Την Τρίτη 6 Νοεμβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, συνοδευόμενος από μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, του οργάνου δηλαδή που κατ’ αρχήν εκτελεί τις αποφάσεις της Ιεραρχίας, η οποία είναι η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, επισκέφθηκε τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου να αντιληφθεί εκ του σύνεγγυς τι ακριβώς σημαίνει «ουδετερόθρησκο κράτος», ερώτημα που είχε διατυπώσει την προηγουμένη, αναφέροντας μάλιστα ως παραδείγματα τα συστήματα στη Γερμανία και στη Γαλλία.
Και ω του θαύματος, λίγες ώρες αργότερα, αντί να πληροφορηθούμε τι ακριβώς απεκόμισε για την προτεινόμενη προσθήκη στο Σύνταγμα διατάξεως «περί ουδετερόθρησκου κράτους», εμφανίστηκαν Αρχιεπίσκοπος και Πρωθυπουργός να εξαγγέλλουν από κοινού «μια ιστορική συμφωνία», όπως την αποκάλεσαν, μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Ο αιφνιδιασμός ήταν καθολικός, πλην προφανώς ολίγων μυημένων και των μελών της Διαρκούς Συνόδου, στα οποία, όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, τέθηκε υπ’ όψιν το κείμενο που επρόκειτο σε λίγο να τους ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός…
Η ιδέα να καταλήξουν σε μια συμφωνία Πολιτεία (όχι η κυβέρνηση) και Εκκλησία (άρα Εκκλησία της Ελλάδος και Οικουμενικό Πατριαρχείο) είναι ασφαλώς από κάθε άποψη ευκταία.
Αλλά εδώ πρόκειται για ένα προσύμφωνο, που ανακοινώθηκε όλως αναρμοδίως, καθώς η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει από μεν την πλευρά της Εκκλησίας απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από δε την πλευρά της Πολιτείας συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο και ψήφιση νόμου από τη Βουλή.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που δημιουργείται από αυτές τις «εξαγγελίες» του Πρωθυπουργού, με την παρουσία και τους επαίνους μάλιστα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, είναι αφενός μεν ότι αγνοείται επιδεικτικώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αφετέρου ότι στραγγαλίζονται κυρίως οι έγγαμοι κληρικοί, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους αρχιερείς, προβλέπεται να μισθοδοτούνται από «ειδικό ταμείο της Εκκλησίας…  με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος», στο οποίο θα κατευθύνεται ως επιδότηση το ποσό που σήμερα καταβάλλει το δημόσιο ταμείο για τη μισθοδοσία τους.
Επί του πρώτου ζητήματος, η εκκωφαντική σιωπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου λέει πολλά. Σε χαλεπούς μάλιστα για την Ορθοδοξία καιρούς, η αντιμετώπιση της Πρωτόθρονης Εκκλησίας από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο θέτει σοβαρά ερωτήματα για την πορεία των σχέσεων τόσο των δύο Εκκλησιών όσο και της σημερινής κυβέρνησης με τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας. Η συνέχιση τέτοιων πρακτικών μόνο δεινά προοιωνίζεται…
Αλλά και η εξάρτηση του κλήρου, ιδίως των έγγαμων διακόνων και πρεσβυτέρων, τουλάχιστον 8.000, κατά κανόνα πολύτεκνων, οικογενειών, από τη διοίκηση της Εκκλησίας που θα αναλάβει τη μισθοδοσία τους μόνο αβεβαιότητα και σύνθετα νομικά προβλήματα προκαλεί. Οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν ήδη, όχι μόνο από τους ίδιους τους κληρικούς και τον ΙΣΚΕ, αλλά και από σώφρονες ιεράρχες, συνιστούν προπομπό του τι πρόκειται να ακολουθήσει αν οι εμπνευστές αυτής της συμφωνίας επιμείνουν στην εφαρμογή της.
Η αναδίπλωση του Αρχιεπισκόπου ήδη την επόμενη ημέρα της εξαγγελίας των κυβερνητικών προθέσεων πείθει ότι αρχίζει να γίνεται αντιληπτή η σφοδρή αντίδραση που θα αντιμετωπίσει.
Βεβαίως τα επιχειρήματά του θα εστιαστούν, κατά την προσφιλή του τακτική, στα κέρδη της Εκκλησίας στο περιουσιακό. Αλλά οι χρόνοι περνούν και δεν είναι πρέπον να εμμένει κανείς τόσο στη ρύθμιση, ακόμη και κατά τον καλύτερο τρόπο, των περιουσιακών ζητημάτων της Εκκλησίας έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος, προκειμένου να «αναστηθεί» η κοιμωμένη εκκλησιαστική περιουσία και να δώσει στην Εκκλησία παχυλά έσοδα για να επιτελέσει τους σκοπούς της…
Διότι, τελικώς, τι να την κάνει η Εκκλησία την περιουσία εάν στο μεταξύ έχει απολέσει και τους κληρικούς της, και τον λαό του Θεού!
*Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.