Προτού ακόμη βγει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το Dream Catcher (Ο φύλακας των ονείρων) της Μάργκαρετ Σάλιντζερ, ο εκδοτικός οίκος Washington Square Press ­ παρακλάδι της Simon & Schuster Inc. ­ ήξερε ότι έχει στα χέρια ένα από τα μπεστ σέλερ του χειμώνα. Αποσπάσματα του βιβλίου διοχετεύτηκαν έξυπνα στον Τύπο με αποκαλυπτικές δηλώσεις της συγγραφέως ότι «όντως όσα περιέχονται στο βιβλίο είναι απολύτως προσωπικά και οικογενειακά». Ετσι επιτέλους το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσε να μάθει από πρώτο χέρι ­ από την κόρη του ­ τα μυστικά ενός μύθου: του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, του συγγραφέα του Φύλακα στη σίκαλη.


Το βιβλίο της Μάργκαρετ Σάλιντζερ πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, μια βιογραφία-ποταμός που εκτείνεται σε 436 πυκνογραμμένες σελίδες, γεμάτη από πικάντικες λεπτομέρειες για τη ζωή του γεννήτορά της. Δεν διαφέρει σε τίποτε από τις βιογραφίες που κατά καιρό δημοσιεύουν τέκνα διασήμων ηθοποιών αμαυρώνοντας την εικόνα του πατέρα ή της μητέρας τους. Είναι ένα βιβλίο-θέαμα, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος του, προορισμένο να καταναλωθεί με την αδιάκριτη βουλιμία των θαμώνων των φαστ φουντ. Προορίζεται για το ίδιο κοινό που καταναλώνει τις σκαμπρόζικες ιστορίες των σκανδαλοθηρικών περιοδικών και έχει ψυχολογική ανάγκη από τη δημιουργία μύθων για να τους καταστρέψει στη συνέχεια, ευκαιρίας δοθείσης.


Με αυτά τα υλικά του λαϊκού θεάματος είναι φτιαγμένος όμως και ο μύθος του συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Ο ίδιος, μια Γκάρμπο της λογοτεχνίας, έχει να εκδώσει ιστορία από την άνοιξη του 1965 (Hapworth 16, 1924, περιοδικό «The New Yorker»). Στην ίδια δεκαετία χρονολογείται και η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ή κάποια συνέντευξή του στον Τύπο. Ο μύθος του 81χρονου σήμερα Σάλιντζερ παραμένει ανέπαφος και η λογοτεχνική του φήμη επίσης, παρ’ όλο που στηρίχτηκε σε ένα και μόνο μυθιστόρημα, το περιβόητο Φύλακας στη σίκαλη, το οποίο εκδόθηκε το 1951, καθώς και σε μερικές σύντομες ιστορίες.


Αυτό που κατάφερε η Μάργκαρετ Σάλιντζερ είναι να «δει» με το αδιάκριτο μάτι ενός παπαράτσι, κάποιου που κυνηγάει να μας αποκαλύψει το πρόσωπο του Τόμας Πίντσον! Ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ αισθανόταν άσχημα για την εβραϊκή καταγωγή του και την απέκρυπτε. Κάθε φορά που αποτύγχανε να εκδώσει μια ιστορία άλλαζε και αίρεση. Υπήρξε οπαδός του ζεν βουδισμού και του βεντάντα ινδουισμού, της κρίγια γιόγκα, του γκουρού Γιογκανάντα, της χριστιανικής επιστήμης, της επιστημολογίας του Λ. Ρον Χάμπαρντ, του Εντγκαρ Κέις, της μακροβιοτικής του Τζορτζ Οσάουα, ανατολικών θεραπευτικών πρακτικών, της ομοιοπαθητικής ή του βελονισμού, και διάφορων άλλων που υπαγόρευαν ακόμη και την κατάποση των ούρων κάποιου, τη συνομιλία με γλωσσοδέτες και πολλά ακόμη ευτράπελα.



Ο Σάλιντζερ υπήρξε για τη μητέρα τής Μάργκαρετ, την όμορφη και εύθραυστη Κλερ, ένας σύζυγος σχεδόν τυραννικός. Πιστεύοντας ότι ο γάμος τους ήταν ένα λάθος την είχε κλείσει σε μια απομονωμένη αγροικία χωρίς ζεστό νερό και θέρμανση στο Κόρνις του Νιου Χάμσιρ. Οταν η εγκυμοσύνη της έγινε πλέον εμφανής, την έβρισκε απεχθή και έκαναν έρωτα σπανίως. Η Κλερ περνούσε τις ημέρες της χωρίς να μιλάει σε κανέναν, φροντίζοντας μόνο το σπίτι και τα γεύματα του συζύγου, έχοντας κόψει κατόπιν παροτρύνσεως του Τζέρι όλες τις γέφυρες με τους γνωστούς της από το κολέγιο. Ο Σάλιντζερ, ήταν ψηλός, μελαχρινός, ευθυτενής και έμενε σε ένα διαμέρισμα με μαύρα έπιπλα, ενώ το κρεβάτι του ήταν μονίμως στρωμένο με μαύρα σεντόνια.


Ηταν περισσότερο ένας συγγραφέας των κοσμικών παρά των λογοτεχνικών κύκλων, ενώ η νεαρή Μάργκαρετ μεγάλωσε με κινηματογράφο και όχι με βιβλία, όπως θα περίμενε κανείς. Στα σημειώματα που έστελνε στην κόρη του υπέγραφε με ονόματα ηρώων από ταινίες του Χίτσκοκ, ενώ η σχέση τους περιγράφεται ως εξής: «Στους περιπάτους που κάναμε παρέα, στιγμές που θυμάμαι με αγάπη, μου έδειχνε ποια μανιτάρια ήταν δηλητηριώδη, όπως το όμορφο Amanita muscaria, και ποια ήταν νόστιμα για ομελέτα. Ο Μεγάλος Στρατιώτης καλούσε τον Μικρό Στρατιώτη δίνοντάς του πρακτικές συμβουλές επιβίωσης. Λες και καθένας γύρω μας θα μπορούσε να ήταν ναζιστής ­ ο γείτονας, η μπέιμπι σίτερ, ο άνθρωπος στο ταχυδρομείο. Οπως καθένας θα μπορούσε να είναι ένας ήρωας. Δεν μπορούσες να το ξέρεις, ώσπου να συμβεί, ποιος θα ήταν ο ήρωας και ποιος ο δειλός ή ο προδότης».


Η ερωτική ζωή του πατέρα της φαίνεται να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Με την τωρινή γυναίκα του, την κατά περίπου μισό αιώνα νεότερή του Κολίν (σπεύδει να σημειώσει ότι στα ιρλανδικά σημαίνει νεαρό κορίτσι), ο πατέρας της προσπαθεί να τεκνοποιήσει για μία ακόμη φορά παρά την προχωρημένη ηλικία του. Με μία από τις πρώην ερωμένες του, την Τζόις Μέιναρντ, αντιμετώπιζε σεξουαλικά προβλήματα, ενώ το ταξίδι που είχε κάνει ο Σάλιντζερ με τα δύο ανήλικα παιδιά του στη Μεγάλη Βρετανία ήταν πρόφαση για να συναντήσει ένα ανήλικο κορίτσι με το οποίο αλληλογραφούσε. Η κόρη του το περιγράφει ως «ρομάντζο δι’ αλληλογραφίας» και δεν παραλείπει να τονίσει την απογοήτευση του πατέρα της όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα άχρωμο πλάσμα.


Η Μάργκαρετ Σάλιντζερ είναι μια κόρη θυμωμένη με τον πατέρα της. Πολλές σελίδες αργότερα η διήγησή της γίνεται ένα ατέλειωτο ψυχογράφημα μιας νεαρής αμερικανίδας εφήβου και αργότερα μιας σοβαρά άρρωστης γυναίκας, η οποία πνίγεται από τη σχέση των γονιών της και από το διαζύγιό τους. Η μητέρα της θα συνάψει σχέσεις με νεαρότερους της ηλικίας της άνδρες και κολεγιόπαιδα, ενώ ο πατέρας της με νεαρότερες κοπέλες. Είναι ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ ένα τέρας; Οχι ακριβώς. Είναι ένας συγγραφέας που σιχαίνεται την κριτική γι’ αυτό και δεν εκδίδει, ένας άνθρωπος κλεισμένος στον κόσμο του, ο οποίος απεχθάνεται τους απατεώνες.


Η Σάλιντζερ, που επί χρόνια δοκίμασε να λύσει τα προβλήματά της με την ψυχανάλυση, επιδίδεται με αυτό το βιβλίο σε δημόσια ψυχανάλυση. Συνθλιμμένη κάτω από το βάρος της διασημότητας του πατέρα της και από την απουσία του σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής της ­ όταν για παράδειγμα υπέφερε από σκλήρυνση κατά πλάκας και σύνδρομο χρονίας κοπώσεως ή όταν ο πατέρας της την προέτρεψε να κάνει έκτρωση λέγοντάς της ότι δεν έχει τα οικονομικά μέσα να θρέψει το παιδί της ­ καλεί τον αναγνώστη να πάρει θέση και να τον καταδικάσει.


Δεν πρόκειται όμως για μυθιστόρημα, για να συμπαθήσουμε ή να μισήσουμε τους ήρωες. Η Σάλιντζερ δεν θέλει να γράψει μια βιογραφία αλλά να περιγράψει μια παθολογία. Και το κάνει υιοθετώντας την ηθική της κλειδαρότρυπας. Το βιβλίο διανθίζεται με αποσπάσματα από το προσωπικό της ημερολόγιο και από ανεπίδοτα προς τον πατέρα της γράμματα.