Η νατοϊκή επέμβαση στο Κόσοβο αποτέλεσε τομή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων και προκάλεσε ρήξεις στους κόλπους των διανοουμένων. Σε αντίθεση με τη διεθνή εκστρατεία του 1991 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την υποστήριξη του Κουβέιτ εναντίον του Ιράκ, η επέμβαση του 1999 ήταν απόρροια απόφασης του ΝΑΤΟ να προσβάλει την κυριαρχία ενός κράτους (της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας) προκειμένου να υπερασπίσει τα δικαιώματα μιας μειονότητας (των Αλβανών του Κοσόβου). Η νέα μεθόδευση προκάλεσε διαφωνίες μεταξύ όσων θεώρησαν την επέμβαση απαράδεκτη, δείγμα της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, και όσων τη θεώρησαν αναγκαία. Οι δεύτεροι υποστήριξαν τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον ενός αυταρχικού καθεστώτος ως το κόστος που έπρεπε να καταβληθεί προκειμένου να μην είναι πλέον ανεκτή η καταπάτηση των στοιχειωδών οικουμενικών αξιών οπουδήποτε στην υφήλιο.


Η νέα αυτή αντίληψη εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Κόσοβο, εναντίον του εθνικιστικού καθεστώτος του Μιλόσεβιτς. Γνωρίζουμε από τη συγκριτική ανάλυση πολιτικών συστημάτων ότι η Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς ήταν μια ψευδεπίγραφη «δημοκρατία». Από τη δημοκρατία ως πολιτικό ιδεώδες είχε περισώσει μόνο τις εκλογές (αλλεπάλληλες και μερικώς ελεγχόμενες σε τοπικό, εθνικό και ομοσπονδιακό επίπεδο). Η επέμβαση στο Κόσοβο συμπύκνωσε μοναδικά πάρα πολλές αντιφάσεις σχετικές με την πραγμάτωση της διεθνούς νομιμότητας, της διεθνιστικής αλληλεγγύης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Ολα αυτά έγιναν ένα κουβάρι εννοιών που, με αφορμή το Κόσοβο, απώλεσαν τις συνήθεις ερμηνείες τους. Στη δίνη της επανερμηνείας των εννοιών, στοχαστές που ανήκαν στην ίδια πολιτική παράταξη βρέθηκαν αντιμέτωποι. Διανοούμενοι διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων βρέθηκαν στην ίδια πλευρά και υποστήριξαν την επέμβαση (π.χ., Β. Χάβελ, Ελ. Βίζελ, Σ. Ζόνταγκ, Ούλ. Μπεκ, Γ. Χάμπερμας). Αλλοι αντιτάχθηκαν σε αυτήν ορμώμενοι από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες (π.χ., Χ. Κίσινγκερ, Π. Χάντκε, Π. Μπουρντιέ, Π. Βιντάλ-Νακέ). Στους τελευταίους περιλαμβάνονται στις ΗΠΑ ο Ν. Τσόμσκι και στην Ελλάδα ο Στ. Πεσμαζόγλου.



Στο έντεχνα μεταφρασμένο και αισθητικά καλαίσθητο βιβλίο του Τσόμσκι αναλύεται ένα νέο δόγμα της διεθνούς πολιτικής, ο «νέος στρατιωτικός ανθρωπισμός». Το νέο δόγμα συνοψίζεται στην «εκ μέρους κρατών ή συμμαχιών διεκδίκηση του δικαιώματος επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους, πράγμα που διευρύνει το πεδίο της νόμιμης χρήσης βίας» (σ. 22). Το δόγμα κατέστη δυνατό χάρη στην κατάρρευση του διπολικού συστήματος και χρησίμευσε, όπως λέει ο συγγραφέας, στην προσαρμογή της ιδεολογίας στην πολιτική, με σκοπό τη δικαιολόγηση της δεύτερης. Η δικαιολόγηση αποδείχθηκε δύσκολη, γιατί η εμπέδωση της κυριαρχίας της μοναδικής πλέον υπερδύναμης απαιτούσε και συνεχίζει να απαιτεί σχεδόν ταυτοχρόνως την υποστήριξη ή την ανοχή καθεστώτων που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (Ισραήλ, Τουρκία) και τον πόλεμο εναντίον άλλων καθεστώτων που, κατά τον συγγραφέα, πράττουν το ίδιο σε συγκριτικά μικρότερο βαθμό (Γιουγκοσλαβία). Ο τίτλος του διεξοδικού βιβλίου του Τσόμσκι θα μπορούσε να είναι τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Για να συγκροτήσει το επιχείρημα ότι η επέμβαση αποσκοπούσε στην εμπέδωση της αμερικανικής κυριαρχίας, συγκεντρώνει πλήθος άρθρων από τον διεθνή Τύπο, δηλώσεων αμερικανών και νατοϊκών αξιωματούχων και επίσημων εκθέσεων. Επί μέρους στόχος του, τον οποίο επιτυγχάνει άριστα, είναι να δείξει την έκταση της «σκόπιμης άγνοιας», δηλαδή των «ενοχλητικών γεγονότων που μένουν στο σκοτάδι». Επίσης διακρίνει ποια θύματα αυταρχικών καθεστώτων κρίθηκαν ανάξια της ενεργού αμερικανικής συμπαράστασης (οι Κούρδοι), ποια κρίθηκαν άξιά της (οι Αλβανοί του Κοσόβου) και, τέλος, ποια οφείλονται στις κατά καιρούς στρατιωτικές επεμβάσεις των ίδιων των Αμερικανών (οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, οι Βορειοβιετναμέζοι, οι Σομαλοί). Η πρακτική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών στοιχειοθετείται επαρκέστατα, αν και κάποτε με επαναλήψεις που κουράζουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους ισχυρισμούς του συγγραφέα (π.χ., με τον ατεκμηρίωτο ισχυρισμό ότι οι ΗΠΑ είχαν δώσει το πράσινο φως για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, σ. 52). Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν λαμβάνει υπόψη του ότι η αδυναμία των Δυτικών να αποτρέψουν τη συγκεκριμένη αυτή σφαγή τούς παρακίνησε να είναι λιγότερο αδρανείς λίγα χρόνια μετά, στην περίπτωση του Κοσόβου. Εν τούτοις, το γενικό συμπέρασμά του ισχύει: «Σε περιπτώσεις ανάλογων ή και πολύ χειρότερων θηριωδιών την ίδια εποχή οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είτε δεν αντέδρασαν καθόλου είτε ­ και εδώ είναι το αξιοσημείωτο ­ διατήρησαν ή και ενίσχυσαν την υποστήριξή τους στους υπεύθυνους των θηριωδιών» (στο Ανατολικό Τιμόρ ή στην Κολομβία, σ. 244).


Στο επίπεδο της κριτικής της ιδεολογίας κινείται και το βιβλίο του Πεσμαζόγλου, το οποίο αφορά την παράλληλη ανάπτυξη του «πολεμοχαρούς εθνικισμού» σε τοπικό επίπεδο (στα Βαλκάνια μετά το 1989) και του «στρατιωτικού εθνικισμού» σε πλανητικό επίπεδο. «Ο εξτρεμισμός ενός νέου μάγματος σοσιαλ-λαϊκισμού και εθνικισμού στα Βαλκάνια… και ο αναδυόμενος πλανητικά εξτρεμισμός του φιλελεύθερου κέντρου… συνθέτουν τη «διττή ύβρι»» (σ. 13). Σκοπός του βιβλίου είναι η ανάλυση των ρητών διατυπώσεων αλλά και των σιωπών που συνδέονται με συγκεκριμένα συμφέροντα, δηλαδή με εκείνα της σερβικής εθνικιστικής ολιγαρχίας, από τη μία, και του ΝΑΤΟ και μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, από την άλλη. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η επέμβαση στο Κόσοβο έγινε προτού εξαντληθούν όλα τα διαθέσιμα μη στρατιωτικά μέσα και ότι είχε πολωτικά αποτελέσματα. Η άποψη αυτή συγγενεύει με την άποψη του Τσόμσκι ότι η στρατιωτική λύση κλιμάκωσε την κρίση στο Κόσοβο.


Ωστόσο οι στόχοι της πληθωρικής κριτικής του Πεσμαζόγλου είναι διαφορετικοί, καθώς αυτός βάλλει διαδοχικά κατά πολλών σχετικισμών. Βάλλει δηλαδή κατά των βαλκανικών εθνικισμών ­ όχι μόνο του σερβικού αλλά και του κροατικού, του αλβανικού, καθώς και του ελληνικού. Σε ένα από τα μέρη του βιβλίου αναλύει τον ηθικό σχετικισμό των δυτικών συμφερόντων και κατόπιν, έναν προς έναν, τους παράγοντες που οδήγησαν στην επέμβαση. Σε άλλο μέρος επικρίνει τις διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ, π.χ., Διεθνές Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνής Αμνηστία) επειδή τήρησαν αντισερβική ή ουδέτερη στάση στη διαμάχη της Σερβίας με το ΝΑΤΟ, ενώ, κατά τον συγγραφέα, το κύριο πρόβλημα ήταν η νατοϊκή επέμβαση. Στο σημείο αυτό, το εμπεριστατωμένο βιβλίο του Πεσμαζόγλου γίνεται λιγότερο ρεαλιστικό, καθώς ο αναγνώστης σύρεται, με την παράθεση στοιχείων είναι αλήθεια, να ασπασθεί τη γνώμη του συγγραφέα ότι ορισμένες ΜΚΟ, τηρώντας τέτοια στάση, εξ αντικειμένου υιοθέτησαν φιλονατοϊκές θέσεις. Η ταύτιση των διεθνών ΜΚΟ με τον ισχυρότερο στρατιωτικό συνασπισμό του κόσμου δεν προσφέρει τίποτε στο ­ κατά τα άλλα πειστικό ­ επιχείρημα του συγγραφέα. Ο Πεσμαζόγλου είναι εξίσου αυστηρός με τις ΜΚΟ και με εκείνους τους διανοουμένους που δέχθηκαν τους βομβαρδισμούς ως τη «μόνη ύστατη λύση για την αντιμετώπιση του εθνοκαθαρτικού και εγκληματικού καθεστώτος Μιλόσεβιτς» (σ. 318). Πιστεύει ότι τέτοιοι διανοούμενοι «λειτούργησαν «εξ αντικειμένου» ως απολογητές της εξουσίας» (σ. 323). Σε αυτό μάλλον υπερβάλλει. Μάλιστα οι τελευταίοι θα μπορούσαν να αντιτάξουν ότι περίπου ενάμιση χρόνο μετά τη λήξη της επέμβασης στο Κόσοβο ο Μιλόσεβιτς ανατράπηκε και ότι πιθανότατα δεν θα είχε ανατραπεί αν δεν είχε υποστεί στρατιωτική ήττα στην περιοχή που πολλοί Σέρβοι θεωρούν το λίκνο του έθνους τους.


Δικαιολογείται λοιπόν μια τέτοια στρατιωτική επέμβαση; Και οι δύο συγγραφείς συγκλίνουν στο ότι δεν δικαιολογείται. Η ανατροπή του καθεστώτος Μιλόσεβιτς κόστισε πάρα πολύ στους Αλβανούς του Κοσόβου, που υπέστησαν από τους Σέρβους τα χειρότερα μετά από την έναρξη των νατοϊκών επιχειρήσεων. Κόστισε στους σέρβους αμάχους που έτυχε να περνούν από «λάθος σημείο» κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, στο φυσικό περιβάλλον της Γιουγκοσλαβίας, στην οικονομία της ευρύτερης περιοχής και στο διεθνές δίκαιο, η εφαρμογή του οποίου στην περίπτωση του Κοσόβου έγινε επιλεκτικά από αναρμόδιους φορείς, εκτός διαδικασιών του ΟΗΕ, πράγμα που ήδη δημιούργησε κακό προηγούμενο.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.