Οταν την Παρασκευή έγραφα για τον κίνδυνο ευτελισμού της Εξεταστικής Επιτροπής για το Βατοπαίδι, δεν γνώριζα τις εξελίξεις γύρω από τη μαρτυρία της Σωτηροπούλου. Και ασφαλώς δεν περίμενα ότι οι φόβοι μου θα επαληθεύονταν τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα. Από τη στιγμή που η Εξεταστική Επιτροπή κατάντησε ένα πεδίο κομματικής σύγκρουσης και ένας πλειστηριασμός πολιτικών εντυπώσεων μεταξύ ΝΔ και ΠαΣοΚ, τίποτε καλό δεν προμηνύεται για το μέλλον της.

Η Σωτηροπούλου δεν είδε φως και μπήκε να καταθέσει. Κάποιος ζήτησε να προσκληθεί. Κάποιος είχε αξιολογήσει την κατάθεσή της ως ενδιαφέρουσα. Και κάποιος πίστευε ότι αυτά τα οποία έλεγε έριχναν φως στην υπόθεση. Εστω, κάποιο φως…

Προτού όμως ο θησαυρός αποδειχθεί άνθρακες, δεν ήταν καν θησαυρός.

Αφενός επειδή τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η μάρτυρας έχει κάποια εμπλοκή στην υπόθεση του Βατοπαιδίου ή κάποια ειδική γνώση των πραγμάτων. Εκπροσωπούσε, λέει, κάποιους ακτήμονες που ήθελαν να γίνουν κτηματίες. Και αν κατάλαβα καλά, το μόνο που είχε να συνεισφέρει στη διερεύνηση είναι το όνομα «Καραμανλής». Αφετέρου επειδή η περίφημη αυτή κατάθεση, η οποία ενέπλεκε (υποτίθεται) προσωπικά τον Καραμανλή, δεν ήταν παρά ένα «σας λέω τι μου είπε ότι του είπαν κτλ.», σε συνάρτηση δε με τον… Ψωμιάδη. Ε, δεν είναι και η σοβαρότερη ιστορία που έχω ακούσει! Σε σημείο που απορώ πώς διάφοροι σοβαροί άνθρωποι και μερίδα του Τύπου έσπευσαν να την υιοθετήσουν αβασάνιστα.

Ελπίζω το πάθημα να γίνει μάθημα και για τις δύο πλευρές. Διότι πολύ φοβούμαι ότι εκεί ακριβώς είναι που ελλοχεύει ο ευτελισμός: η αναξιοπιστία μερικών να βλάψει την αξιοπιστία των περισσοτέρων. Και ένα τεράστιο σκάνδαλο, όπως το Βατοπαίδι, να ενταφιαστεί στο νεκροταφείο των κομματικών σκοπιμοτήτων. Θα είναι κρίμα.

Σε τελευταία ανάλυση, το ερώτημα είναι εξαιρετικά απλό: Ποιο είναι το ζητούμενο για την Εξεταστική Επιτροπή; Να αναζητήσει την αλήθεια σε μια σκανδαλώδη υπόθεση ή να αποφέρει οφέλη σε κάποια πολιτική παράταξη; Να αποδώσει ευθύνες ή να παίξει πολιτικό παιχνίδι;

Αν το ζητούμενο είναι το πρώτο, τότε η Εξεταστική Επιτροπή βαδίζει σε πραγματικό πολύ άσχημο δρόμο. Αν το ζητούμενο είναι το δεύτερο, τότε ο δρόμος που βαδίζει είναι ακόμη χειρότερος: στην προκειμένη περίπτωση δεν διακυβεύεται μόνο το κύρος μιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής αλλά το κύρος των θεσμών της Δημοκρατίας. Και με αυτό το κύρος κανείς δεν έχει δικαίωμα να παίζει.

jpretenteris@dolnet.gr