Δεν είναι ακριβώς λεύκωμα, δεν είναι ακριβώς βιογραφία. Το βιβλίο του Πολύβιου Μαρσάν «Ελένη Παπαδάκη – Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος» είναι ένα ρεαλιστικό παραμύθι που καταλήγει σε (πολιτικό) θρίλερ. Η τραγική ιστορία μιας ξεχωριστής γυναίκας αλλά και της εποχής που τη γέννησε και τη σκότωσε. Μια ιστορία που θα έπρεπε να τη γνωρίζουμε όλοι. Για μια ηθοποιό που «δικαιούται» να είναι σημείο αναφοράς στην «εγκυκλοπαίδεια» του ελληνικού θεάτρου, αλλά παραμένει η μεγάλη «άγνωστη» και αδικημένη.


Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 1944, θύμα του αλληλοσπαραγμού. Η σύντομη ζωή της ξετυλίγεται από τον συγγραφέα σαν μυθιστόρημα μέσα από απλή, σφιχτή αφήγηση. «Πολλά από τα γεγονότα που είχαν σχέση με την Ελένη Παπαδάκη φυσικό είναι να ξυπνούν θύμησες παλιές μιας εφιαλτικής κατοχικής ατμόσφαιρας και μιας αδελφοκτόνου εμφύλιας σύρραξης που όλοι θέλουν να ξεχαστεί όσο γίνεται» σημειώνει ο συγγραφέας. «Γι’ αυτό δεν συζητήθηκαν ποτέ διεξοδικά όσο θα έπρεπε, αλλά έγινε προσπάθεια απ’ όλες τις μεριές να σκεπαστούν, να θαφτούν, χωρίς ποτέ να έχουν αναλυθεί όσο θα έπρεπε». Ο Π. Μαρσάν τίποτε δεν θάβει, τίποτε δεν κρύβει από όσα η πολύχρονη έρευνά του έφερε στο φως. Αντιθέτως, με κίνδυνο να στενοχωρήσει ή και να θυμώσει κάποιους, παραθέτοντας στοιχεία και συγκλονιστικές μαρτυρίες καταφέρνει να αποκαταστήσει τη μνήμη της ηρωίδας του. Μιας γυναίκας που όμως, τελικά, «δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους – απολογείται κάποιος που έφταιξε σε κάτι…».


Ποιο ήταν στην πραγματικότητα το τραγικό θύμα στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο; Οπως προκύπτει από όλες, μα όλες τις μαρτυρίες που διασώζονται, και όπως φαίνεται από τα λόγια εκείνων που είχαν την τύχη να τη δουν στη σκηνή, η Ελένη Παπαδάκη ήταν, αν όχι η μεγαλύτερη, τότε μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς που γέννησε η Ελλάδα. Μια καλλιτέχνις που μέσα σε 19 μόλις χρόνια καριέρας σφράγισε όσο ελάχιστες τη θεατρική τέχνη της πατρίδας της, με συγκλονιστικές ερμηνείες σε ρόλους όπως η Μαργαρίτα Γκοτιέ στην «Κυρία με τας καμελίας» του Αλεξάνδρου Δουμά υιού, η Ελα Ρέντχαϊμ στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ιψεν, η Δυσδεμόνα στον «Οθέλλο» και η Πόρσια στον «Εμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ, η Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, η βασίλισσα Ελισάβετ στον «Ντον Κάρλος» του Σίλερ, η Ερσίλια Ντρέι στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και η «Εκάβη» του Ευριπίδη.


Βασίλισσα του ελληνικού θεάτρου αλλά και «άνθρωπος ξεχωριστός και ιδιόμορφος, πολύπλοκος και δύσκολος (…) φύση πολύπλευρα χαρισματική και υπερευαίσθητη (…) αγχώδης και συχνά απειθάρχητη (…) υπέφερε από τη δίψα που ένιωθε να κατακτήσει το φευγαλέο απόλυτο προπάντων στη δουλειά της (…) ήταν η εκλεκτή ανάμεσα στους εκλεκτούς (…) παιδί μέσα στην ψυχή της, γεμάτη ευαισθησίες και τρυφερότητα (…) δυνατή προσωπικότητα, ανεξάρτητη, αποφασιστική, ριψοκίνδυνη, γενναία (…) πνευματικός άνθρωπος (…) σιλουέτα λεπτή και σβέλτη με αρμονικές, αργές, αριστοκρατικές κινήσεις και λυγερό παράστημα (…) γνωστή για το χιούμορ της που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε να γίνεται και καυστικό (…) ζεστός άνθρωπος (…) με αλάνθαστη έμφυτη διαίσθηση (…) καλή και ευγενική με όλους, πρόθυμη να ακούσει και να βοηθήσει (…) ένας θησαυρός ανεκτίμητος για εκείνους που κέρδιζαν την εμπιστοσύνη και εκτίμησή της, τη συμπάθεια και τη φιλία της (…) σεμνή (…) αγαπούσε και αναζητούσε τη μοναξιά…». Από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα το παζλ που συνθέτει ο αναγνώστης προχωρώντας καταλήγει στο ότι το λιγότερο που μπορείς να πεις για την Ελένη Παπαδάκη είναι ότι υπήρξε μοναδική, με «Μ» κεφαλαίο. Και αν οι ξεχωριστοί, οι μοναδικοί άνθρωποι πληρώνουν το τίμημα της διαφορετικότητάς τους ακριβά, εκείνη το πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή.


Υπήρξε δηλαδή μια απόλυτα τραγική προσωπικότητα; Μάλλον όχι, αφού όπως επισημαίνει και ο Π. Μαρσάν «χωρίς να το καταλάβει αναδείχθηκε με την τελευταία στάση της και το τέλος της σε τραγική ηρωίδα, εκεί που τίποτα το τραγικό δεν είχε να παρουσιάσει η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της». Το παραμύθι της πολυτάλαντης γυναίκας που κάθε βράδυ υποκλινόταν μπροστά σε ένα αλαλάζον κοινό, που είχε στα πόδια της τον θαυμασμό ολόκληρης της πνευματικής Ελλάδας, γίνεται όσο προχωράει το βιβλίο μια ιστορία τρόμου. Η ζήλια των συναδέλφων της (πολλά έχουν ειπωθεί για τη «διαμάχη» της με την Κατίνα Παξινού) και των κυκλωμάτων που έδεναν και έλυναν στη θεατρική Αθήνα, σαν σύννεφο σκιάζει το φως που εκείνη εξέπεμπε. Οι προσπάθειες παραγκωνισμού της (οι οποίες τις περισσότερες φορές πέτυχαν), ο αμείλικτος πόλεμος που της έγινε, η αναπάντεχη σύλληψή της από το ΕΑΜ με την κατηγορία της «αντιδραστικής» και της «φιλενάδας του Ράλλη» – γεγονότα που με κάθε λεπτομέρεια για πρώτη φορά παρατίθενται – αντικατοπτρίζουν μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.


Φινάλε. Ο πολιτοφύλακας της ΟΠΛΑ με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης την καταδικάζει σε θάνατο με τσεκούρι και την παραδίδει στον σκληροτράχηλο Βλάση Μακαρώνα. «Τη διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Ετρεμε από το κρύο και τον φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Εβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και, όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Ορμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο και εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Βλάσης Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της και τελικά καθίζοντάς την χάμω τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα (…) Λίγο αργότερα, στη δίκη του, ο Μακαρώνας δήλωσε ότι ο Ορέστης τον κατηγόρησε πως έκανε σαμποτάζ που δεν τη σκότωσε με το τσεκούρι αλλά με το περίστροφο». Τελικά η «Ελένη Παπαδάκη» του Π. Μαρσάν, ακόμη και αν ξεκίνησε ως φόρος τιμής σε μια αδικημένη ηθοποιό, μια παρεξηγημένη προσωπικότητα, γίνεται το ρέκβιεμ μιας ολόκληρης εποχής. Ξυπνάει τις ακρότητες ενός εφιάλτη όπως ο Εμφύλιος, τον οποίο έχουμε απωθήσει επιλεκτικά από τη μνήμη μας.