Η 12η Οκτωβρίου θα μπορούσε να είναι αργία. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η επέτειος της Απελευθέρωσης από τα χιτλερικά στρατεύματα θεωρείται επίσημη εορτή. Η ημερομηνία της αποχώρησης ωστόσο των Ναζί από την Ελλάδα το 1944 απέχει μόλις 54 μέρες από την 3η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους: από την ευφορία του τέλους της Κατοχής ως τα Δεκεμβριανά και την ουσιαστική κάθοδο στην άβυσσο του εμφυλίου πολέμου παρεμβάλλονται κάτι λιγότερο από δύο μήνες.

Με δεδομένο ότι δεν μπορεί κανείς να απομονώσει το διάλειμμα αυτό από τον κατακλυσμό των επόμενων ετών, είναι χαρακτηριστικό το ότι στο Απ’ την Απελευθέρωση στον Εμφύλιο (Καστανιώτης, 2011) του Σωτήρη Ριζά, διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, η στιγμή της Απελευθέρωσης απουσιάζει. Κι αυτό γιατί στόχος του κειμένου είναι η υπενθύμιση ότι η Απελευθέρωση αποβαίνει οριακό γεγονός: αντί τομής μεταξύ πολεμικής και ειρηνικής περιόδου, αποδεικνύεται σύντομη ανάπαυλα ανάμεσα στην Κατοχή και τον ακήρυκτο ή κηρυγμένο Εμφύλιο.

Χαρτογραφώντας τις προθέσεις, τάσεις και ελιγμούς των κύριων πολιτικών παραγόντων, κομματικών παρατάξεων, ξένων παρατηρητών και πρεσβειών μέσω νέου αρχειακού υλικού, ο Ριζάς προσφέρει μια συνοπτική, εύληπτη και εύστοχη πολιτική ιστορία μιας τριετίας διαρκούς κρίσης. Δύο στοιχεία αναδεικνύονται ιδιαίτερα για τον αναγνώστη από τον τελικό απολογισμό: οι συσχετισμοί μεταξύ εσωτερικού / διεθνούς στοιχείου και η πολιτεία των ελληνικών παρατάξεων.

Η επίδραση του ξένου παράγοντα είναι γνωστή και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου κάθε άλλο παρά μοναδική περίπτωση αποτελεί. Άλλωστε, «η άποψη πως ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος κρίθηκε ως προς το αποτέλεσμα από τις διεθνείς του διαστάσεις παραμένει ισχυρή», διαπιστώνει ο Ριζάς. Ωστόσο, ο εγχώριος παράγοντας δείχνει εξαιρετική προθυμία στην πρόσκληση της παρέμβασης των εξωτερικών συμμάχων: πρόκειται για μια στρατηγική αναζήτηση ευνοϊκών συνθηκών που θα οδηγήσουν στην επικράτηση – άρα, στην εξουσία. Σε όλη τη διάρκεια της τριετίας που μεσολαβεί από την Απελευθέρωση ως την κλιμάκωση του Εμφυλίου, τον Σεπτέμβριο του 1947, οι πολιτικές δυνάμεις ταυτίζουν τις επιδιώξεις και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας με τους μερικούς δικούς τους στόχους και συμφέροντα.

– Ο δεξιός συνασπισμός επιδιώκει επίμονα την πόλωση και βλέπει τη βία ως συμπληρωματική της πολιτικής δραστηριότητας προκειμένου να επιβληθεί: τον Ιούνιο του 1946 ο νομάρχης Τρικάλων ζητεί την «επιστράτευση των εθνικοφρόνων» για την αντιμετώπιση των ανταρτών μεταξύ άλλων γιατί θα εξασφάλιζε «τη μη δέσμευση από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο».

– Ο πρόσφατα αποκατασταθείς Νίκος Ζαχαριάδης στις περιστάσεις των εκλογών του 1946 επιλέγει να μην διεκδικήσει πολιτική διευθέτηση μέσω μιας συμμετοχής που θα στερούσε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τη δεξιά, καθώς «δεν αναζητούσε μια αποτελεσματική αμυντική στρατηγική, έναν ανεκτό συμβιβασμό, αλλά μια στρατηγική εξουσίας, το δρόμο προς τη Λαϊκή Δημοκρατία».

– Το Κέντρο αναλώνεται σε προσωπικές διαμάχες: «η κυβέρνηση ήταν “συμμαχική Παπανδρέου-εαμιτών”», έγραφε για την κυβέρνηση της Απελευθέρωσης ο Κωνσταντίνος Ρέντης του Κόμματος των Φιλελευθέρων το Νοέμβριο του 1944. «Ο Παπανδρέου δεν εκπροσωπούσε τίποτα το 1936 και είχε επωφεληθεί της ευκαιρίας να σχηματίσει κόμμα. Είχε αποκλείσει από την κυβέρνηση τα καλύτερα στελέχη του Κόμματος των Φιλελευθέρων».

Η τελική αίσθηση που προκύπτει από το βιβλίο του Ριζά είναι ότι στην κρίσιμη αυτή περίοδο η πολιτική διαδικασία γίνεται αντιληπτή ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: οι δύο κύριες παρατάξεις του Εμφυλίου δεν ασκούν την πολιτική ως τέχνη του συμβιβασμού αλλά ως τεχνική ρήξης. Η ακροσφαλής διπλωματία που μετέρχονται μοιάζει να ασκείται με ψυχραιμία εντελώς δυσανάλογη ως προς τις καταστροφικές της συνέπειες. Οι πολιτικές ηγεσίες της εποχής, ανεπαρκείς ως προς τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, αποδεικνύονται κατά τα άλλα μεθοδικοί διαχειριστές του χάους.

*Το «Απ’ την Απελευθέρωση στον Εμφύλιο» κυκλοφορεί στις 24 Οκτωβρίου.