Ο Άλεξ Ζανγκ Χουνγκτάι, δηλαδή ο Καναδός πίσω από τους Dirty Beaches παίζει επικίνδυνη και σκληρή μουσική. Ακούγεται σαν βιομηχανική κρούστα πάνω σε μία τάρτα από κλασικό rock ‘n’ roll. Η εμπειρία μιας ζωντανής εμφάνισής του στην Αθήνα (την Τρίτη 11 Οκτωβρίου στο Bios, Πειραιώς 84 στην Αθήνα) ενδεχομένως να είναι αποκαλυπτική για το τι σημαίνει σύγχρονη αστική μουσική με σημείο αιχμής το δεύτερο άλμπουμ του Badlands.

O Άλεξ έχει βάλει γερή υποψηφιότητα για τους σημαντικούς καλλιτέχνες στη λίστα του 2011 με το μείγμα από psychobilly και κινηματογραφικά, νυχτερινά σασπένς που πρόσφερε στο ντεμπούτο του. Διεκδικώντας εύσημα πρωτοτυπίας για ένα αποτέλεσμα που δεν διαθέτει στα συστατικά του τίποτα καινούργιο, το Badlands είναι σαν μάννα εξ ουρανού που τονώνει αποτελεσματικά το rock ‘n’ roll και την ηλεκτρονική στροφή του. Παραδέχεται αβίαστα ότι η μουσική του αποτελεί «μισή δόση David Lynch και μισή δόση Alan Vega» και συμπληρώνει ότι αυτό που τον εμπνέει για να γράψει είναι «οι εξόριστοι άνθρωποι, αρχικά. Και κατόπιν, ο δρόμος, οι γυναίκες, ξέρεις», λέει, «τα συνηθισμένα».

Τα συνηθισμένα: ο Άλεξ θεωρεί αυτονόητα ερεθίσματα για εμπνεύσεις του, τις ανθρώπινες εξορίες, καθώς η δική του εμπειρία ζωής τον έχει ρίξει στο Μόντρεαλ του Καναδά έχοντας ταϊβανέζικη καταγωγή. Η αντίθεση της προσωπικής εμπειρίας του Άλεξ έχει βρει τον πλήρη αντικατοπτρισμό της στη μουσική του. Όταν ρωτάω αν τον έχει απασχολήσει ποτέ η αιώνια κόντρα ανάμεσα στην καθαρότητα και στην ανάμειξη, αν θεωρεί τον εαυτό του πιουρίστα ή όχι, μου απαντάει ότι «στη βόρεια Αμερική, μπορείς να σκεφτείς οτιδήποτε σου κάνει κέφι. Αυτό έχω μάθει εγώ.»

Παρά τη «βρόμικη» και μισοσκότεινη σεξουαλική αίσθηση που αποπνέει το Badlands, ο ίδιος δεν θεωρεί ότι «το σεξ είναι τα πάντα. Είναι όμως ένα καλό κίνητρο». Η αδρεναλίνη παλεύει με την τεστοστερόνη στα τραγούδια του άλμπουμ του και νικητής αναδεικνύεται ένα γενναίο, αγέρωχο και τραχύ lo-fi. Ποιο είναι, επομένως, το ιδανικό σαββατοκύριακο για έναν τέτοιο τύπο; «Το να κάθομαι σπίτι με την κοπέλα μου και να μην κάνω συνεντεύξεις». Κατά κάποιο τρόπο, ο Άλεξ μού «την είπε», αλλά όλη η διάθεσή του, έτσι όπως προκύπτει από τις απαντήσεις του είναι πολύ χαλαρή και περιπαικτική.

Σχετικά με την παγκόσμια οικονομική κρίση και το πώς αυτή επηρεάζει την καθημερινότητά του, η απάντησή του είναι αδρή, απαίδευτη και ενδεικτική ενός ανθρώπου που έχει σχέση με την τεχνοκρατία, όση θα είχε ο Paul Weller με την πυρηνική φυσική. «Πιάσε μια αναθεματισμένη δουλειά. Σε όλη μου τη ζωή δούλευα σε “σκατοδουλειές”. Οι κακές φάσεις δεν κρατάνε για πάντα. Ούτε και οι καλές βέβαια. Τίποτα δεν είναι παντοτινό». Και άμα δεν υπάρχει ούτε αυτή η «σκατοδουλειά», Άλεξ;…

Τον ρωτάω ποια είναι τα πέντε πιο ενδιαφέροντα ακούσματα που έχει να προτείνει από την πρόσφατη παραγωγή και του ζητάω, επιπλέον, να μου πει γιατί διαλέγει αυτά και όχι κάποια άλλα. Φρούδες ελπίδες. Μου επαναλαμβάνει επί πέντε φορές το όνομα Femminielli –ο συντοπίτης του Bernandino Femminielli, καναδός με ιταλική καταγωγή που παίζει κοσμικό kraut rock με ambient ρομαντζάδες. «Εσύ θα πρέπει να τον ακούσεις πέντε φορές», μου λέει, «για να μου το περιγράψεις μετά, γιατί αυτή είναι η δουλειά σου ως μουσικός δημοσιογράφος». Μου «την είπε» ξανά.

Γενικώς, ο Άλεξ ακούγεται όπως η μουσική του. Αισθάνεσαι ότι πας για μαλλί αλλά βγαίνεις κουρεμένος, ωστόσο, σου αρέσει η αναπάντεχη καινούργια εικόνα σου.