Λαθεμένες κινήσεις σε μια έντονα ανταγωνιστική αγορά


Η έντονη διακύμανση των τιμών της χαρτόμαζας διεθνώς, εξέλιξη που συχνά ωθεί τα κέρδη στα ύψη ή τα συρρικνώνει, είναι ένας μόνο από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία της βιομηχανίας καταναλωτικών προϊόντων χάρτου ή προϊόντων χάρτου tissue, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται ο υποκλάδος αυτός της χαρτοβιομηχανίας, στον οποίο κυριαρχεί ή κυριαρχούσε, αν θέλετε, η καταρρέουσα σήμερα Αθηναϊκή Χαρτοποιία, η γνωστή Softex.


Αν θέλει να εντοπίσει κανείς όλους τους λόγους που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση τη μεγαλύτερη ελληνική χαρτοβιομηχανία, τη μοναδική μάλιστα που είναι σε θέση να παράγει θερμομηχανικό χαρτοπολτό, δεν πρέπει να σταθεί μόνο στο γεγονός ότι η εταιρεία ελέγχεται από τον περίφημο ΟΑΕ, τον Οργανισμό των «Προβληματικών», παρ’ όλο που το γεγονός αυτό ευθύνεται για ζημιές της τάξεως των 3-4 δισ. δραχμών ετησίως.


Η γνωστή Softex, η εταιρεία που πριν από μερικές δεκαετίες έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας χάρτου αλλά στηρίχθηκε στον δανεισμό και σε ανορθολογικές επενδύσεις, εκβιάζοντας συχνά το ελληνικό Δημόσιο, έφθασε να απασχολεί υπερδιπλάσιο προσωπικό από το αναγκαίο, πράγμα που «μεταφράζεται» σε ετήσια επιβάρυνση του ύψους που προαναφέρθηκε.


Ενώ το απαραίτητο προσωπικό, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, σε καμιά περίπτωση δεν ξεπερνούσε τα 1.200 άτομα, ως πρόσφατα ήταν ακριβώς διπλάσιο: 2.400 άτομα. Σαν να μην έφθανε αυτό, στα 12 χρόνια όπου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του ΟΑΕ, η εταιρεία δεν κατόρθωσε να εξυγιάνει τη σταθερά ζημιογόνα μονάδα χαρτοπολτού που διαθέτει στη Δράμα, μονάδα που προκαλεί ζημιές επίσης της τάξεως των 3-4 δισ. δραχμών ετησίως. Οι διοικήσεις που «παρήλασαν» από τη Softex τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσαν παρά να ακολουθήσουν, με μικρά διαλείμματα, τον δρόμο του ξέφρενου τραπεζικού δανεισμού, δηλαδή τον δρόμο που είχε ακολουθήσει από τη δεκαετία του 1970 η οικογένεια Κεφάλα οδηγώντας την επιχείρηση σε αδιέξοδο.


Το 1984, όταν η Αθηναϊκή Χαρτοποιία εντάχθηκε στον ΟΑΕ, χρειάστηκε να επιδοτηθεί ουσιαστικά με περίπου 25 δισ. δραχμές για να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, ως μέλος του ΟΑΕ πλέον. Σήμερα, 12 χρόνια μετά, βρίσκεται σε μια ανάλογη θέση. Το ευτύχημα είναι ότι αυτή τη φορά είναι πιθανόν να γίνει κάτι καλύτερο από ό,τι έγινε το 1984.


Για τις ελληνικές βιομηχανίες παραγωγής προϊόντων χάρτου tissue, σύμφωνα με μια κλαδική μελέτη που μόλις κυκλοφόρησε, υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις για σημαντικού ύψους επενδύσεις, δεδομένου ότι ενισχύεται η τάση για σταδιακή στροφή προς το ανακυκλωμένο χαρτί σε αντικατάσταση της χαρτόμαζας από ξύλο, γεγονός που επιβάλλει επενδύσεις για νέες γραμμές παραγωγής.


Οπως εξηγεί μελέτη του Τμήματος Κλαδικών Μελετών της ICAP Hellas, οι επενδύσεις αυτές είναι «επικίνδυνες» στον βαθμό όπου γίνονται κυρίως με τραπεζικό δανεισμό και δεν οδηγούν γρήγορα σε μείωση του κόστους παραγωγής. Πολύ περισσότερο φυσικά ισχύει αυτό στον βαθμό όπου οι μεγάλες επενδύσεις ανανέωσης του εξοπλισμού γίνονται εξ ολοκλήρου με τραπεζικό δανεισμό. Αυτό ακριβώς όμως έκανε τα τελευταία χρόνια, μετά μάλιστα από παρατεταμένη επενδυτική απραξία και ύστερα από μια καταστροφική πυρκαϊά για την οποία πάντως αποζημιώθηκε, η Softex.


Ηταν το αντίθετο ακριβώς από αυτό που έκαναν οι κάποτε μικροί ­ και εδώ και μερικά χρόνια μεγάλοι! ­ ανταγωνιστές της, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα κέρδη της τριετίας 1991-93 για να χρηματοδοτήσουν νέες, μεγάλης κλίμακας, επενδύσεις.


Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία το μερίδιο αγοράς της Softex, από μεγαλύτερο από 50% που ήταν, περιορίσθηκε σε λιγότερο από 35% Η ICAP Hellas εκτιμά σε 30% το μερίδιό της στην αγορά των επώνυμων προϊόντων tissue, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έχει ακόμη ένα 5% περίπου στην αγορά των private label προϊόντων που φέρουν τα σήματα αλυσίδων σουπερμάρκετ.


Τα μεγάλα κέρδη που είχε η εταιρεία από τη μονάδα καταναλωτικών προϊόντων της Αθήνας ως το 1993 χρησιμοποιήθηκαν για την «κάλυψη» τεράστιων ζημιών που προκαλούσε η μονάδα χάρτου και άλλων βιομηχανικής χρήσεως προϊόντων της Δράμας, καθώς επίσης η διατήρηση του αριθμού των απασχολουμένων σε δυσθεώρητα, για το μέγεθος της εταιρείας, ύψη. Η ολοσχερής καταστροφή σημαντικού μέρους των εγκαταστάσεων της μονάδας Βοτανικού Αθηνών από πυρκαϊά, το 1993, κατέστησε επιβεβλημένη τη δημιουργία νέας, πιο σύγχρονης βέβαια, μονάδας προϊόντων tissue, πράγμα που έγινε με εκτεταμένη προσφυγή σε νέο τραπεζικό δανεισμό. Ετσι, η εταιρεία γρήγορα αγόρασε ένα κλειστό εργοστάσιο ιδιοκτησίας του ΟΑΕ στα Μέγαρα και εγκατέστησε νέο μηχανικό εξοπλισμό, με επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 5 δισ. δραχμών, για να αρχίσει τελικά εκεί την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων σε πλήρη κλίμακα τον Φεβρουάριο του 1994. Τα όποια οφέλη, ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ζημιές και επιβαρύνσεις της «υπεραπασχόλησης» προσωπικού και της αντιοικονομικής λειτουργίας της μονάδας της Δράμας.


Επιπροσθέτως, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία είχε κάνει αμέσως μετά την πυρκαϊά ένα εγκληματικό λάθος, που έπληξε τους αμέσως επόμενους μήνες κυρίως την ίδια. Αποφεύγοντας οποιαδήποτε πρόσκαιρη εμπορική συνεργασία με μεγάλους ανταγωνιστές της, που μπορούσαν να παράγουν προϊόντα φασόν για λογαριασμό της, ανέθεσε την παραγωγή προϊόντων της σε… ιταλούς βιομηχάνους.


Ζημιές του 1994, όπως και του 1995, συγκαλύφθηκαν με αμφιλεγόμενους λογιστικούς χειρισμούς, ενώ τα χρέη αυξάνονταν ραγδαία. Το περασμένο καλοκαίρι, δηλαδή 12 χρόνια μετά την υπαγωγή της εταιρείας στον ΟΑΕ, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ενέκρινε να υπαχθεί στις διατάξεις των επενδυτικών νόμων, με επιχορηγήσεις, ευρύ επενδυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της μονάδας της Δράμας. Ούτε ο ΟΑΕ ούτε η Εθνική Τράπεζα, κάτοχος του 1/3 περίπου των μετοχών, ήθελαν να εισφέρουν τα αναγκαία ίδια κεφάλαια. Ετσι, με τις ζημιές να μην μπορούν πλέον να «συγκαλυφθούν», η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία έφθασε προ μηνός σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο.


Η Εθνική και οι άλλες πιστώτριες τράπεζες «σήκωσαν τα χέρια» απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε αίτημα για νέο δανεισμό που δεν θα είχε την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 1993 οι τραπεζικές οφειλές ­ εξαιρουμένων δηλαδή όλων των άλλων ­ τον περασμένο Δεκέμβριο είχαν υπερδιπλασιαστεί φθάνοντας τα 26 δισ. δραχμές.


Ετσι, άρχισε να συζητείται η λύση της υπαγωγής της εταιρείας σε εκκαθάριση εν λειτουργία και η πώληση ξεχωριστά του τομέα εγχωρίως παραγομένων προϊόντων καταναλωτικής χρήσεως και του τομέα εγχωρίως παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων βιομηχανικής χρήσεως, τομέων που είχαν συνεισφέρει εξίσου σχεδόν στις πωλήσεις ύψους 48 δισ. δραχμών το οικονομικό έτος 1995. Ετσι η εταιρεία οδηγήθηκε στην απόφαση να θέσει σε διαθεσιμότητα εκατοντάδες εργαζομένους, για τους οποίους αναζητούνται «κίνητρα οικειοθελούς αποχώρησης»….