Το φθινόπωρο του 1914, όταν ο Richard Strauss ολοκλήρωνε τη σύνθεση που έμελλε να γίνει η Συμφωνία των Αλπεων, συμβουλές φίλων και συνεργατών τον έπεισαν να εγκαταλείψει την αρχική του ιδέα να ονομάσει το έργο Συμφωνία του Αντίχριστου. Ο νιτσεϊκής έμπνευσης τίτλος, ο οποίος εγκαταλείφθηκε, θα υποδήλωνε τον αγώνα και την τελική δικαίωση του υπερανθρώπου – σε αντίστιξη, εν προκειμένω, με τις προκλήσεις, τις αντιξοότητες και τις απολαύσεις της ορειβατικής περιπλάνησης στο αλπικό τοπίο. Ο Richard Strauss, ένας από τους κληρονόμους της βαγκνερικής μουσικής παράδοσης, παρουσιάζει τόσο στο έργο του όσο και στην κοινωνική-πολιτική διαδρομή του στοιχεία μιας χαρακτηριστικής αμφισημίας αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ των ποικίλων ρευμάτων της γερμανικής παράδοσης και του ταχύτατα μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος (άλλωστε ο ίδιος ο Νίτσε είχε τελικά αποκηρύξει το βαγκνερικό έργο). Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Richard Strauss τιμήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες από το Γ’ Ράιχ. Γνωρίζουμε όμως και ότι ο ίδιος ήλθε συχνά σε έντονες προστριβές με το καθεστώς, με αφορμή – μεταξύ άλλων – τις διώξεις μουσικών εβραϊκής καταγωγής. Γνωρίζουμε επίσης ότι υπήρξε ένας από τους πρώτους συνθέτες που έφθασαν στα όρια της τονικότητας, πραγματοποιώντας όμως στη συνέχεια, με τον Rosenkavalier, μια στροφή σε έναν μοντέρνα δουλεμένο κλασικισμό.


Πολύ περισσότερο από τους επιγόνους, ο ίδιος ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και το βαγκνερικό έργο έχουν δώσει λαβή για πολλές και αντικρουόμενες ερμηνείες αναφορικά με τη σχέση και τις αλληλεπιδράσεις τους με τον γερμανικό πολιτικό πολιτισμό. Από την άλλη πλευρά, ως οπερατική τέχνη, το βαγκνερικό έργο κατόρθωσε, ήδη πριν από τον θάνατο του Βάγκνερ το 1883, να αποκτήσει θαυμαστές σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, υπερβαίνοντας κατά πολύ την απήχηση που θα είχε ως μια ουτοπία του παγγερμανισμού.


H σκοτεινή πλευρά


H απόπειρα συσχετισμού του Βάγκνερ και του βαγκνερικού έργου με τον εθνικοσοσιαλισμό και, γενικότερα, τις αυταρχικές παραδόσεις του γερμανικού πολιτικού πολιτισμού έχει επιχειρηθεί σε τρία επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στη λατρευτική χρήση που επιφύλαξε στο βαγκνερικό έργο το ναζιστικό καθεστώς, σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατο του δασκάλου. Το δεύτερο επίπεδο αφορά τον ίδιο τον Βάγκνερ και το έργο του, είτε πρόκειται για τις οπερατικές και άλλες συνθέσεις είτε για τα διάσπαρτα πολιτικά και φιλοσοφικά κείμενά του. Υπάρχει τέλος η απόπειρα να διερευνηθούν οι κοινωνικές συνιστώσες της βαγκνερικής τέχνης. Εχει κατά κόρον επισημανθεί, παραδείγματος χάριν, ότι στο βαγκνερικό «καθολικό έργο τέχνης» (Gesamtkunstwerk), που επιχειρεί να ενώσει τη μουσική με την ποίηση και τη σκηνική τέχνη, αντιστοιχεί μια ολιστική-οργανιστική αντίληψη της κοινωνίας. Εδώ εισερχόμαστε σε έδαφος εξαιρετικά δύσβατο, καθώς η ανάλυση τόσο της μορφολογικής όσο και της περιεχομενικής διάστασης της τέχνης μπορεί εύκολα να πέσει στην παγίδα των απλουστεύσεων για τις αιτιακές σχέσεις μεταξύ ενός έργου τέχνης και του «κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος» που νοείται ως όρος για την ύπαρξη του πρώτου. Το βιβλίο του Joachim Koehler αποφεύγει τις περισσότερες από αυτές τις απλουστεύσεις. Αυτό οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο ότι ο συγγραφέας διερευνά πτυχές που άπτονται κυρίως των δύο πρώτων από τα επίπεδα που αναφέρθηκαν: ο Βάγκνερ μέσα από το πρίσμα του χιτλερικού καθεστώτος και ο Βάγκνερ σε σχέση με την υπό διαμόρφωση γερμανική κουλτούρα της εποχής του.


Αλλά γιατί ο προκλητικός τίτλος Wagner’s Hitler; Είναι γνωστή η εμμονή του Χίτλερ στη σημασία των «τριών μεγάλων Γερμανών»: του Λούθηρου, του Φρειδερίκου του Μεγάλου και του Βάγκνερ. Είναι επίσης γνωστή η λατρεία που επιφύλαξε ο εθνικοσοσιαλισμός στις παραστάσεις βαγκνερικών έργων στο Bayreuth. Ο Koehler επιχειρεί να προχωρήσει πιο πέρα. H κύρια θέση του βιβλίου είναι ότι ο Χίτλερ όχι μόνο επηρεάστηκε, αλλά και βάσισε σε μεγάλο βαθμό την κοσμοθεωρία του στα κείμενα και στις όπερες του Βάγκνερ. Το βιβλίο διερευνά με τρόπο διεξοδικό το πολιτισμικό συγκείμενο του βαγκνερικού έργου και στέκεται ιδιαίτερα στο ανορθολογικό, αντισημιτικό και εθνικιστικό υπόβαθρο της βαγκνερικής δημιουργίας. Ιδιαίτερο βάρος πάντως δίνεται στη χρήση που επιφύλαξε το χιτλερικό καθεστώς στο βαγκνερικό έργο. Ο Koehler επιχειρεί να αναλύσει τα στάδια και τους τρόπους χρήσης αυτού του έργου μέσα από τη διερεύνηση της καθοριστικής, όπως τη θεωρεί, επίδρασης του Βάγκνερ πάνω στον Χίτλερ και στην κοσμοθεωρία του. Στοιχειοθετεί, παράλληλα, την εύνοια που επεδείκνυαν προς τον Χίτλερ η οικογένεια Βάγκνερ και οι κύκλοι του Bayreuth ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920.


Το βιβλίο βασίζεται σε διεξοδική έρευνα και έχει αναμφισβήτητες αρετές. H σπουδή που επιδεικνύει για την κατάδειξη των βαγκνερικών επιδράσεων στο άτομο Αδόλφος Χίτλερ συνοδεύεται από ανάλογες προσπάθειες διερεύνησης των επιδράσεων στην κουλτούρα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε. Με το βιβλίο αυτό η προσέγγιση που αντιλαμβάνεται τον Βάγκνερ ως κομμάτι μιας πολιτισμικής και πολιτικής παράδοσης που κατέληξε στον εθνικοσοσιαλισμό αποκτά – έπειτα από εκατοντάδες άρθρα, βιβλία και παμφλέτα – μια περίπου οριστική εκδοχή. Με αυτήν την έννοια το πόνημα του Koehler αγγίζει – αλλά τελικά δεν ξεπερνά, παραμένοντας μεθοδολογικά συνεπές και συγκροτημένο – τα όρια της επιστημονικής προσέγγισης του Βάγκνερ ως «προφήτη» της εθνικοσοσιαλιστικής λαίλαπας.


Τέχνη και πολιτική


Παρά τις αρετές του, το βιβλίο του Koehler μπορεί να υποστεί κριτική σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη συνθετότητα και την ποικιλία των ρευμάτων που συνθέτουν το ιδεολογικό υπόβαθρο της βαγκνερικής σκέψης. Σε αντίθεση με ορισμένα συγκρίσιμα έργα (όπως η εξαιρετική μονογραφία του Hannu Salmi, Imagined Germany: Richard Wagner’ς National Utopia, Peter Lang, 1999), που εκκινούν από μια συνθετότερη εικόνα των διαφορετικών ρευμάτων (ρομαντικών, αναρχικών, σοσιαλιστικών, εθνικιστικών) που έθρεψαν τις πολιτικές και καλλιτεχνικές ιδέες του Βάγκνερ, ο Koehler επιμένει – συνειδητά και με συνέπεια – να διαβάζει τον Βάγκνερ κυρίως μέσα από το πρίσμα του εθνικοσοσιαλισμού της δεκαετίας του 1930. Ετσι όμως αγνοείται και το ζήτημα της επιλεκτικής ανάγνωσης του βαγκνερικού έργου από τους χιτλερικούς, στην προσπάθειά τους να αντλήσουν νομιμοποίηση από στοιχεία της γερμανικής πολιτισμικής παράδοσης. Αλλωστε επιλεκτικές αναγνώσεις του βαγκνερικού έργου έχουν δοκιμαστεί και από εντελώς διαφορετικά πρίσματα, προβάλλοντας εντελώς διαφορετικές ερμηνείες του έργου αυτού, ως σοσιαλιστικού ή αναρχο-σοσιαλιστικού, και έχουν υποστηριχθεί από σημαντικούς διανοούμενους (ο George Bernard Shaw είναι ανάμεσα σε εκείνους που αντιλαμβάνονταν το βαγκνερικό έργο ως σοσιαλιστικό) και εξίσου σημαντικούς καλλιτέχνες (η Τετραλογία που ανέβασαν οι Pierre Boulez και Patrice Chereau στο Bayreuth έγινε εμβληματική μιας τέτοιας προσέγγισης).


H δεύτερη κριτική επισήμανση αφορά τις σχέσεις τέχνης και πολιτικής. Αναμφίβολα η άρνηση της σημασίας που μπορεί να έχουν οι σχέσεις αυτές ενδέχεται να αποτελεί απλή υπεκφυγή. Οταν, έπειτα από αμφιταλαντεύσεις, ο μεγάλος αρχιμουσικός Wilhelm Furtwaengler ανέλαβε και πάλι το 1936 τη θέση του διευθυντή στην Οπερα του Βερολίνου (από την οποία είχε παραιτηθεί το 1934, έναν χρόνο μετά την άνοδο του Χίτλερ), επιχείρησε να δικαιολογήσει τη στάση του δηλώνοντας ότι πράττει «ως εκπρόσωπος της γερμανικής μουσικής», θεωρώντας ότι «μουσική και πολιτική δεν έχουν τίποτε κοινό» (Wilhelm Furtwaengler, Μουσική και Λόγος, μετάφραση B. Τομανά, Εκδόσεις Printa, 1998, σελ. 8).


Από την άλλη πλευρά το έργο τέχνης αποκτά έναν βαθμό αυθυπαρξίας απέναντι στις υλικές και ιδεατές συνθήκες διαμόρφωσής του και, αντίστοιχα, έναν βαθμό διακριτής σημασίας σε σχέση με αυτές. Το γεγονός ότι ορισμένα από τα ιστορικά σημεία αναφοράς της βαγκνερικής σκέψης εξελίχθηκαν με τρόπους που τα οδήγησαν σε όσμωση με τις πλέον απάνθρωπες και καταστροφικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής πολιτικής, δεν ακυρώνει τη σημασία των βαγκνερικών συνθέσεων ως στοιχείων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το γεγονός ότι στο βαγκνερικό έργο συναντάμε βαθύτατα συντηρητικές γυναικείες απεικονίσεις (από τη Senta, γυναίκα-θυσία, ως την Kundry, γυναίκα-μάγισσα) δεν ακυρώνει την αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα του συνθέτη, ούτε μειώνει την αξία σελίδων μοναδικής ευαισθησίας και αισθαντικότητας. Σήμερα στον Βάγκνερ δεν είναι το «καθολικό έργο τέχνης» αυτό που περισσότερο μας μαγεύει, δεν είναι ο συχνά στομφώδης λόγος, δεν είναι η αναζήτηση νέων – για την εποχή του – μορφών: είναι η μουσική.


Ο κ. Κώστας A. Λάβδας είναι κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης