Τα σιωπηλά μπαρμπούνια

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στο πρώτο lockdown μού είχαν λείψει πολύ τα café. Πολύ αργότερα κατάλαβα το γιατί. Ανέκαθεν στο μυαλό μου το café εκπροσωπούσε στιγμές ανεμελιάς: το έχω συνδέσει με τον ελεύθερο χρόνο. Oταν ξεκίνησε η περιπέτεια με τον ιό ήταν σαν η ανεμελιά να χάθηκε: όλα όσα είχαμε ταυτίσει με αυτή (αγκαλιές, φιλιά, βόλτες, παιχνίδια, πάρτι κ.τ.λ.) ξαφνικά έγιναν επικίνδυνα. Σε έναν τέτοιον επικίνδυνο κόσμο έμοιαζαν να μην έχουν λόγο ύπαρξης – περισσότερο και από την αγωνία με είχε πιάσει μια μάλλον μεγάλη φοβία για τη μετάλλαξή τους. Εφταιγε και ότι πολλά ήταν ανοιχτά απλώς για να παίρνουν κάτι γρήγορα οι περαστικοί: σε αυτή τους τη λειτουργία έβλεπα μια απειλή – την απειλή της μετάλλαξής τους σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εγώ αγαπάω. Οταν σταμάτησαν οι περιορισμοί και ξαναβγήκαν τα τραπεζάκια έξω είδα σε αυτή την εξέλιξη το πιο μεγάλο σημάδι επιστροφής σε ένα είδος κανονικής ζωής: τα café άντεξαν.
Εχοντας πλέον τη βεβαιότητα ότι τα café θα λειτουργούν όπως πάντα και για πάντα, στο δεύτερο lockdown μού έλειψαν τα εστιατόρια. Το φαγητό, αλλά και οι χώροι. Οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι και οι πελάτες. Αισθανόμουν την έλλειψή τους όχι απλώς σαν πελάτης, αλλά σαν ιδιοκτήτης τους. Σαν να μου ανήκαν όλα τα εστιατόρια και να ήταν όλα κλειστά γιατί κάτι δεν έκανα σωστά. Ετσι ένιωθα.
Από τότε που ήμουν μικρός, το εστιατόριο ήταν στο μυαλό μου συνώνυμο μιας υπέροχης προσβάσιμης πολυτέλειας. Οταν τρώγαμε έξω οικογενειακώς, κάποιος λόγος υπήρχε και ήταν πάντα ένας καλός λόγος. Ακόμα κι αν βγαίναμε μία φορά στο τρίμηνο (και αν…) μας αντιμετώπιζαν σαν να ήμασταν καθημερινοί πελάτες και αυτή η ωραία παράσταση σερβιτόρων και υπευθύνων πάντα με ξετρέλαινε: στο καλό εστιατόριο νιώθεις σημαντικός προτού φας, προτού καν παραγγείλεις.
Η ίδια η στιγμή της παραγγελίας είναι συχνά ένα απόσπασμα θεατρικής παράστασης: στην καλύτερη εκδοχή της πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο εστιάτορας που σε πείθει πως ξέρει τι πρέπει να παραγγείλεις και δεν σε ρωτάει καν. Αλλά και στις άλλες εκδοχές η στιγμή της παραγγελίας είναι ολόκληρο μονόπρακτο: αν δεν σου προτείνουν, σου εξηγούν. Οποιος πάρει την παραγγελία, έχει όλες τις απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις και συγχρόνως έχει την υπομονή να σημειώσει όλες τις απαιτήσεις σου. Ακόμα κι αν του παραγγείλεις κάτι που μπορεί να βγάλει τον μάγειρα από τα ρούχα του θα το σημειώσει χωρίς αντιρρήσεις. Ή θα σου τις εκφράσει χαριτωμένα, σαν να σου λέει ότι δεν αναλαμβάνει την ευθύνη.
Η επίσκεψη στο εστιατόριο απαιτεί πάντα προετοιμασία. Δεν πας όπου να ‘ναι. Η επιλογή του χώρου έχει πάντα σχέση με τη βραδιά ή τον λόγο του γεύματος. Το εστιατόριο έχει την προσωπικότητά του: δεν κάνει για όλα και για όλους. Είναι το μοναδικό μαγαζί που έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Υπάρχουν εστιατόρια που είναι τέλεια σκηνικά για ρομάντζα και άλλα που νομίζεις ότι κάποιος τα έφτιαξε για τη φασαριόζικη παρέα σου και μόνο. Αν ο χώρος είναι αυτός που πρέπει, ακόμα και μια επιχειρηματική συμφωνία θα κλείσει σε χρόνο-ρεκόρ. Επίσης, υπάρχουν εστιατόρια στα οποία πας για να γιορτάσεις και αυτά στα οποία πας για να μοιραστείς, με όποιον καταλαβαίνει, κάποιου είδους καταπληκτικό γαστρονομικό μυστικό. Υπάρχουν αυτά στα οποία αισθάνεσαι πολύ άνετα με όσους τρώνε και φλυαρούν δίπλα σου και αυτά στα οποία χαίρεσαι γιατί σου θυμίζουν τα φοιτητικά χρόνια σου ή και τους γονείς σου. Υπάρχουν τα εστιατόρια στα οποία πας γιατί αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου, αλλά και τα άλλα στα οποία απολαμβάνεις μια πολυτέλεια την οποία στο σπίτι σου δεν θα την έχεις ποτέ. Και φυσικά υπάρχουν και αυτά που η κουζίνα σού φαίνεται τόσο καλή, ώστε νιώθεις σαν φανατικός οπαδός μιας θρησκείας στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένας Θεός τον οποίο, όπως οι Αρχαίοι Ελληνες, έχεις επινοήσει: τον αγαπάς γιατί σε καλομαθαίνει. Ο Γιώργος στα «Φιλετάκια». Ο Γιάννης στους «Ψαράδες». Ο Μάρκο στο «Bella Napoli». O άγνωστος τρομερός ψήστης που σε ένα σουβλατζίδικο δίπλα στην Τροχαία φτιάχνει ακόμα «καλαμάκια» όπως παλιά, με κομματάκια από κρέας που κόβει μόνος του. Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός, αλλά αν υπάρχει θα είναι κάποιος σαν τον Λευτέρη Λαζάρου. Χαμογελαστός, απλός, αλλά και έτοιμος να κάνει θαύματα. Ομως ζαλισμένος από την ανάμνηση διάφορων χαμένων απολαύσεων κάπου ξεστράτισα και θα σας κάνω να πιστέψετε πως αυτό που μου έλειψε ήταν τα αρχοντικά μενού, τα υπέροχα πιάτα και οι κάθε είδους λιχουδιές. Δεν είναι έτσι, πιστέψτε με. Είναι χειρότερο.
Αυτό που στερήθηκα εξαιτίας του κλεισίματος των εστιατορίων δεν ήταν οι χώροι, οι άνθρωποι και τα πιάτα. Ηταν η ίδια η αναζήτηση των εστιατορίων. Η συζήτηση για το καλό εστιατόριο είναι συχνά ανώτερη από το ίδιο το εστιατόριο, και αυτή είναι μια συζήτηση που η πανδημία σκότωσε/εξαφάνισε. Και ήταν μια συζήτηση αγαπημένη, γιατί επέτρεπε πάντα φαντασιώσεις και μεγάλωνε τις επιθυμίες: τέτοιες συζητήσεις είναι σπάνιες. Το delivery δεν τις εξασφαλίζει – είναι αδύνατον να παραγγείλεις πέντε πιάτα και μαζί μια συζήτηση για το ποιο από αυτά είναι το καλύτερο.
Είχα μήνες να ακούσω έναν φίλο να μου εξηγεί γιατί πρέπει να πάμε οπωσδήποτε στο εστιατόριο που ανακάλυψε «γιατί θα πάθουμε όλοι πλάκα με αυτό που θα ζήσουμε». Eίχα μήνες να δω κάποιον να ορκίζεται ότι η επίσκεψη στο τάδε ταβερνάκι είναι μια «εμπειρία ζωής». Oλο αυτό το διάστημα μου έλειψαν οι φίλοι μου που μάλωναν για το πού μπορεί να φας το καλύτερο μπιφτέκι ή τον καλύτερο μπακαλιάρο. Και ναι, λαχταρώ να ξανακούσω περιγραφές γεμάτες λεπτομέρειες για καλοψημένα παϊδάκια, καλοτηγανισμένα κολοκυθάκια, ψαρόσουπες-ποίηση και μπαρμπούνια «τα οποία είναι τόσο φρέσκα που σου μιλάνε». Μήνες τώρα τα μπαρμπούνια ήταν σιωπηλά.
Πόση αλήθεια υπήρχε σε όλες αυτές τις διηγήσεις ούτε το ξέρω ούτε και έχει καμία σημασία. Αυτό που μετράει είναι η πιθανότητα ο «παράδεισος» να είναι κάπου κοντά σου κι εσύ να μην το γνωρίζεις. Οπως, για παράδειγμα, δεν γνωρίζεις πως εκτός όλων των άλλων σε αυτό το καταπληκτικό ταβερνάκι που δεν έχεις πάει, υπάρχει και το καλύτερο ροζέ κρασί. Μπορεί να ήταν και κόκκινο, δεν θυμάμαι. Την ώρα που γίνονταν αυτές οι συζητήσεις πάντα είχα πιει ένα ποτήρι παραπάνω και δεν τις πρόσεχα όσο θα έπρεπε. Τώρα που σιγά-σιγά ετοιμάζονται να ξανανοίξουν τα εστιατόρια, την ώρα που… στα εστιατόρια θα μιλάμε για εστιατόρια, ορκίζομαι να κρατάω και σημειώσεις…

