Το βιβλίο της Ρένας Μόλχο πραγματεύεται την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 1856-1919, στη βάση ενός πλούσιου εκδεδομένου και ανέκδοτου αρχειακού υλικού από τις αρχειακές έρευνες της συγγραφέως σε αρχεία της Ελλάδας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και του Ισραήλ.


H περίοδος (1856-1919) που επέλεξε η συγγραφέας να μελετήσει είναι κρίσιμη όχι μόνον για την ιστορία της πόλης του Θερμαϊκού και της εβραϊκής της κοινότητας, αλλά και για ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς περιλαμβάνει την εποχή των συνταγματικών αλλαγών της Αυτοκρατορίας, την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, καθώς επίσης την πρώιμη εποχή της ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στον κορμό του ελληνικού κράτους. Ανάμεσα στις αλλαγές που η περίοδος αυτή φέρει για την πόλη της Θεσσαλονίκης είναι η βελτίωση της εμπορικής της σημασίας λόγω της σύνδεσής της με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ύδρευσή της με πόσιμο νερό, ο φωτισμός των δρόμων της με φωταέριο, ο εκμοντερνισμός της με νέες λεωφόρους και λαμπρά κτίρια. Σε αυτό το κλίμα, η εξαιρετικά πολυπληθής και δραστήρια εβραϊκή κοινότητα της πόλης ανασυγκροτείται, ξεπερνά σημάδια κατάπτωσης και στασιμότητας και αναδιοργανώνει τους θεσμούς της και τις δραστηριότητές της με τη βοήθεια της Alliance Israelite Universelle (AIU) καθώς και γενναιόδωρων χορηγών του εξωτερικού, όπως η βαρόνη Clara de Hirsch.


H Ρένα Μόλχο μελετά τις αλλαγές αυτές και καταδεικνύει τις νέες δυναμικές που η εβραϊκή κοινότητα ανέπτυξε, έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει επιτυχημένα όχι μόνον τις προκλήσεις των καιρών, αλλά και συμφορές, όπως οι πυρκαϊές του 1890 και του 1917, που αποδεκάτισαν τις εβραϊκές συνοικίες και τα εβραϊκά ιδρύματα της πόλης. Παράλληλα με τις δυναμικές αυτές, η συγγραφέας παρακολουθεί την εισβολή στην κοινότητα των νέων ισχυρών ρευμάτων του σιωνισμού και του σοσιαλισμού, που το καθένα ξεχωριστά, ή και σε συνδυασμό, επηρέασαν το ιδεολογικό και κοινωνικό κλίμα των Εβραίων της πόλης – και όχι μόνον.


Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης


Το βιβλίο της Ρένας Μόλχο είναι πολύτιμο για την κατανόηση μιας σειράς θεμάτων, όπως είναι οι θεαματικές βελτιώσεις που οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης επέτυχαν να παρουσιάσουν στους τομείς της υγείας και της παιδείας, οι αλλαγές στο επίπεδο των κοινωνικών θεσμών καθώς και η ωρίμανση πρακτικών εθελοντισμού και αλληλεγγύης που απογείωσαν το επίπεδο της υλικής, πνευματικής και ηθικής ζωής των μελών της κοινότητας στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.


Παράλληλα με τα θετικά, το πόνημα της Ρένας Μόλχο παρουσιάζει και αδυναμίες, οι οποίες δεν αναιρούν, ωστόσο, τη σημασία και τη χρησιμότητά του για τη μελέτη του εβραϊσμού της Ελλάδας και της N. Βαλκανικής. Το έργο παρουσιάζεται άνισο και, συχνά, ασπόνδυλο, ως εάν η συγγραφέας συνένωσε διαφορετικές εργασίες σε μία, ενώ δεν λείπουν από το κείμενο οι αντιφάσεις. H συγγραφέας πέφτει, επίσης, στην παγίδα της θυματοποίησης, από την οποία δύσκολα διαφεύγουν διεθνώς – συχνά όχι αδικαιολόγητα – εβραϊκής καταγωγής λόγιοι και ιστορικοί: έτσι, π.χ., ενώ αλλού η κυβέρνηση Βενιζέλου επαινείται ότι με τα μέτρα που πήρε επέτυχε το 1917 να αποκαταστήσει με ταχείς ρυθμούς και σε υγιεινότερες συνοικίες σημαντικό τμήμα των αστέγων πυροπλήκτων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, σε άλλα σημεία επαναλαμβάνονται με ένταση οι ενορχηστρωμένες κατηγορίες που ο σύγχρονος των γεγονότων ημεδαπός και αλλοδαπός εβραϊκός Τύπος εκτόξευσε κατά της ελληνικής κυβέρνησης, κατηγορώντας την για σκοτεινό σχέδιο αποεβραιοποίησης της πόλης, με στόχο την ελληνοποίησή της. Της ίδιας κυβέρνησης που, σε άλλο σημείο του κειμένου, υπογραμμίζεται ότι μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1920, πρωτοπόρησε παγκοσμίως αναγνωρίζοντας στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας την υπόσταση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, που εξασφάλιζε σε αυτές την επίσημη και νομική κατοχύρωση της εθνικής τους ιδιαιτερότητας στα πλαίσια του ελληνικού κράτους.


Παράρτημα πινάκων και στατιστικών στοιχείων συνοδεύουν το χρήσιμο αυτό βιβλίο, το οποίο, χάρη στο νέο αρχειακό υλικό που προσφέρει, θα αποτελεί έργο βάσης για την επιστημονική προσέγγιση των θεμάτων που αφορούν τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και της εβραϊκής της κοινότητας.


Η ελληνόφωνη ρωμανιώτικη κοινότητα


Στο δικό της βιβλίο η Minna Rozen ασχολείται με μια εξίσου σημαντική εβραϊκή κοινότητα, εκείνη της Κωνσταντινούπολης, σε μία επίσης μεταβατική εποχή: εκείνη που μεσολάβησε μεταξύ της πτώσης της Πόλης και τον θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1453-1566). Στο κέντρο της μελέτης της συγγραφέως δεν βρίσκεται τόσο η σεφαρδίτικη ισπανόφωνη πλευρά της κοινότητας αυτής – όπως διαμορφώθηκε μετά το 1492 και την εισροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεκάδων χιλιάδων εκδιωχθέντων εξ Ιβηρίας Εβραίων – όσο η ελληνόφωνη ρωμανιώτικη πλευρά της κοινότητας, η οποία έχει ως τώρα τύχει της μικρότερης ιστοριογραφικής προσέγγισης και προσοχής. Στηριγμένη σε ένα ογκωδέστατο εκδεδομένο και ανέκδοτο αρχειακό υλικό και σε μιαν εξαντλητική βιβλιογραφία, η συγγραφέας παρακολουθεί το ρωμανιώτικο αυτό τμήμα της εβραϊκής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης κατά και μετά την Αλωση· σκιαγραφεί τη στάση του και τα αισθήματά του μπροστά στη δραματική αλλαγή των πραγμάτων· επισημαίνει τις αλλαγές που έφερε σε αυτό ο πόλεμος· μελετά τις αλλαγές που προκάλεσαν στη δημογραφική του εικόνα οι υποχρεωτικές μετακινήσεις πληθυσμών που εφάρμοσαν οι οθωμανοί σουλτάνοι του 15ου και 16ου αιώνα· προσεγγίζει τις νέες ισορροπίες και νοοτροπίες που επέβαλε σε αυτό η έλευση των χιλιάδων σεφαρδιτών Εβραίων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας· ανατρέπει, τέλος, παγιωμένες απόψεις της ιστοριογραφίας σε σχέση με τον δυναμισμό και την αντοχή του γηγενούς αυτού ελληνόφωνου κομματιού των Εβραίων της Πόλης.


Ετσι, η Minna Rozen αποδεικνύει ότι, αντίθετα απ’ ό,τι υποστηριζόταν ως τώρα, η ρωμανιώτικη ομάδα του εβραϊσμού της Κωνσταντινούπολης παραμένει για μεγάλο διάστημα δημογραφικά υπέρτερη έναντι των νεοελθόντων σεφαρδιτών ομοθρήσκων της, την ίδια ώρα που οι οικονομικές της δραστηριότητες παραμένουν άλκιμες και επιτυχείς, συγκρίσιμες με εκείνες των δυναμικών σεφαρδιτών επιχειρηματιών και τεχνιτών ομοθρήσκων τους. Αποδεικνύει, επίσης, ότι τα περί ειδικών προνομίων των Εβραίων εκ μέρους των σουλτάνων είναι ένας μύθος που οι ίδιοι οι εξ Ιβηρίας ελθόντες Εβραίοι κατασκεύασαν, προκειμένου να κατοχυρώσουν τη θέση τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που τους φιλοξενούσε και να ενισχύσουν το ειδικό τους βάρος σε σχέση με τις προϋπάρχουσες στην Αυτοκρατορία ελληνόφωνες και γερμανόφωνες εβραϊκές κοινότητες.


Οι αλλαγές και οι κρίσεις στον θεσμό της εβραϊκής οικογένειας που οι δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές επιφέρουν, οι μεταβολές στο επίπεδο των νοοτροπιών και της ηθικής, οι νέες εβραϊκές πνευματικές τάσεις και ορίζοντες μελετώνται εξαντλητικά από τη συγγραφέα μέσα από μια εξαιρετικά μεστή, νηφάλια, συνδυαστική και διεισδυτική ματιά και προσέγγιση.


Πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό για τη μελέτη των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου το μόνο μειονέκτημα – και όχι μικρό, για την πληρότητα μιας τέτοιας μελέτης που αφορά το ελληνόφωνο τμήμα των Εβραίων της Πόλης – είναι η αδυναμία της συγγραφέως να μελετήσει τις ελληνικές πηγές· την αδυναμία αυτή προσπαθεί να υπερκεράσει η συγγραφέας με τη μελέτη των έργων ελλήνων ιστορικών εκδεδομένων σε μία από τις επτά γλώσσες που η ίδια χειρίζεται, το κενό, ωστόσο, παραμένει δυσαναπλήρωτο.


H μελέτη συνοδεύεται από ένα εκτεταμένο παράρτημα εγγράφων, οργανωμένων σε έξι ομάδες ενδιαφέροντος, που παραπέμπουν στα αντίστοιχα πεδία προβληματισμού του βιβλίου.


H πολιτική της Τουρκίας και οι συγκαλύψεις


Το συνέδριο για τους Εβραίους της Τουρκίας και των Βαλκανίων από τις αρχές του 19ου αιώνα ως το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου (1808-1945) πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1995, όταν τα Βαλκάνια ζούσαν, ακόμη μια φορά στην ιστορία τους, τη σύγκρουση και την αναταραχή. Τα Πρακτικά του συνεδρίου αυτού εκδόθηκαν πρόσφατα με επιμέλεια της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Haifa Minna Rozen και περιλαμβάνουν 18 ανακοινώσεις από ερευνητές και πανεπιστημιακούς από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Τουρκία, τη FYROM, τη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.


Ο Steven Bowman μελετά τα παράλληλα χαρακτηριστικά του ελληνικού και του εβραϊκού εθνικισμού στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα· η Μαρία Ευθυμίου παρατηρεί τα γεγονότα αμοιβαίας βίας μεταξύ Εβραίων και Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821 και επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους της στάσης των επαναστατών ως προς του Εβραίους· η Jennie Lebel ανιχνεύει την επισφαλή θέση στην οποία βρέθηκαν οι Εβραίοι της Σερβίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από τη σερβική επανάσταση του 1804 ως τη δημιουργία της ανεξάρτητης Σερβίας το 1878· ο Zvi Keren δίνει στοιχεία για τους Εβραίους του Ruscuk της Βουλγαρίας τον 19ο αιώνα· η Leah Bornstein-Makovetsky αναφέρεται στις αλλαξοπιστίες Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα· ο Ilber Ortayli παραθέτει στοιχεία σε σχέση με την αποδοχή της τουρκικής γλώσσας από τους Εβραίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα· ο Selim Deringil σχολιάζει τη στάση της οθωμανικής κυβέρνησης σε σχέση με το σιωνιστικό κίνημα και το όραμά του για μια εβραϊκή Παλαιστίνη, που τότε βρίσκεται υπό οθωμανικό έλεγχο· ο Heath Lowry μελετά προσωπικά αρχεία του Η. Morgenthau, πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ των ετών 1913-1916, και εξάγει συμπεράσματα για τα αισθήματα του εβραϊκής καταγωγής αυτού διπλωμάτη σε σχέση με το σιωνιστικό κίνημα· ο Βασίλης Κολώνας αναφέρεται στη συμβολή των Εβραίων στον εκμοντερνισμό της Θεσσαλονίκης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα· η Ρένα Μόλχο εστιάζει την προσοχή της στις δημογραφικές και χωροταξικές ανακατατάξεις που επήλθαν στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης μετά τις πυρκαϊές του 1890 και του 1917· ο Ευάγγελος Χεκίμογλου αναδεικνύει την εντυπωσιακή έκταση της ανέχειας ανάμεσα στον εβραϊκό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1940-1941· ο Shmuel Raphael μελετά τη νοσταλγία για τη Σιών στην ισπανοεβραϊκή ποίηση των Βαλκανίων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα· ο Shlomo Shealtiel αναφέρεται στη στάση των Εβραίων της Βουλγαρίας απέναντι στη φιλογερμανική πολιτική της χώρας τους κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο· η Boyka Vassileva εξετάζει τη στάση της βουλγαρικής κυβέρνησης απέναντι στους Εβραίους κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο· η Maria Pandevska αναφέρεται στις προσπάθειες διάσωσης Εβραίων στην ελεγχόμενη από τους Ναζί Νότια Γιουγκοσλαβία· ο Daniel Carpi προσπαθεί να αξιολογήσει τη στάση του ιταλικού προξενείου Θεσσαλονίκης ως προς Εβραίους της πόλης κατά την Κατοχή· η Renee Hirschon αναφέρεται στην εβραϊκή κοινότητα της Ρόδου και τις τύχες της τον 19ο και 20ό αιώνα· ο Tuvia Friling εξετάζει την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, εποχή κατά την οποία η Τουρκία κρατούσε μια στάση καιροσκοπικής ουδετερότητας. H ανακοίνωση αυτή αποτελεί και την έκπληξη του Συνεδρίου καθώς εκφεύγει από την πάγια στάση ευμενούς συγκάλυψης (ή, ακόμη, και ευμενούς διαστρέβλωσης) που κατά κανόνα και για λόγους μεταπολεμικών διπλωματικών σκοπιμοτήτων ακολουθεί διεθνώς η πλειονότητα των εβραϊκής καταγωγής ιστορικών σε σχέση με τη στάση της Τουρκίας ως προς τον πόλεμο και ως προς τις τύχες των Εβραίων των εδαφών της. Με συστηματική επιχειρηματολογία και εξαντλητική χρήση πηγών ο T. Friling αποδεικνύει ότι η ουδετερότητα και η γενικότερη στάση της Τουρκίας επηρέασαν αρνητικά τις τύχες των Εβραίων που κατοικούσαν στα εδάφη της καθώς και τις τύχες χιλιάδων Εβραίων που ήλπιζαν ότι μέσω αυτής θα έβρισκαν τη σωτηρία μετά τη διαφυγή τους από τα γερμανοκρατούμενα ευρωπαϊκά εδάφη. Καταδεικνύει δε την έκταση του προβλήματος, αναφερόμενος διεξοδικά και με πλήθος στοιχείων στον διαβόητο ληστρικό και εξευτελιστικό φόρο, τον varlik vergisi, που η τουρκική κυβέρνηση επέβαλε στους εβραίους, έλληνες και αρμένιους υπηκόους της προκειμένου να τους οδηγήσει στην οικονομική και στη φυσική καταστροφή με τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία αρκετοί δεν ξαναβγήκαν ποτέ.


H κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι επίκουρη καθηγήτρια στον τομέα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.