Στο τελευταίο βιβλίο του o Αλαίν Τουραίν γράφει για τους «τρεις κινδύνους που μας απειλούν», οι οποίοι είναι «η προσήλωση σε έναν γαλλικού τύπου ρεπουμπλικανισμό, o λαϊκισμός και o οικουμενισμός» (όρος με τον οποίον εννοεί κυρίως τον παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό καπιταλισμό, σελ. 67). Αν o συγγραφέας μελετούσε τη σύγχρονη ελληνική περίπτωση, ίσως υπέθετε ότι οι αντίστοιχοι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι o πατερναλιστικός συντηρητικός κρατισμός, o λαϊκισμός της δεκαετίας ’80 και o νεοφιλελευθερισμός. Δεν μπορεί κανείς να είναι υπερβολικός στην αναζήτηση ομοιοτήτων της σημερινής Γαλλίας με την Ελλάδα. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης επηρεάζει δραστικά και τη μία και την άλλη, αλλά οι διαφορές της ιστορικής τροχιάς που έχουν ακολουθήσει οι δύο χώρες είναι γνωστές και προφανείς. Και σήμερα ακόμη, παρ’ ότι η Ελλάδα «φθάνει τη Δύση», η κλίμακα και η σύνθεση της γαλλικής οικονομίας, το επίπεδο της γαλλικής τεχνολογικής ανάπτυξης και έρευνας και η θέση της Γαλλίας στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων παραμένουν μεγέθη δυσθεώρητα για τη χώρα μας. Τα δε νέα κοινωνικά κινήματα, που για τον Τουραίν αποτελούν τα κατ’ εξοχήν συλλογικά υποκείμενα υπέρβασης του φιλελευθερισμού, παραμένουν ισχνά στην Ελλάδα.


Πώς εξηγείται, ωστόσο, η αίσθηση του οικείων διλημμάτων που έχει o έλληνας αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο του Τουραίν; Η αίσθηση αυτή οφείλεται στο ότι o συγγραφέας διαπραγματεύεται ζητήματα επίκαιρα για τη Γαλλία, την Ελλάδα και για οποιαδήποτε σύγχρονη ανοικτή καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία που αντιμετωπίζει απρόβλεπτες διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Οφείλεται επίσης και στις υπαρκτές ομοιότητες ανάμεσα στην ελληνική και τη γαλλική οργάνωση του κράτους, τις γνώριμες διαμάχες για τη δημόσια εκπαίδευση, τα προβλήματα κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και την παράλληλη μάχη οπισθοφυλακής που διεξάγουν τα πιο προνομιούχα εργατικά και υπαλληλικά στρώματα στις δύο χώρες.



Ο Τουραίν, διερχόμενος στα έξι κεφάλαια του βιβλίου του όλα τα παραπάνω θέματα, καταπολεμά τόσο τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό, τον ακαταμάχητο χαρακτήρα του οποίου αμφισβητεί, όσο και τον παραδοσιακό κρατισμό. Στο πρώτο κεφάλαιο παραδέχεται την υπεροχή της ανταγωνιστικής οκονομίας και στο δεύτερο εξετάζει εναλλακτικούς τρόπους περιορισμού των δυσμενών συνεπειών της λειτουργίας της. Στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο αναζητεί τα κατάλληλα συλλογικά υποκείμενα (έννοια γνωστή και από παλιότερα έργα του), δηλαδή τα νέα κοινωνικά κινήματα που μπορούν να συντελέσουν στην «εξάπλωση της δημοκρατίας από τον πολιτικό χώρο… στην πολιτιστική ζωή» (σελ. 130). Στο πέμπτο κεφάλαιο, o συγγραφέας έχοντας απορρίψει τον φιλελευθερισμό (λύση 1) προτείνει τη δική του διέξοδο, την «αριστερά τού δυόμισι», την οποία αντιδιαστέλλει προς την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία (λύση 2) και προς τον βρετανικό «Τρίτο Δρόμο» (λύση 3). Η διέξοδος του Τουραίν έχει τρεις προτεραιότητες: την υπεράσπιση της εργασίας μέσω της δημιουργίας θέσεων για ανέργους και της αύξησης των μισθών, την ανάπτυξη μέσω της καλής εκπαίδευσης και της τεχνολογικής ανανέωσης και τη διαπολιτισμική επικοινωνία μέσω της κατάκτησης πολιτιστικών δικαιωμάτων για όλους. «Το θέμα είναι κυρίως να επιτύχουμε αυτό που ονόμασα επανασυγκρότηση του κόσμου, δηλαδή την επανένταξη στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή κατηγοριών, συγχρόνως πολιτιστικών και κοινωνικών, που «εφευρέθηκαν» ως κατώτερες» (σελ. 148). Στο τελευταίο κεφάλαιο o Τουραίν σκιαγραφεί τον ρόλο των διανοουμένων προς την παραπάνω κατεύθυνση και επανέρχεται στην κατάσταση της Γαλλίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου, η γλώσσα της οποίας δεν έχει παρά λίγα μόνον συντακτικά και γραμματικά λάθη και ορισμένους «γαλλισμούς», κλείνει με επίμετρο του μεταφραστή. Σε αυτό υποστηρίζεται ότι η ελπίδα δεν βρίσκεται στα νέα κοινωνικά κινήματα, αλλά σε «κλασικότερες» μορφές πολιτικής δράσης της Αριστεράς μέσα στους υπαρκτούς πολιτικούς θεσμούς με σκοπό τη ρήξη με τη σημερινή μορφή που έχει λάβει o καπιταλισμός (σελ. 175-176 και 184) και ότι το βιβλίο έχει μια ιδιαίτερα «εθνική οπτική» (σελ. 177).


Ωστόσο, o Τουραίν είναι από τους λιγότερο εθνοκεντρικούς διανοούμενους της γαλλικής Αριστεράς. Εβδομήντα πέντε χρόνων σήμερα, έχει διατελέσει καθηγητής Κοινωνιολογίας και διευθυντής της Ecole des hautes etudes en science sociales στο Παρίσι ενώ έχει εκδώσει περισσότερα από 25 βιβλία από το 1955 ως σήμερα. Στο τελευταίο του βιβλίο ασχολείται με τις πολιτικές όψεις τομέων έρευνας στους οποίους η συμβολή του έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Τέτοιοι τομείς είναι οι έρευνές του για τη μετα-βιομηχανική κοινωνία, την εκπαίδευση και την παραγωγή γνώσης, την εργατική τάξη και τα νέα κοινωνικά κινήματα, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο, στις κοινωνίες της Γαλλίας, της Πολωνίας, των ΗΠΑ και της Λατινικής Αμερικής. Στο συγκεκριμένο βιβλίο o κύριος σκοπός του δεν είναι αναλυτικός, αλλά πολιτικός. Αλλωστε, o Τουραίν ποτέ δεν υπήρξε αποστασιοποιημένος ερευνητής. Σύμφωνα με το γαλλικό L’ Ενenement (28 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου 1999), o Τουραίν βρισκόταν παλιότερα κοντά στο πολιτικό ρεύμα του Μ. Ροκάρ και του Ζ. Ντελόρ, ενώ σήμερα βρίσκεται πλησιέστερα στις απόψεις του Λ. Ζοσπέν. Αυτές οι προσωπικές και πολιτικές του συμπάθειες προκύπτουν σποραδικά και στο Πώς να ξεφύγουμε από τον φιλελευθερισμό (π.χ., στις σελ. 69, 112, 132 και 163).


Το βιβλίο είναι περισσότερο δοκίμιο πολιτικής παρέμβασης παρά επιστημονική μελέτη και γι’ αυτό μπορεί να αξιολογηθεί τόσο με πολιτικά όσο και με αναλυτικά, συστηματικά κριτήρια. Από πολιτική άποψη, μπορεί κανείς να καταλογίσει στον συγγραφέα ότι αφιερώνει λίγες σκέψεις στην τάση της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η τάση αυτή σηματοδοτεί μεταβολές των σχέσεων εξουσίας εντός και εκτός των κρατών και νέες οικονομικές ανισότητες, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνον με την κατά τόπους ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων, έστω και σε συμμαχία με το κράτος, αλλά προφανώς απαιτούν τη δημιουργία αντίρροπων εθνικών και διεθνών θεσμών και τη συνεργασία κυβερνήσεων. Από αναλυτική άποψη, είναι προβληματικές ορισμένες εύκολες λύσεις που ακολουθεί o Τουραίν στο ζήτημα προσδιορισμού του λαϊκισμού και στο ερώτημα της διαμόρφωσης νέων κοινωνικών κινημάτων. Ο ορισμός του λαϊκισμού που χρησιμοποιεί είναι υπερβολικά ευρύς. Ενδεικτικά, περιλαμβάνει το κόμμα το Ζ.-Μ. Λεπέν, τον μεταπολεμικό γαλλικό ποπουλισμό, τις τρομοκρατικές οργανώσεις της δεκαετίας του ’80 στη Γερμανία και την Ιταλία και τον καταγγελτικό πολιτικό λόγο στις σύγχρονες κοινωνίες, από οπουδήποτε και αν προέρχεται.


Σια να απαντήσει στο πώς αναδύεται και επιβιώνει ένα νέο κοινωνικό κίνημα, o συγγραφέας αρκείται στην πρόσφατη γαλλική εμπειρία των νέων κοινωνικών κινημάτων (π.χ. του κινήματος των «χωρίς»: χωρίς στέγη, χωρίς εργασία, χωρίς χαρτιά). Η προσέγγιση αυτή δεν επωφελείται από τις πιο διαδομένες σύγχρονες προσεγγίσεις της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων όπως είναι, μεταξύ άλλων, η προσέγγιση των μετα-υλιστικών κοινωνικών κινημάτων, η προσέγγιση της κινητοποίησης οργανωτικών πόρων και η προσέγγιση της ορθολογικής επιλογής (βλ. σχετικά το ειδικό τεύχος, αριθμ. 8, της Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης, Νοέμβριος 1996). Εξαιτίας τέτοιων και άλλων προβλημάτων και του μικρού μεγέθους του βιβλίου, o Τουραίν μπορεί να μην απάντησε επαρκώς στο ερώτημα του τίτλου του. Μας θύμισε όμως ότι εκτός από την κυριαρχία του καπιταλισμού υπάρχουν και o κοινωνικός αποκλεισμός, η καταναγκαστική εξομοίωση και η πολιτιστική κυριαρχία της πλειοψηφίας επί των μειοψηφιών. Η «επανασυγκρότηση του κόσμου» δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την αναίρεση των κοινωνικών αδικιών που συνδέονται με τέτοιες, μη αμιγώς οικονομικές μορφές καταπίεσης.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.