papag@tovima.gr


Η ζωή, η ποιητική, η μέθοδος, οι αδυναμίες του Κωστή Παπαγιώργη είναι τα θέματα της συνέντευξης-ποταμού που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Αν. Θεμελή Η ανάποδη των ανθρώπων. Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη (εκδόσεις Ινδικτος, 2003, σελ. 136, τιμή 9,9 ευρώ). Εδώ ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει ότι ήθελε να γράφει όσα δεν έγραφαν οι άλλοι. Για να το επιτύχει αυτό έπρεπε πρώτα να διαβάσει όσα έγραψαν οι άλλοι. «Ηθελα να γράφω με τη φυσικότητα που ένας άνθρωπος κιτρινίζει όταν φοβάται». Λίγοι έχουν σήμερα τόσες απαιτήσεις από τον εαυτό τους.


Ο Κωστής Παπαγιώργης ανέλαβε να δώσει σάρκα και οστά στους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του ’21, καλαμαράδες και οπλαρχηγούς – μορφές κέρινες στη συνείδηση του μέσου Ελληνα μετά την άνευρη και ασαφή παρουσίασή τους στα σχολικά βιβλία. Αίφνης ο Μαυροκορδάτος, ο Υψηλάντης, ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος γίνονται από τον συγγραφέα χαρακτήρες λογοτεχνικοί, δηλαδή βαθύτατα αληθινοί, δίχως ίχνος φαντασιοκοπίας, μόνο με ανασκαφή στον πλούτο της Ιστορίας. Το μεγαλείο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αποδεικνύεται ότι προέκυψε μέσα από συγκρούσεις που υπέφωσκαν, επεισοδιακές και τραγικές. Σύγκρουση των φαναριωτών ηγεμόνων με την οθωμανική εξουσία, των φαναριώτικων οικογενειών μεταξύ τους, των σπουδασμένων «μουσαφίρηδων» με τους ελλαδίτες, αλλά και του Πατριαρχείου με τους εμπνευστές ενός εθνικού σχηματισμού που θα υπέσκαπτε την οικουμενικότητά του. Αντιπαράθεση ακόμη των κλεφτών του Μοριά με τους αρματολούς της Ρούμελης και του επίδοξου αρχηγού Μαυροκορδάτου με τον εξέχοντα πρίγκιπα Υψηλάντη. Ολοι ήταν ταγμένοι στον υψηλό στόχο της απελευθέρωσης του Γένους, αλλά ο καθένας ενεργούσε πρώτα για τον εαυτό του! Αλλεπάλληλα σχέδια εξόντωσης του εκάστοτε εχθρού, Φαναριώτη ή Οθωμανού, καταστρώνονταν σε συνόδους των υποστηρικτών τους. Σπουδαρχίδες ως επί το πλείστον, για να μεταχειριστούμε μια ωραία λέξη από το οπλοστάσιο του Παπαγιώργη, θα μετέρχονταν κάθε μέσο για να βρεθούν στην κεφαλή της Επανάστασης. Ηταν ο Μαυροκορδάτος στα 30 του, ο Υψηλάντης στα 28.


Τον καιρό εκείνο στον ελλαδικό χώρο δεν είχαν διαφορές τόσο οι ανόμοιοι πληθυσμοί μεταξύ τους όσο οι αγράμματοι ντόπιοι με τους ξενόφερτους καλαμαράδες. Ενας πρίγκιπας του επιπέδου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με επαφές στην Πίζα και στον κύκλο του Σέλεϊ, κοινωνός της φιλελεύθερης ιδεολογίας, γνώστης 11 γλωσσών, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ούτε με τον σουλτάνο που μετά βίας μιλούσε την τουρκική γλώσσα ούτε με τους αρματολούς που έκαναν το εθνωφελές έργο να σώζουν από σφαγές και λεηλασίες τα χωριά της Ρούμελης, αφού όμως πρώτα είχαν συνάψει μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους, τα διαβόητα καπάκια. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με έναν αντίζηλο, τον Υψηλάντη.


Εφταιγε ο Μαυροκορδάτος που ήταν τόσο καλλιεργημένος και συγχρόνως τόσο εκτός πραγματικότητας; Παρ’ ότι είχε σπάνια γνώση των πληθυσμιακών – εθνολογικών δεδομένων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία ανέλυσε σε ένα πόνημά του για να προωθήσει τον Αγώνα διά της διπλωματικής οδού στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν είχε εικόνα της κατάστασης στον ελλαδικό χώρο. Οταν αποβιβάστηκε σε ελλαδικό έδαφος για πρώτη φορά, τυχαία στο Μεσολόγγι, βρέθηκε σε πεδίο άγνωστο. Η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης αλλά όχι από όλους τους προκρίτους. Ο Μαυροκορδάτος έπρεπε να ξεκινήσει τις πρώτες ύπουλες κινήσεις. Οι οπλαρχηγοί θα παροπλίζονταν, θα υπονομεύονταν, θα κατηγορούνταν ως προδότες, θα είχαν άδοξο τέλος. Κάτι ήξερε ο Ανδρούτσος όταν είπε εγκαίρως: «Βλέπετε τουτουνούς του καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα».


Η γραφή του Παπαγιώργη συναγωνίζεται σε δριμύτητα τις μαρτυρίες των αγωνιστών και των πρώτων ιστορικών του καιρού εκείνου που παρεμβάλλοναι σταθερά και αβίαστα στο κείμενο. Στη θέση του τότε φανατισμού υπερίσχυσε η νηφάλια αποτίμηση. «Η άποψη που θέλει έναν λαό να αφυπνίζεται μετά από αιώνες δουλείας και να μάχεται για την ελευθερία του ακηλίδωτος και άμωμος δεν έχει καμία σχέση με τις εντόπιες συνθήκες» διαβάζουμε. «Με τον καιρό οι τουρκοκρατούμενοι τουρκόμαθαν κιόλας. (…) Ο αρματολός επείχε θέση χριστιανού Τούρκου, όπως περίπου στην Πελοπόννησο ο κοτσάμπασης ήταν ένας χριστιανός πασάς. Ποιος θα απεμπολούσε τα προνόμιά του εν όψει ενός γενικού ξεσηκωμού;». Ποιοι πολεμούσαν εναντίον ποιων; Οι περιβόητοι Σουλιώτες ήταν «αρβανίτες που ενσωματώθηκαν στην Επανάσταση, χωρίς ποτέ να χάσουν την υπεροψία απέναντι των ντόπιων», οι κάτοικοι της Υδρας και των Σπετσών ήταν αμιγώς Αλβανοί. «Η «ελληνική εθνική συνείδηση» ήταν κάτι νεόκοπο, απολύτως ξένο προς τα δεδομένα της εποχής». Οι αναγνωρισμένοι αρματολοί, μεταξύ αυτών ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ήταν «καπετάνιοι που συνεργάστηκαν με την κεντρική εξουσία του πασαλικιού και δη με τον Αλή Πασά». Ο δε Αλή Πασάς δεν ήταν Τούρκος αλλά Αλβανός σε μόνιμη ρήξη με το Παλάτι. Η προέλαση της αφήγησης θα δείξει ότι «οι ιστορικοί συσκότισαν το ζήτημα και δεν τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι κυρίως χάρη στον Αλή η Επανάσταση ρίζωσε κι ακόμα περισσότερο ότι ο σατράπης των Ιωαννίνων – ανεξάρτητα από τις λελογισμένες προθέσεις του – ήταν ο πρόδρομός της».