Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 οι Γερμανοί εκτέλεσαν πενήντα εννέα κρατούμενους στο άλσος του Χαϊδαρίου. Οι περισσότεροι ήταν στελέχη και μέλη δικτύων κατασκοπείας και δολιοφθοράς που έδρασαν στην Αθήνα κυρίως και στην Πάτρα. Η δράση τους εναντίον των κατοχικών δυνάμεων στηρίχθηκε στη στενή τους συνεργασία με την αγγλική «Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων» (SOE). Η σύντομη αλλά περιεκτική μελέτη του Κωνσταντίνου Σβωλόπουλου, βασισμένη σε πλήθος τεκμηρίων (ελληνικών, δημόσιων και ιδιωτικών, αγγλικών και γερμανικών αρχείων, δευτερογενών βοηθημάτων και προφορικών μαρτυριών), ανασύρει από τη λήθη το γεγονός αυτό, διερευνώντας λεπτομερώς τόσο τη δράση των θυμάτων όσο και τις συνθήκες της σύλληψης και εκτέλεσής τους.


Η πολυμορφία της αντίστασης παραμένει σχετικά άγνωστη, τουλάχιστον στο ευρύτερο κοινό. Ο όρος «Εθνική Αντίσταση» έχει γίνει συνώνυμος με το αντάρτικο, την οργανωμένη και μαζική ένοπλη δράση που αναπτύχθηκε κυρίως στις ορεινές περιοχές της χώρας. Παράλληλα όμως με το αντάρτικο, άλλες μορφές ένοπλης και άοπλης αντίστασης αναπτύχθηκαν στις πόλεις, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως χιλιάδες ήταν εκείνοι που διέφυγαν εκτός Ελλάδας για να συνεχίσουν τον αγώνα μέσα από τις τάξεις του ελληνικού στρατού. Από τη φύση του ολιγάριθμο αλλά υψηλής σημασίας αντικείμενο αντιστασιακής δραστηριότητας υπήρξε η κατασκοπεία (όπως και η δολιοφθορά). Ο εμφύλιος πόλεμος που κυριάρχησε στην τελευταία φάση της κατοχής και οι πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες που συνόδευσαν και εξακολουθούν να συνοδεύουν ως σήμερα την ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40 οδήγησαν στη λήθη γύρω από τη δράση των δικτύων αυτών.


Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την επικράτηση της Δεξιάς στον εμφύλιο πόλεμο, υπερτονίστηκε ο ρόλος των μυστικών αντιστασιακών οργανώσεων (ως αντίβαρο στο ΕΑΜ) αλλά με τρόπο αόριστο και συχνά μυθοπλαστικό. Το αποτέλεσμα ήταν οι οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν σχεδόν μυθική διάσταση καθώς η αφήγηση της δράσης τους γρήγορα πέρασε στον χώρο της λαϊκής φαντασίας. Οσοι μεγάλωσαν διαβάζοντας το «Παιδί Φάντασμα» και τις περιπέτειές του αντιλαμβάνονται τι εννοώ. Η πτώση της χούντας και το οριστικό τέλος της ιστοριογραφικής ηγεμονίας της Δεξιάς είχαν ακόμη αρνητικότερες συνέπειες για τη θέση των οργανώσεων εκείνων στην ευρύτερη ιστορική συνείδηση. Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες οργανώσεις, παρ’ ότι αποτελούμενες από ανθρώπους «με αποκλίνουσες συχνά νοοτροπίες και αναζητήσεις», δεν εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και συνεργάστηκαν στενά με τους Αγγλους οδήγησε στην περιθωριοποίηση, αν όχι και στον εξοβελισμό τους, από την κυρίαρχη πλέον ιστοριογραφία της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ήταν η επικράτηση ενός πέπλου άγνοιας γύρω από το φαινόμενο αυτό.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξιχνίαση δύο «γρίφων» που σχετίζονται με την εκτέλεση. Πρώτον, πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα (η έννοια των αντιποίνων είχε πλέον χάσει κάθε αντίκρισμα) και τη στιγμή ακριβώς που αποχωρούσαν οι Γερμανοί από την Αθήνα, χωρίς να έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση και κατά παράβαση των γενικών εντολών της Ανώτατης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης. Αντίθετα είχε δοθεί διαταγή απόλυσης από τις φυλακές των κρατουμένων ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει οι ομαδικές αποφυλακίσεις και οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν πιστέψει πως θα απελευθερωθούν. Δεύτερον, δεν επιχειρήθηκε η απελευθέρωση των κρατουμένων μέσω της δωροδοκίας των Γερμανών, μια πρακτική που ήταν αρκετά διαδεδομένη.


Ως προς τον πρώτο γρίφο, τόσο οι μεταπολεμικές ελληνικές εκθέσεις όσο και η έρευνα του Σβωλόπουλου αποδεικνύουν καθαρά την ευθύνη του αρχηγού της Γερμανικής Ειδικής Αστυνομίας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SiPo-SD) Βάλτερ Μπλούμε, ο οποίος αποφάσισε την εκτέλεση παρά τις αντίθετες διαταγές των γερμανικών στρατιωτικών αρχών. Το βασικό του κίνητρο φαίνεται πως ήταν η εκδίκηση, επικεντρωμένη στους κρατούμενους εκείνους που σωστά θεωρούσε κατασκόπους. Οσο για τον δεύτερο γρίφο, φαίνεται πως εσωτερικές πολιτικές διενέξεις οδήγησαν σε κατηγορίες εναντίον στελεχών των δικτύων κατασκοπείας για διαχειριστικές ατασθαλίες που με τη σειρά τους προκάλεσαν την άκαιρη πρόκληση κρίσης στους κόλπους του ελληνικού κλιμακίου της SOE και τη διακοπή της χρηματοδότησής του στην κρίσιμη εκείνη στιγμή. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχαν χρήματα για τυχόν επιχείρηση δωροδοκίας. Η εκτέλεση της 8ης Σεπτεμβρίου 1944 αποκτά λοιπόν μια ιδιαίτερη τραγικότητα καθώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.


Το Χαϊδάρι, 8 Σεπτεμβρίου 1944 είναι μια υποδειγματική μικροϊστορία που βασίζεται σε εξαντλητική διερεύνηση πρωτογενών πηγών. Πρέπει να τονιστεί πως από μόνη της η ανάδειξη γεγονότων που παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα και ανερμήνευτα έχει μεγάλη σημασία καθώς η ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40 μαστίζεται από πραγματολογική φτώχεια, αν όχι αυθαιρεσία. Η σημασία του μικρού αυτού βιβλίου είναι όμως ευρύτερη, γιατί ξαναφέρνει στην επιφάνεια μια λίγο – πολύ ξεχασμένη πτυχή της αντίστασης η οποία παρουσιάζει διπλό ενδιαφέρον. Πρώτον, η συμμετοχή στα δίκτυα κατασκοπείας και δολιοφθοράς ήταν πράγματι μια δραστηριότητα με πολύ μεγαλύτερο ατομικό ρίσκο από ό,τι άλλες μορφές αντίστασης. Οπως σωστά υπογραμμίζει ο συγγραφέας, «υπό ανάλογες συνθήκες έντασης και κινδύνων δεν έδρασε άλλη μερίδα του αγωνιζόμενου έθνους». Εδώ θα άξιζε ίσως μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των κινήτρων και συνθηκών που ώθησαν κάποιους ανθρώπους να συμμετάσχουν στη δραστηριότητα αυτή και όχι σε άλλες μορφές αντίστασης. Δεύτερον, το βιβλίο ασχολείται με μια πλευρά του αντιστασιακού φαινομένου που διαφοροποιείται καίρια από την κυρίαρχη τάση της εποχής του: τη σύνδεση (αν όχι σε προσωπικό, τουλάχιστον σε οργανωτικό επίπεδο) της αντιστασιακής δραστηριότητας με ανοιχτά πολιτικούς στόχους.


Η πτυχή αυτή, που όπως τονίζει ο συγγραφέας «δεν πηγάζει από μια ηθελημένη επιλογή στοιχείων, αλλά από το γεγονός, καθεαυτό, ότι τα πρόσωπα του δράματος που εκτυλίχθηκε δεν έδειξαν σε οποιαδήποτε περίπτωση να έχουν στραμμένο το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση», αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο φως της διαπίστωσης ότι η απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς δεν εξαντλούσε τους στόχους της ένοπλης δράσης στη διάρκεια της κατοχής. Από την άποψη αυτή θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διερεύνηση αυτής της εντυπωσιακής για την εποχή έλλειψης πολιτικών στόχων, ο τρόπος αντιμετώπισης ενδεχόμενης απόπειρας ανατροπής της γραμμής αυτής όπως και των σχετικών διενέξεων, καθώς και ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα αυτό τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των απλών μελών.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.