«Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει». Τα περισσότερα ελληνικά σχήματα περιοδεύουν τον τελευταίο μήνα ανά την Ελλάδα, οι περισσότερες δισκογραφικές εταιρείες έχουν κατεβάσει εδώ και καιρό ρολά ενώ περίπου το ίδιο συμβαίνει και σε όλους όσοι κινούνται γύρω από τη δισκογραφία. Ολοι περιμένουν το φθινόπωρο για να αρχίσουν να βγαίνουν από τα (καλοκαιρινά) κουκούλια τους.


Οταν όμως δεν κινείται σχεδόν τίποτε καινούργιο, όταν δεν «παράγεται» καμία ιδέα, όταν όλοι και όλα ακολουθούν τους ρυθμούς της καλοκαιρινής ραστώνης, αυτονόητο είναι ότι και το ενδιαφέρον του κοινού θα ατονήσει. Οταν δεν υπάρχουν ειδήσεις δεν υπάρχει και η αφορμή να γραφτεί ή να ειπωθεί οτιδήποτε. Από κανέναν.


Και ο καιρός κυλάει και τα θέατρα εντός ή εκτός της Αττικής περιμένουν να υποδεχτούν τα ίδια και τα ίδια σχήματα, να χειροκροτήσουν και να αποθεώσουν τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες. Οι μουσικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί παίζουν τα ίδια και τα ίδια τραγούδια και οι περισσότεροι παραγωγοί λένε αυτονόητες κοινοτοπίες για τη ζέστη, για τους άδειους δρόμους, για αυτούς που φεύγουν ή για αυτούς που έρχονται.


Για δύο περίπου μήνες καινούργιο τραγούδι δεν μπορείς να ακούσεις στο ραδιόφωνο, νέο άλμπουμ δεν μπορείς να αγοράσεις στα δισκοπωλεία και αν ψάξεις για πρωτότυπη μουσική παράσταση, είναι σαν να ψάχνεις για χιόνι στη Σαχάρα. Η μοναδική ίσως εξαίρεση του κανόνα ήταν η κατά παραγγελία παράσταση «Φύσα, ψυχή μου» των Τσαλιγοπούλου, Μισιρλί, Αχαλινωτόπουλου στο Sani Φέστιβαλ.


Αντε λοιπόν να έρθει το φθινόπωρο, να γεμίσουμε και πάλι ενθουσιασμένους που θα διαλαλούν την πραμάτεια τους – συγγνώμη, τους νέους δίσκους και τις εμφανίσεις τους -, για να αποκτήσει και αυτό το «μαύρο» ελληνικό τραγούδι κάποιο (όσο του έχει μείνει) ενδιαφέρον.