Στις 19 Μαρτίου 2008 έβαλε τέλος στη ζωή του ο κορυφαίος βέλγος συγγραφέας Ούγκο Κλάους επιλέγοντας την ευθανασία. Επασχε από Αλτσχάιμερ σε αρχικό στάδιο, τα συμπτώματα, μη αναστρέψιμα, είχαν ήδη εκδηλωθεί, τα τελευταία χρόνια είχε σταματήσει να γράφει. Πήγε στο νοσοκομείο συνοδευόμενος από τη γυναίκα και τον εκδότη του, τους προηγούμενους μήνες είχε αποχαιρετήσει τους φίλους του.

Ειρωνεία της τύχης, την ίδια μέρα του θανάτου του Κλάους βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της η Σαντάλ Σεμπίρ. Μετά από χρόνιες προσπάθειες και δικαστικούς αγώνες, η πολιτεία είχε απορρίψει το αίτημά της για ενεργή ευθανασία. Η Σαντάλ υπέφερε από μια σπάνια ανίατη μορφή παραμορφωτικού καρκίνου, είχε τυφλωθεί και βασανιζόταν από φρικτούς πόνους.

Δεν είμαι ειδική στα επί μέρους δεοντολογικά και νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την ευθανασία, αλλά αναρωτιέμαι γιατί πρέπει κανείς να σιχαθεί τόσο πολύ τη ζωή για να μπορέσει να φύγει. Να πρέπει να υποφέρει, να εξευτελιστεί, το σώμα του να γεμίσει ουλές, να φορέσει πάλι πάμπερς. Και οι άλλοι; Ποιος σκέφτεται τους άλλους, την οικογένεια και τους φίλους, τη διάλυση και τη φθορά τους από μέρα σε μέρα;

Είχα εμμονή με τον θάνατο στην εφηβεία μου και η εμμονή αυτή ξεκίνησε μαζί με το γράψιμο και τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες. Ερωτας και θάνατος βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής, η έλξη τους ήταν ακαταμάχητη, αυτό έλεγε η Σαπφώ, αυτό ένιωθα διαβάζοντας τους μεγάλους συγγραφείς. Εκανα μερικές απόπειρες. Εκ του ασφαλούς, σκέφτομαι σήμερα. Οχι ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Αλλά ήμουν νέα. Ο θάνατος, χωρισμένος και απρόσβλητος από τα γηρατειά και την αρρώστια, είχε κάτι αφηρημένο, καμιά φορά ηρωικό, ήταν μια ακόμα δυνατότητα, μπορούσες να παίξεις κρυφτούλι μαζί του.

Από τις πρώτες κινήσεις του μωρού να πιάσει ένα αντικείμενο, να σπρώξει μια κλειστή πόρτα για να ανακαλύψει τι βρίσκεται πίσω ή κοιτάζοντας μια μέρα στον καθρέφτη να αναγνωρίσει έκπληκτο τον εαυτό του και μερικά χρόνια αργότερα να νιώσει ασυγκράτητη έξαψη αγκαλιάζοντας ερωτικά κάποιον άλλον, το σώμα μας είναι ταυτόσημο με τη ζωή. Χωρίς λειτουργικό σώμα, ζωή δεν υπάρχει. Αινιγματικό και μπανάλ (μπανάλ ακριβώς επειδή το θεωρούμε δεδομένο), εργαλείο θαυμαστό και εφαλτήριο σκοτεινών φαντασιώσεων, η αντίληψή μας γι’ αυτό αλλάζει συνεχώς, μεταβάλλεται. Το υγιές σώμα είναι σαν να μην υπάρχει. Οι λειτουργίες του επιτελούνται σιωπηλά, εν αγνοία μας, ο οργανισμός βρίσκεται σε αυτόματο πιλότο. Μόνο με την αρρώστια και τον πόνο το σώμα δηλώνει επιτακτικά την παρουσία του. Το παράδοξο είναι ότι στην εκκίνηση το σώμα μοιάζει με κενό – ένα ιλιγγιώδες κενό που μπορεί να χωρέσει όλες τις εμπειρίες, να εκπληρώσει όλες τις υποσχέσεις – όσο είναι νέο, λειτουργικό και όμορφο. Οι υποσχέσεις συρρικνώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε παγιδευμένοι στο βιολογικό σώμα, αλλά περνάμε μεγάλο μέρος της ζωή μας με ένα άλλο σώμα, διαμορφωμένο από τις επιθυμίες μας, ένα σώμα ελεύθερο, διαθέσιμο για μεταμορφώσεις και παιχνίδι, σε τελευταία ανάλυση αθάνατο. Αυτό το δεύτερο σώμα που συχνά δίνει το έναυσμα για την τέχνη, τη φαντασία και τη δοτικότητα στους άλλους, δεν φαίνεται, δεν είναι μέρος του ορατού κόσμου. Το βιολογικό σώμα είναι ένα, το άλλο, το υποκειμενικό, πολλά. Ο καθένας μας είναι έρμαιο αυτής της αντιπαλότητας. Γερνώντας το υποκειμενικό σώμα υποχωρεί. Η ασθένεια είναι ο θρίαμβος του βιολογικού. Το πάσχον σώμα γίνεται αφόρητα παρόν.

Ας βάλουμε τους δυο θανάτους, του Κλάους και της Σεμπίρ, πλάι-πλάι. Ποιος είναι πιο κοντά στη ζωή; Στη ζωή σαν υπόσχεση. Στη μία μοναδική ζωή, ανεπανάληπτη για τον καθένα μας, που αξίζει να ζεις κάθε της στιγμή. Ο Κλάους είχε τον χρόνο να ωριμάσει η απόφαση μέσα του και να αποχαιρετήσει τους φίλους του, και πέθανε κοντά σε αγαπημένα του πρόσωπα. Η Σαντάλ πέθανε μόνη της, τυφλή και παραμορφωμένη, από ισχυρή δόση βαρβιτουρικών για ζώα. Η επιλογή του Κλάους τιμούσε τη ζωή που είχε ζήσει και το έργο του. Στη Σαντάλ αυτή η επιλογή δεν επιτράπηκε. Ποια είναι η ζωή που υπερασπίζονται τόσο λυσσαλέα οι πολέμιοι της ευθανασίας;

 

Η κυρία Ερση Σωτηροπούλου είναι συγγραφέας.