Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης


Πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι αν θέλει κανείς να κατανοήσει σε βάθος το γιουγκοσλαβικό δράμα θα πρέπει να διαβάσει τον έναν από τους δύο κορυφαίους πεζογράφους της χώρας: τον Ιβο Αντριτς. Ωστόσο ο δεύτερος, μεταγενέστερος του Αντριτς, που χαρακτηρίστηκε ο τελευταίος γιουγκοσλάβος συγγραφέας, προχωρεί πέρα από τα όρια της Γιουγκοσλαβίας και διεισδύει στην πολιτική και πολιτισμική ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης. Πεθαίνοντας το 1989 στα 54 χρόνια του ο Ντανίλο Κις είχε προλάβει να μας δώσει τρία τουλάχιστον βιβλία αιχμής: τα μυθιστορήματα Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς και Κλεψύδρα και τη συλλογή διηγημάτων Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών.


Η Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών δεν είναι βιβλίο πολιτικής φαντασίας αλλά μια σειρά από παραβολές πάνω στο θέμα της εξουσίας, της δύναμης, των θρύλων και των φαντασιώσεων που επενεργούν στην Ιστορία και την καθιστούν αλληγορία του θανάτου. Στα εννέα διηγήματα του τόμου ο ιστορικός χρόνος (τα πραγματικά γεγονότα) και ο μυθικός (που λειτουργεί ως εκτοπλασματική μορφή του ιστορικού) συμπυκνώνονται σε ένα αρχείο ακαριαίων αφηγήσεων. Αυτή η μορφή συμπύκνωσης, συγγενής με εκείνη του Μπόρχες, οδηγεί σε τρία συμπεράσματα, από το πρώτο κιόλας διήγημα, την ιστορία του Σίμωνα του Μάγου που πρωτοεμπορεύθηκε τη Θεία Χάρη (μια ανατριχιαστική πολιτική αλληγορία, βεβαίως): ότι οι νικητές γράφουν την Ιστορία, ότι ο λαός για να την αντέξει ή να την εξορκίσει δημιουργεί θρύλους και παραβολές, ότι οι συγγραφείς προκειμένου να ενοποιήσουν και να συνθέσουν τον πραγματικό κόσμο και τις σκιές του (τις φαντασιώσεις που τον συνοδεύουν) είναι καταδικασμένοι να κινούνται στα όρια παρελθόντος και παρόντος.


Τούτη η ακροβασία της γραφής ορίζει και τη δύναμη της επινοητικότητάς τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στο βιβλίο μάς το δίνει το λακωνικό αριστούργημα «Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος».


Αλλά οι θρύλοι και οι προφορικές παραδόσεις, για τον Κις, αποτελούν τις στοιχειωμένες περιλήψεις του παρελθόντος, που του επιτρέπουν να μιλάει για το παρόν μέσω της απόστασης και του παραξενίσματος. Αν η ιστορία είναι ένα αρχείο, τα κατάλοιπά της ανήκουν στην αυτοκρατορία του θανάτου. Τα κατάλοιπα τούτα, όπως προκύπτει από το διήγημα που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, είναι μνημειακά, γιατί μνημειακός παρουσιάζεται και ο ίδιος ο θάνατος. Η γραφή τότε λειτουργεί αναπόφευκτα ως όχημα του χρόνου και μέσα από τις αλληγορικές ή φανταστικές εκδοχές του παρελθόντος αναδεικνύεται ένα παρόν που το δηλητηριάζει η ιδεολογία – μια μετωνυμία της δεισιδαιμονίας. Η Ιστορία είναι το φάντασμα της ουτοπίας, η συντομογραφία του καιρού. Τελικό αποτέλεσμα ο θάνατος. Ο θάνατος μας εισάγει στον χωρίς διαστάσεις χρόνο, αφού πρώτα μας έχει αποβάλει από την Ιστορία.


Η ειρωνεία είναι η μόνη απάντηση στον θάνατο – και εδώ προκύπτει από τον σχολιασμό, υπό μορφή αφορισμού, της συντομογραφικής αποτύπωσης, από την οξύτητα των στιγμών και από τα όσα παραλείπονται. Στο ομότιτλο του βιβλίου διήγημα ο Κις δίνει τον υπότιτλο «Μια ολόκληρη ζωή». Αλλά με ποιους; Με τους άλλους φυσικά, τις μορφές του εαυτού μας που προσωποποιούν τα όνειρα και τους εφιάλτες των νεκρών. Ο αναγνώστης του Κις θα βρει στο υπόστρωμα πλήθος αναφορές στους πολιτισμικούς και κοινωνικούς εφιάλτες των Σλάβων και των Κεντροευρωπαίων: τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό, τα «αιματηρά» ιδεολογήματα του προορισμού και της μοίρας. Ο θάνατος είναι επιπλέον μια παραίσθηση, η οποία αναδύεται από την τεφροδόχο της Ιστορίας και σχηματίζει τη στρατιά των σκιών που παρελαύνουν στο έργο του, σαν και αυτές που αναδύθηκαν στην πρώην Ανατολική Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία.


Ντανίλο Κις, «Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών»