Για τον Διαφωτισμό, η επιστημονικά θεμελιωμένη γνώση, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και αναφορές σε αυθεντίες, είναι απαραίτητη στους ανθρώπους για να κατανοήσουν ορθά τον κόσμο και τον εαυτό τους, αλλά και για την κοινωνική πρόοδο. Επομένως η αγωγή επιτελεί έναν κρίσιμο ρόλο: μεταδίδει στις νέες γενιές έγκυρες γνώσεις και ηθικές αξίες και κυρίως δια-μορφώνει ελεύθερα και κριτικώς σκεπτόμενα άτομα. Ο Αιμίλιος του Ζαν-Ζακ Ρουσό, που κυκλοφόρησε το 1762, θεωρείται υποδειγματική διαφωτιστική πραγματεία περί αγωγής. Ωστόσο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, νομίζω, έγκειται στο ότι αποτελεί ταυτοχρόνως και μια κριτική στην ίδια τη διαφωτιστική παιδαγωγική, κριτική που επισημαίνει τις αντιφάσεις και τα σκοτεινά σημεία του Διαφωτισμού, ακριβώς την εποχή που βρίσκεται στο απόγειό του. Αφετηρία του συγγραφέα είναι η (προβληματική) ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και διαφθείρεται από την κοινωνία. Το πρόβλημα που θέτει είναι λοιπόν πώς στο πλαίσιο μιας διεθφαρμένης κοινωνίας μπορεί να ανατραφεί ένα παιδί έτσι ώστε να εξελιχθεί σε άτομο αξιοπρεπές, ελεύθερο και ευτυχισμένο που επιπλέον εκπληρώνει οικειοθελώς τα καθήκοντα του ανθρώπου και του πολίτη. Δίνει στον ίδιο τον ρόλο του παιδαγωγού ενός υποθετικού μαθητή, του Αιμιλίου, την αγωγή του οποίου αναλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα από τη νηπιακή ηλικία ως τα 25 του χρόνια. Η πορεία αυτής της αγωγής περιγράφεται με τη μορφή οιονεί μυθιστορίας. Η αγωγή, κατά τον Ρουσό, ο οποίος υπήρξε αποτυχημένος πατέρας και παιδαγωγός, οφείλει να σέβεται την επιθυμία του παιδιού και τα στάδια ανάπτυξης της παιδικής ηλικίας και να μην επιχειρεί να μεταδώσει πρώιμα και καταναγκαστικά προκαθορισμένες γνώσεις. Ως την εφηβεία, οπότε ο μαθητής αρχίζει να κατανοεί ζητήματα ηθικής και να χρησιμοποιεί επαρκώς τη λογική και την κρίση του, η αγωγή θα πρέπει να είναι «αρνητική». Δηλαδή το κύριο μέλημά της είναι να μην εκτεθεί ο μαθητής σε έννοιες και ιδέες που επειδή δεν είναι ικανός να επεξεργαστεί τις μαθαίνει διαστρεβλωμένες, με ολέθριες συνέπειες. Αναλόγως, δεν πρέπει να αντιμετωπίσει ευθέως ανθρώπινες θελήσεις, γιατί τότε εκτίθεται στις εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Αντιθέτως, πρέπει να εκπαιδευθεί στη φύση και στα «πράγματα» καλλιεργώντας τις αισθήσεις του και αποτρέποντας τα εύπλαστα πάθη του να διαστραφούν. Στο σημείο που ο Αιμίλιος είναι ικανός να στοχασθεί τις έννοιες του καλού και του κακού, ο Ρουσό περνάει στο περίφημο χωρίο της ομολογίας πίστεως του βικάριου από τη Σαβοΐα, όπου επικρίνει την Καθολική Εκκλησία για δογματισμό και έλλειψη ανεκτικότητας, ενώ αμφισβητεί τα θαύματα, την Αποκάλυψη και τη Γραφή. Κυρίως όμως θεμελιώνει τη συνείδηση ως ενδιάθετη αρχή δικαιοσύνης, που εδρεύει στα «βάθη της καρδιάς» κάθε ατόμου. Ο άνθρωπος για κάθε ηθικό δίλημμα δεν χρειάζεται πλέον να προσφεύγει σε μια εξωτερική (θρησκευτική) αυθεντία αλλά εντός του, ανακαλύπτοντας την εσωτερικότητά του και ακούγοντας τη «φωνή της συνείδησης». Ηταν αυτό κυρίως το τμήμα που, παρά την κριτική στον φιλοσοφικό σκεπτικισμό και στην αθεΐα που ασκεί εκ παραλλήλου, σκανδάλισε τα ιερατεία, οδήγησε το βιβλίο στην πυρά και τον συγγραφέα στην εξορία.


Στο τελευταίο τμήμα του Αιμιλίου ο μαθητής υπό την καθοδήγηση του παιδαγωγού παντρεύεται τη Σοφία, η οποία επίσης είχε τύχει κατάλληλης για το φύλο της αγωγής. Εδώ είναι κυρίως που πιθανόν ο σημερινός αναγνώστης θα θεωρήσει τη γραφή του Ρουσό γλυκερά ηθικολογική και τις συνέπειες της αγωγής υπερβολικά αυτοκαταπιεστικές για την επιθυμία του ανθρώπου, μαρτυρώντας και τις καλβινιστικές επιρροές του συγγραφέα. Παρ’ όλα αυτά ο Αιμίλιος είναι ένα μείζον έργο της νεότερης εποχής που ενσωματώνει στοιχεία κοινωνικής ανάλυσης, κριτικής του πολιτισμού και της καλαισθησίας, επιστημολογίας, ηθικής θεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας. Εν τέλει αποτελεί μια πραγματεία πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Είναι υπερβολικό να χαρακτηριστεί η μετάφραση συνολικά κακή. Ωστόσο παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Υπάρχουν αρκετά εμφανή γλωσσικά ολισθήματα, αντιστροφή του νοήματος σε τρεις-τέσσερις φράσεις, πλήθος ανακριβειών, ενώ διαβάζουμε στη σελίδα 133 του πρώτου τόμου ότι ο Ρουσό είχε συναντηθεί με τον Νεύτωνα, καθαρή επινόηση των μεταφραστών! Το μείζον πάντως είναι ότι υπάρχουν σημαντικά σφάλματα σε χωρία κρίσιμα από φιλοσοφική άποψη και ιδιαίτερα στην ορολογία, δηλαδή σε λέξεις-κλειδιά με τις οποίες συγκροτούνται οι θεωρητικές θέσεις του στοχαστή. Εδώ ελέγχεται ακόμη και η συνέπεια των επιλογών των υπευθύνων της ελληνικής έκδοσης, οι οποίοι εναλλάσσονται αμοιβαία στους ρόλους μεταφραστή και επιμελητή από τον πρώτο στον δεύτερο τόμο. Ετσι, ενώ η θεμελιώδης για τη ρουσοϊκή σκέψη διάκριση ανάμεσα σε αγάπη του εαυτού (amour de soi) και φιλαυτία (amour propre) αποδίδεται ορθά στον πρώτο τόμο, στον δεύτερο στα πλέον κρίσιμα αποσπάσματα (σσ. 11-15) η αγάπη του εαυτού αποδίδεται ως φιλαυτία και η φιλαυτία αποδίδεται ως εγωισμός, στη συνέχεια αποκαθίσταται η ορθή απόδοση, ενώ αναφέρεται και η παραλλαγή «αγάπη του εγώ» (σελ. 162) δημιουργώντας πλήρη σύγχυση. Η απόδοση, σε μία περίπτωση, των «γενικών» θελήσεων ως «ομόθυμων» συνιστά απόλυτη παρανόηση, το ίδιο και ότι ο «οίκτος», που κάπου μεταφράζεται λανθασμένα και ως θλίψη, είναι «ατελές» συναίσθημα, ενώ είναι «σχεσιακό».