Στον καιρό του χαρακτηρίστηκε – και όχι άδικα – «πρίγκιπας των ποιητών». H επιρροή του σε ομοτέχνους του, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, ήταν μεγάλη, ειδικά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αυτή η επίδραση φαίνεται από τις ευάριθμες μεταφράσεις έργων του, με τις οποίες καταπιάστηκαν σημαντικοί ποιητές μας, από τον Αγρα και τον Παλαμά ως τον Πορφύρα και τον Παπατσώνη. Στον τόμο Νυχτερινή φαντασία των εκδόσεων Ποταμός ανιχνεύεται αυτή η υποδοχή στην Ελλάδα του «κολασμένου» Πολ Βερλέν (1844-1896) και ανοίγεται η βεντάλια των μεταφράσεών του από τους εκπροσώπους τριών λογοτεχνικών γενεών: Παλαμάς, οι πρώτοι επίγονοι, η γενιά του Μεσοπολέμου (με τον Παπατσώνη να διολισθαίνει από οποιαδήποτε απόπειρα κατάταξης). Ανάμεσα στο 1901 και στο 1949 δουλεύτηκαν και δημοσιεύτηκαν οι 28 μεταφράσεις που καταχωρίζονται στον τόμο και οι οποίες ανασυνθέτουν το ποιητικό πρόσωπο του Βερλέν – συνδέθηκε με τους ιμπρεσιονιστές και την ομάδα των decadents και θεωρήθηκε ένας από τους δημιουργούς εκείνους που έδωσαν στον συμβολισμό τη δυναμική του, αν και η ποιητική του πορεία ήταν μάλλον μοναχική, έξω από συγκροτημένες ομάδες.


Κάτι κλαίει


«Ο Βερλέν έγραψε ποιήματα μισοφώτιστα», διαβάζουμε στον πρόλογο του επιμελητή, «όπου εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι η περιγραφή ή τα συναισθήματα αλλά οι εντυπώσεις και οι αισθήσεις· όχι το χρώμα αλλά η απόχρωση. Καλλιεργώντας έναν λυρισμό χαμηλόφωνο, μια ποίηση «διαλυτή στον αέρα», όπως ειπώθηκε, δημιούργησε έργο προσωπικό, καθόλου εγκεφαλικό, όπου οι φωνές του έρωτα εναλλάσσονται με νοσταλγικές ονειροπολήσεις και η λαγνεία με τη θρησκευτική έκσταση. Συνταιριάζοντας όλα τα μυστικά της γαλλικής προσωδίας (συνηχήσεις, ατελείς ρίμες, ανισοσύλλαβους στίχους, παρηχήσεις) με ένα λεξιλόγιο απρόσμενο, καθημερινό μα υπαινικτικό, ο Βερλέν κατόρθωσε ένα μουσικό αποτέλεσμα».


Αγνό, άδολο, πράο, γλυκό, αγαθό από τη φύση του περιγράφει ο Παπατσώνης τον Βερλέν. H απλοϊκότητά του όμως φαίνεται πως δεν ήταν παρά ένας μύθος. «Αυτός ο αφελής είναι ένας οργανωμένος πρωτόγονος, που κατάγεται από κάποιον καλλιτέχνη πολύ επιδέξιο και πολύ συνειδητό. Ποτέ άλλοτε τέχνη πιο λεπτή από αυτή τη συγκεκριμένη» επισημαίνει ο σημαντικότερος γάλλος ποιητής του 20ού αιώνα Πολ Βαλερί. Ας δούμε ένα δείγμα αυτής της τέχνης έτσι όπως το αποδίδουν στη γλώσσα μας ο Παλαμάς και ο Αγρας (πρόκειται για το ποίημα «Il pleure dans mon coeur»): «Κάτι κλαίει μες στην καρδιά μου / καθώς βρέχει στη χώρα. / Σαν τι μαράζι, αλία μου / στραγγίζει την καρδιά μου; / Γλυκοστάζει η βροχή / στη γη, στα κεραμίδια·/ στην άχαρη ψυχή / τι τραγουδάς, βροχή;» λέει ο πρώτος. Και ο Αγρας: «Να κλαίει μες στην καρδιά μου / και στην πόλη να βρέχει… / Ποια να ‘ν’ αυτή που τρέχει / η πίκρα ως την καρδιά μου; / Ω, γλυκός ήχος της βροχής / απ’ τις σκεπές και καταγής! / Για τον καημό μιανής ψυχής / ω, το τραγούδι της βροχής!». Είναι εξαιρετικά ωφέλιμο και συχνά διασκεδαστικό να συγκρίνουμε μεταφράσεις του ιδίου ποιήματος που βγήκαν από τη γραφίδα δύο τεχνιτών διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας. Πολλές φορές οι μεταφραστές προσαρμόζουν την ατμόσφαιρα του μεταφράσματος στις δικές τους αισθητικές συντεταγμένες, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει ότι αδιαφορούν ολότελα για το ύφος του πρωτοτύπου. Να πώς μεταφράζει ο Λάμπρος Πορφύρας το ποίημα του Βερλαίν «L’ ombre des arbres»: «Μες στο θολό ποτάμι από την καταχνιά / ο ίσκιος απ’ τα δέντρα πεθαίνει σαν καπνιά, / ενώ ψηλά στα αληθινά τα κλώνια / στενάζουν τα τρυγόνια. / Πόσες φορές, διαβάτη, στο σκοτεινόν αυτόν τόπο, / τον ίδιο εαυτό σου χλωμό κι εσύ δεν είδες, / ενώ θα κλαίγαν στα ψηλά φυλλώματα / θλιμμένες οι πνιγμένες σου ελπίδες!».


Απόπειρα με πιστόλι


Μέσα από την ποίησή του, που, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Παπατσώνης, «λες και δεν οφείλεται στις ώρες και στις δυνάμεις που τον κάνουν να υπνοβατεί αλλά στις φυσικές του ώρες, που την ταραχή διαδεχόταν η ατονία», ανακαλύπτουμε τον άνθρωπο Βερλέν, τον δημιουργό που κατορθώνει να μετουσιώνει το δικό του προσωπικό δράμα σε στοιχείο της πανανθρώπινης περιπέτειας. Για χρόνια τρόφιμος των καπηλειών, των χαμαιτυπείων και των ασύλων, παραδομένος στο όπιο, στο χασίς και στο αψέντι, απόλυτα εθισμένος στο πάθος του για τον 19χρονο Ρεμπό, ο απολυθείς ως «κομμουνάρος» από την κυβέρνηση Θιέρσου ποιητής Πολ Μαρία Βερλέν βρέθηκε στα 1873 ύστερα από μια απόπειρα με πιστόλι κατά του νεαρού του φίλου έγκλειστος στις φυλακές της Μονς. Οταν απολύθηκε, δύο χρόνια αργότερα, «ήλθεν εις Παρισίους με σκοπόν να ζήση από την πένναν του», όπως αναφέρει ο Κώστας Βάρναλης στο σχετικό λήμμα του στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία», το οποίο παρατίθεται ως επίμετρο στον τόμο και αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για τις πληροφορίες που δίνει αλλά και για το ξεχωριστό του ύφος.«Αργότερον, εις Βρυξέλλας και Παρισίους, επηγγέλθη τον διδάσκαλον της αγγλικής και τέλος τω 1883 επεχείρησε να γίνη καλλιεργητής κτήματος εις Coulommes, άνευ επιτυχίας. Τω 1896, την 8ην Ιανουαρίου, απέθανε σχεδόν εγκαταλελειμμένος, χωρίς να κατορθώση να ιδή, όπως επεθύμει, ούτε κανένα εκ των φίλων του ούτε τον υιόν του». Θλιβερό, αλήθεια, τέλος για κάποιον που πριν από πολλά χρόνια έγραψε τους περίφημους «Les indolents» («Ράθυμους» τους απέδωσε ο μεταφραστής τους K. Γ. Καρυωτάκης): «- Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή. / Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί; / – Σπανία η πρόταση, ορισμένως. / (…) – Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ, / παρά όσο κάνετε τον τρυφερό. / Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε. / Ετσι το βράδυ κείνο απάνω στη / χλόη, και στ’ άνθη απάνω καθιστοί, / δυο περίεργοι ερωτευμένοι / αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό / θάνατο, κι απομείνανε γι’ αυτό / – χι! χι! χι! – καταγοητευμένοι».


Ο κ. Δημήτρης Χουλιαράκης τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για το 2003.