Ο προφήτης, η μηχανή και το φάντασμα


Το 1984 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ένα μυθιστόρημα που επρόκειτο να επιδράσει αποφασιστικά τόσο στη μορφή και στο ποιόν της μυθιστορηματικής αφήγησης όσο και στην κοσμοαντίληψη μιας ολόκληρης γενιάς νεότερων αναγνωστών, που οι δεσμοί τους με το κλασικό μυθιστόρημα ή τις ιστορικές και αισθητικές περιπέτειες της λογοτεχνίας ήταν πολύ χαλαρότεροι από τους αντίστοιχους των γονέων τους, αφού η γενιά αυτή μεγάλωσε με τον κινηματογράφο και ­ κυρίως ­ την τηλεόραση.


Τίτλος του βιβλίου Νευρομάντης και συγγραφέας του ο 36χρονος τότε Ουίλιαμ Γκίμπσον. Φουτουριστικό στη σύλληψη και στη δομή του το μυθιστόρημα τούτο, μολονότι λειτουργούσε, όπως όλα τα έργα επιστημονικής φαντασίας, στο φαντασιακό επίπεδο και υπέβαλλε ένα μυθικό κλίμα, μιλούσε ταυτοχρόνως για έναν κόσμο υπαρκτό ή, καλύτερα, επερχόμενο. Ο Γκίμπσον εισήγαγε με τον Νευρομάντη τον όρο κυβερνοχώρος και τον περιέγραψε όχι με τη γλώσσα που αποδίδει τη φυσική πραγματικότητα, αλλά μέσω των μεταφορών που δημιουργεί ο νέος, κατά παράβαση της φύσης, δημιουργημένος κόσμος.


Ο κόσμος αυτός είναι ο χάρτης της υψηλής τεχνολογίας, γεμάτος ζούγκλες της πολεοδομίας και φυλές της μητρόπολης, με περιθωριακές κοινότητες, με νομάδες του άστεως και φαντασματικούς ηλεκτρονικούς λαβυρίνθους που προκαλούν ζάλη, όπου οι επιθυμίες των ανθρώπων καθρεφτίζονται στις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών.


Η έκδοση του Νευρομάντη συμπίπτει σχεδόν με τη μαζική παραγωγή προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών και μηχανών τηλεομοιοτυπίας (fax), με την ταχύτατη εξαφάνιση από την αγορά των γραφομηχανών και την αναγγελία από τη ριγκανική κυβέρνηση του προγράμματος SDI (Strategic Defence Initiative), γνωστότερου ως Πόλεμος των Αστρων.


Ενα χρόνο νωρίτερα ο Φρέντρικ Τζέιμσον δημοσίευσε το κλασικό, σήμερα, δοκίμιό του Μεταμοντερνισμός και καταναλωτική κοινωνία, όπου αναλύοντας τον όρο μεταμοντερνισμός (που εισήγαγε το 1959 ο Ιρβινγκ Χάου) διαπίστωνε πως όλη η ως τότε θεωρούμενη πειραματική λογοτεχνία, με τις δύο κύριες εκφάνσεις της, την πρωτοπορία και τον μοντερνισμό, για τη νεότερη γενιά ήταν η λογοτεχνία του κατεστημένου, δηλαδή αρκετά φορμαλιστική, «κανονική» και μνημειώδης ώστε να «κατεδαφιστεί». Ο Τζέιμσον παρατηρούσε, ακόμη, πως για τούτη τη νέα γενιά η διάκριση υψηλής τέχνης και μαζικής ή λαϊκής κουλτούρας ήταν ξεπερασμένη και η καινούργια τάση ήταν το παστίς, δηλαδή η παρωδία, η μίμηση, και το «ιδιότροπο» ύφος, χωρίς όμως τη δηκτικότητα της σάτιρας που υποδεικνύει εμμέσως ένα σύστημα αξιών.


Η αυθεντικότητα και η ιδιοτυπία ενός έργου έχαναν τη σημασία τους και το θέμα ή το αντικείμενο μπορούσε να είναι οτιδήποτε, όπως άλλωστε και ο συγγραφέας είχε κάθε δικαίωμα να είναι όσο κακομαθημένος, σνομπ, αδιάφορος ή κουτοπόνηρος ήθελε, αφού η τάση οδηγούσε ακριβώς στο να ξεφύγουμε από την «καθαρότητα», να «ξαναβρωμιστεί» το θέμα και να επιστρατευθεί κάθε δυνατή επιμειξία. Το αποτέλεσμα ήταν η λογοτεχνία να πάψει να κρίνεται με καθαρά λογοτεχνικούς όρους. Η μονεταριστική κοινωνία της δεκαετίας του ’80 είχε, βεβαίως, δύο κύρια γνωρίσματα: την εμπορία του χρήματος και την εικονική πραγματικότητα. Και τα δύο, ωστόσο, αναδύθηκαν μέσα από την παγκόσμια έκρηξη της τεχνολογίας και τη ραγδαία ανάπτυξη της πληροφορικής.


Οι ιερείς του ρομποτισμού



Το φαινόμενο, από όποια πλευρά και αν το δούμε, είναι καθαρά αμερικανικό. Είναι, λ.χ., χαρακτηριστικό ότι σε μεγάλο μέρος της νεότερης λογοτεχνικής παραγωγής στον Νέο Κόσμο η τεχνολογική μητρόπολη που αναδεικνύεται δεν είναι πλέον η Νέα Υόρκη (η ευρωπαϊκότερη πόλη της χώρας) αλλά το Λος Αντζελες, η κατ’ εξοχήν «χώρα» της εικονικής πραγματικότητας, συνδεδεμένη με τη Silicon Valley στο Σαν Φρανσίσκο και την κινηματογραφική και τηλεοπτική της βιομηχανία.


Το Λος Αντζελες, ως ζούγκλα του νέον, των ταχυφαγείων (fast food) και των φαντασιώσεων που δημιουργεί η υψηλή τεχνολογία, είναι ο τόπος όπου συναντά κανείς το λεγόμενο lifestyle «ενσαρκωμένο».


Ταυτοχρόνως η τεχνολογία αναπτύσσοντας ένα αχανές περιβάλλον πληροφοριών διαποτίζει τη λεγόμενη εθνική κουλτούρα και την καθιστά ικανή να απορροφήσει εύκολα ­ και κατά κανόνα άκριτα ­ πλήθος στοιχείων από τον πολιτισμό των λαών της τεχνολογικής περιφέρειας. Η τόσο της μόδας πολυπολιτισμική κοινωνία είναι στην πραγματικότητα ένας υβριδικός πολιτισμός και η μελλοντολογία, που αναπτύσσεται ως συνεκτικός ιστός της, αποτελεί συστατικό της τεχνολογικής της φυσιογνωμίας. Ηταν επόμενο κάποιοι σημαντικοί συγγραφείς της κλασικής πεζογραφικής παράδοσης, όπως ο Ναμπόκοφ με την Αντα, ο Βόνεγκατ με το Σφαγείο Νο 5 ή η Ντόρις Λέσινγκ με τα πέντε μυθιστορήματά της που φέρουν τον τίτλο Canopus in Argos, να στραφούν προς το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να αντλήσουν υλικό και θέματα.


Το ζήτημα, ωστόσο, ανάγεται στον παλιό διάλογο λογοτεχνίας – επιστήμης, που υπήρξε έντονος στην Ευρώπη από πολύ παλιά. Ο αιώνας μας είχε και αυτός τους πρωτοπόρους του, συγγραφείς που σήμερα θεωρούνται λίγο πολύ κλασικοί, όπως ο Κάρελ Τσάπεκ, ο Χ. Γκ. Γουέλς, ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, ο Αλντους Χάξλεϊ, ο Τζορτζ Οργουελ, ο Στανισλάβ Λεμ ή ακόμη και ο Ιταλο Καλβίνο. Πατέρας της ρομποτικής, λ.χ., θεωρείται ο Ισαάκ Ασίμοφ, αλλά πρόδρομός του υπήρξε ο Τσάπεκ. Ο ολοκληρωτισμός ως πολιτική-τεχνολογική φαντασία κυριαρχεί σε πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα, όμως οι ρίζες του βρίσκονται στο 1984 του Οργουελ, για να μην πάει κανείς πολύ πιο πίσω, στον Σουίφτ. Η βιοτεχνολογική επανάσταση είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας ­ και κατά πάσα πιθανότητα το πιο κρίσιμο τον επόμενο αιώνα ­ αλλά οι απαρχές της θα πρέπει να αναζητηθούν σε ένα προπολεμικό (1932) μυθιστόρημα, τον Γενναίο νέο κόσμο του Χάξλεϊ, όπου ο κοινωνικός δαρβινισμός επιβάλλεται μέσω της πολιτικής καταστολής, συνεργούσης της επιστήμης, και όπου ο 20ός αιώνας, αλλά και ο επόμενος, είναι οι εφιάλτες του 19ου αιώνα και τα εκδικητικά φαντάσματα του Δαρβίνου και των μαθητών του.


Για τη λογοτεχνία, η τεχνολογία είναι η επέκταση της επιστήμης μέσα στην κοινωνία και επομένως το εργαστηριακό DNA της εξουσίας, αφού τα σύγχρονα πολιτικά και οικονομικά συστήματα έχουν τη δύναμη, μέσω της τεχνολογίας, να ελέγξουν το πεδίο των σημασιών και τη διαλεκτική ­ όπως και τις επιπτώσεις ­ των νοημάτων. Για τη συγγραφική τέχνη, την πεζογραφική ιδιαίτερα, το μέλλον παρουσιάζεται δυσοίωνο. Η τεχνολογία, επιταχύνοντας τον χρόνο, τον καταργεί. Κατάργηση του χρόνου, ωστόσο, σημαίνει και το τέλος της ιστορικής εποχής και ριζική μεταβολή του ποιού των συγκινήσεών της, δεδομένου ότι συνεπάγεται και το τέλος των διαδικασιών ή των κοινωνικών ζυμώσεων και την κυριαρχία μιας παγκόσμιας διαχειριστικής κοινωνίας. Ο χρόνος ως παρελθόν, παρόν και μέλλον καταργείται και αντικαθίσταται από μια σειρά ανταποκρίσεις. Ισως τα παραπάνω να μη συνιστούν απλώς μια σκοτεινή προφητεία. Δεν είναι τυχαίο που στα τελευταία τους μυθιστόρηματα δύο από τους γνωστότερους σύγχρονους συγγραφείς στις ΗΠΑ, ο Απντάικ και ο Βιντάλ, ασχολούνται ακριβώς με αυτό το ζήτημα.


Η ραγδαία εξάπλωση του Internet, λ.χ., σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης δεν αποδεικνύει απλώς ότι τα δισεκατομμύρια των χρηστών του δίνουν ένα σχεδόν εδεμικό περιεχόμενο στο Δίκτυο, αλλά και το ότι σήμερα το κινούν εμφανίζεται να προσελκύει πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από την ίδια την κίνηση. Αν όμως το Δίκτυο είναι εδεμικό, τότε η μοντέρνα γεωγραφία είναι η κυματοδρομία. Για τον κόσμο της λογοτεχνίας ­ αλλά και των ιδεών ­ η πραγματικότητα αυτή, αόρατη, εικονική ή σολιψιστική, «καίει» όλο το σύστημα των μεταφορών, αργά μεν αλλά σταθερά. Η σύγχυση και η αμηχανία, επομένως, ήταν αναπόφευκτες. Με «καμένες» όμως τις μεταφορές ήταν αδύνατον να μην περάσουμε σε ένα καθεστώς επαναπροσδιορισμών ή ακόμη και νεολογισμών. Για παράδειγμα, θα έλεγε κανείς πως ό,τι ορισμένοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας και του γραπτού πολιτισμού αποκαλούν σήμερα «κείμενο» δεν είναι παρά η αόρατη θάλασσα των πληροφοριών.


Το DNA της εξουσίας


Προχωρώντας, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν άλλη διαπίστωση: πως η απομάκρυνση από το σύστημα αξιών ή αυτό που ευσχήμως αποκαλείται παραδοσιακή κριτική του πολιτισμού και η εστίαση του ενδιαφέροντος στην παρέκκλιση, με άλλα λόγια στο διαφυγόν ή «ξεστρατισμένο» σήμα, είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τεράστιου ανταγωνιστικού πεδίου στον πολιτισμό της Δύσης, όπου η εικονική πραγματικότητα δεν είναι παρά ο θρίαμβος του σολιψισμού. Φυσικά μια λογοτεχνία που αντιμετωπίζεται σολιψιστικά γίνεται και αυτή σολιψιστική, ακόμη κι όταν δεν είναι. Γιατί η χρήση της παρέκκλισης ή του σφάλματος από τον συγγραφέα δεν είναι απλώς τεχνολογία της γλώσσας· είναι πρωτίστως στάση και συμπεριφορά.


Το ότι η υψηλή τεχνολογία και η εικονική πραγματικότητα έχουν σολιψιστικό και επομένως, ως ένα βαθμό, θεολογικό περιεχόμενο δεν αποτελεί σημερινή διαπίστωση. Υπάρχει στο μυθιστόρημα Roger’s Version του Απντάικ, που κυκλοφόρησε το 1986. Εκεί ο συγγραφέας δεν απορροφάται από το περιβάλλον των πληροφοριών, αλλά εφαρμόζει σε αυτό ένα από τα μόνιμα θέματά του: της μοιχείας και της ενοχής.


Στο βιβλίο του ο νεαρός χάκερ Ντέιλ Κόλερ προσπαθεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού («σπάζοντας» τους κωδικούς του Παραδείσου ή της Κόλασης, θα έλεγε κανείς χαμογελώντας). Η Κόλαση όμως είναι κοσμική ­ και άρα απτή. Είναι ο καθηγητής της θεολογίας Ρότζερ Λάμπερτ και η γυναίκα του, με την οποία ο χάκερ συνάπτει ερωτικό δεσμό. Είναι, ακόμη, η «διεφθαρμένη» τινέιτζερ με την οποία συνευρίσκεται ερωτικά ο καθηγητής. Και βεβαίως είναι, πάνω από όλους αυτούς, η οθόνη του υπολογιστή, όπου δεν καθρεφτίζεται μόνον η εποχή και η μοιχεία αλλά και ο θάνατος. Δεν μοιάζει ίσως τυχαίο που το τελευταίο μυθιστόρημα ενός σημαντικού ­ και δυστυχώς αμετάφραστου στη χώρα μας ­ συγγραφέα, του Γουόκερ Πέρσι, όπου «πρωταγωνιστεί» ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, φέρει τον τίτλο Σύνδρομο του θανάτου (Thanatos Syndrome). Ο θάνατος είναι το σβήσιμο της εικόνας στην τηλεόραση. Ετσι τον είδε και ο Αντονι Μπέρτζες στην Αυτοβιογραφία του: ως κλείσιμο της τηλεόρασης.


Ο κοινός τόπος λέει πως η κάθε εποχή δημιουργεί τη λογοτεχνία, όπως και την τεχνολογία της. Αλλά οι κοινοί τόποι έχουν τους περιορισμούς τους, ειδάλλως καταντούν δεισιδαιμονίες. Το ζήτημα σήμερα είναι ότι η αόρατη κοινωνία που δημιουργείται από την τεχνολογία δεν αποτελεί προϊόν της φαντασίας αλλά φαντασματική προβολή του χθες και του σήμερα.


Το κύριο χαρακτηριστικό του ιστορικού πολιτισμού είναι ότι χρονολογείται και χωρίζεται σε περιόδους, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν μικρή ή μεγάλη διάρκεια και ότι, έτσι, υπάρχουν περίοδοι ακμής, ύφεσης και παρακμής, επομένως όχι μόνον αλληλεξαρτήσεις αλλά και οριακές στιγμές και γεγονότα. Οταν, λ.χ., το 1885 ο Ottmar Mergenthaler κατοχύρωσε την εφεύρεση της λινοτυπικής μηχανής, βρισκόμασταν σε μια δεκαετία όπου γεννήθηκαν μερικές από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της τέχνης και των γραμμάτων, που θα διαμόρφωναν το πρόσωπο του επόμενου αιώνα. Το 1881 γεννήθηκε ο Πικάσο, το 1882 ο Στραβίνσκι, ο Τζόις και ο Γουίνταμ Λιούις, το 1883 ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, το 1885 ο Λόρενς και ο Πάουντ, το 1888 ο Ελιοτ. Γι’ αυτούς, αλλά και για όσους λίγο πολύ τους ακολούθησαν, η τεχνολογία υπήρξε βασική όσον αφορά τη θεματική ανάπτυξη των έργων τους αλλά και τις ψυχολογικές και αισθητικές τους προεκτάσεις. Το πλέον έκτυπο παράδειγμα είναι η Ερημη χώρα του Ελιοτ, όπου η εικόνα του πλήθους προέρχεται ευθέως από την τεχνολογία των αστικών μεταφορών της εποχής του. Δηλαδή, στο βιωματικό επίπεδο, είναι η εικόνα των μετακινουμένων με το μετρό του Λονδίνου, συμβολική εκκοσμίκευση του Κάτω Κόσμου.


Ο μοντερνισμός έζησε και ήκμασε για περισσότερο από μισόν αιώνα. Αν πιστέψουμε τον Χιου Κένερ ή τον Οκτάβιο Πας, ουσιαστική σύγκρουση ­ στο επίπεδο των επιτευγμάτων φυσικά ­ ανάμεσα στον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό δεν υπάρχει. Η προσέγγιση του Κένερ είναι μοντερνιστική, γι’ αυτό και ο ίδιος θεωρεί κοινό τόπο το ότι ο Μπέκετ γεφυρώνει τον μοντερνισμό με τον μεταμοντερνισμό, αφού στο έργο του συγγραφέα του Τέλους του παιχνιδιού περνούμε από τη μηχανική στην ηλεκτρονική εποχή. Σε ένα έξοχο δοκίμιό του με τίτλο Ο Μπέκετ σκεπτόμενος ο Κένερ ανακαλύπτει κάτω από την υφολογική συγκρότηση των έργων του Μπέκετ μια γλώσσα μαθηματική, αλγεβρική, πολύ κοντά στην ψηφιακή γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου η δράση των πρωταγωνιστών είναι επιλογή από ένα μενού πιθανών λύσεων. Η απάντηση, επομένως, στο ερώτημα για το «αν είναι ­ ή δεν είναι ­ Πέμπτη», που υποβάλλεται στο Βατ ισοδυναμεί, κατά τον Κένερ, με την επιλογή ανάμεσα στο 0 και το 1 του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το περιορισμένο, επομένως, της ανθρώπινης συνείδησης στον Μπέκετ αντιστοιχεί στις περιορισμένες δυνατότητες μιας ηλεκτρονικής μηχανής.


Τα χρονικά της φαντασίας


Συμπληρωματική των παραπάνω είναι η παρατήρηση του Κένερ πως όταν το 1944 με το Βατ ο Μπέκετ αποδομούσε το αγγλικό μυθιστόρημα προηγείτο κατά μερικές δεκαετίες του Ντεριντά και των αποδομιστών και καθιστούσε αντικείμενό του τον άνθρωπο ως ον όχι πολιτικό ούτε ιστορικό αλλά συντακτικό. Η επίτευξη της γλωσσικής ακρίβειας και της συντακτικής οικονομίας, όπου εγκατοικεί και η συγγραφική χάρις, επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αξιοποίησης όλων των περιορισμών, δηλαδή μιας διαδικασίας συνεχών απαλείψεων, όπως συμβαίνει και στους υπολογιστές. Αλλά, βεβαίως, ο Μπέκετ αποτελεί ακραίο παράδειγμα.


Σε κάθε μηχανή κατοικεί ένα φάντασμα, σύμφωνα με τον Κέσλερ. Στις λινοτυπικές ήταν το μαγκαζίνο που έπεφτε στη λανθασμένη θέση ή, αλλιώς, στη λανθασμένη στιγμή. Στον ηλεκτρονικό υπολογιστή είναι ο ιός. Καθώς η τεχνολογία γεννά έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό μεταφορών, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, όπως ο διορθωτής εντοπίζει τα τυπογραφικά λάθη, έτσι και ο καλός κριτικός «διορθώνει το γούστο», σύμφωνα με τον εύστοχο λόγο του Ελιοτ. Και ακόμη: όπως η κλασική τυπογραφία συνθέτοντας το κείμενο το διατάσσει στον χώρο, έτσι και με το κλικ του «ποντικιού» ή την είσοδο της εντολής στον ηλεκτρονικό υπολογιστή διατάσσεται μαθηματικά η εικονική πραγματικότητα. Οι αναλογίες, ωστόσο, έχουν κι αυτές τους περιορισμούς τους και η λογοτεχνία αρχίζει εκεί που ξεκινούν οι απορίες και τα διλήμματα. Γιατί, αν η ηλεκτρονική εποχή είναι αόρατη, τότε όλα μπορεί να μοιάζουν με όλα και τίποτε να μη μοιάζει με τίποτε.


Δεν είναι παράδοξο, επομένως, που αρκετοί συγγραφείς σήμερα εγκαταλείπουν το παρόν και χωρίς να στρέφονται προς το ιστορικό μυθιστόρημα ανιχνεύουν το περιθώριο του παρελθόντος, και εκεί στήνουν χρονικά της φαντασίας τα οποία, με οξύμωρο τρόπο, θα τα χαρακτήριζε κανείς μελλοντολογία της μνήμης. Οι λεωφόροι της πληροφορικής διασχίζουν το σύνολο της επικράτειας του χρόνου, όπου αφθονούν οι εικόνες, τα υλικά και τα στοιχεία. Ετσι, πολλά βιβλία που χαρακτηρίζονται μυθιστορήματα είναι στην πραγματικότητα χρονικά, αφού στον ψηφιακό κόσμο ο χρόνος είναι γεωγραφικός και όχι ιστορικός.


Αυτό δεν σημαίνει ότι επαληθεύτηκαν οι «προφητείες» για τον θάνατο του μυθιστορήματος ή του συγγραφέα, όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι σήμερα εμφανίζονται ποικίλες μεταμορφώσεις και παρενδύσεις τους. Οι πολιτισμοί βάσης δημιούργησαν τις ιδέες και τις αξίες, οι πολιτισμοί της ακμής τις επαναπροσδιόρισαν. Αν στις μέρες μας είναι της μόδας η παγκόσμια κοινωνία να χαρακτηρίζεται πολυπολιτισμική, δηλαδή, για να το πούμε ωμότερα, σε κάθε επίπεδο υβριδική, αυτό οφείλεται στην ομοιογενοποίηση που επιβάλλει η τεχνολογία, εναντίον της οποίας η λογοτεχνία και η τέχνη διεκδικούν πλέον το δικαίωμα του σφάλματος. Θα λέγαμε πως, ως ένα βαθμό, τα ισχυρά πάθη, οι περιπέτειες και οι δοκιμασίες της συνείδησης εμφανίζονται σήμερα ως προϊόντα συκοφαντίας. Γι’ αυτό και το τεχνολογικό περιβάλλον παρουσιάζεται εξπρεσιονιστικό. Αλλωστε, με διαβρωμένο τον οργανικό πυρήνα του πολιτισμού, σε κάθε κοινωνία η πληροφορία θα μπορούσε να λειτουργήσει συκοφαντικά. Γι’ αυτό και ο Κάφκα παραμένει εκπληκτικά επίκαιρος. Αξίζει να θυμηθούμε την πρώτη σειρά από τη Δίκη: «Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη».


Το ψηφιακό δίκτυο που τυλίγει τον πλανήτη είναι μια πόλη που περιέχει όλες τις αόρατες πόλεις του Καλβίνο ­ και όχι μόνον. Και ο Τζον Ασμπερι, στην Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο, δίνοντας τον μαθηματικό και ποιητικό ορισμό της Νέας Υόρκης την όρισε ως λογάριθμο όλων των άλλων πόλεων. Γιατί η μεγάλη λογοτεχνία αναπτύχθηκε μέσα στις πραγματικές πόλεις, στα όρια της τεχνολογίας και της φαντασίας ή, αλλιώς, των ιστορικών βιωμάτων και των φαντασιακών προβολών. Γι’ αυτά όμως στο επόμενο.