από τους Αγώνες δεν οδήγησε τις ελληνίδες φεμινίστριες να διεκδικήσουν την αγωνιστική συμμετοχή τους. H διαμαρτυρία τους περιορίστηκε στην επιβεβαίωση του «εθνικού» ρόλου τους μέσα από την «πατριωτική μητρότητα». Ο γυναικείος λόγος εμφανίζεται επομένως απολύτως συμβατός με τον κυρίαρχο εθνικιστικό λόγο της εποχής, τον οποίο παρουσιάζει αναλυτικά ο Γιώργος Κόκκινος. Σε μια εποχή μεγαλοϊδεατικών εξάρσεων και διπλωματικών διεργασιών για το Ανατολικό Ζήτημα, όπως δείχνει η Λίνα Λούβη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέθηκαν με τον κομματικό ανταγωνισμό και χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικό εργαλείο για την ενίσχυση του κύρους της βασιλικής δυναστείας.


Οι Αγώνες του 1896 γίνονται κατανοητοί μέσα στο πλαίσιο ευρύτερων αλλαγών. Ο ολυμπισμός υπήρξε τόσο μια «επινοημένη παράδοση» όσο και ένας «ιδεαλιστικός διεθνισμός» με μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα (σελ. 27-37). Παρά τον διεθνιστικό χαρακτήρα των Αγώνων, τα έθνη υπήρξαν πάντα παρόντα στον ολυμπιακό στίβο επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία του έθνους-κράτους. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν συνεπώς τόπος συνάντησης του διεθνισμού με τον εθνικισμό. Επρόκειτο για μια εύθραυστη ισορροπία, η οποία πήρε πολλές μορφές στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Μένει να δούμε την εξέλιξή της στους Ολυμπιακούς του 2004.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.