Είναι εύλογη η τάση μας να αποφεύγουμε τις δυσχέρειες, των ακανθωδών συζητήσεων συμπεριλαμβανομένων. Και η συζήτηση για την ευθανασία ανήκει σαφώς στις πλέον ακανθώδεις. Σε πείσμα, όμως, της όποιας διάθεσής μας, πλέον επιβάλλεται να συζητήσουμε στη χώρα μας τι θα κάνουμε με τους συνανθρώπους μας εκείνους που ζητούν να επισπευσθεί ο θάνατός τους.

Αποφεύγοντας τη συζήτηση το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να παραμένει στην επικράτεια της ασάφειας και της αοριστίας ένα πρακτικό πρόβλημα που θα έπρεπε να είναι απόλυτα ξεκάθαρο και συγκεκριμένο. Και όταν κάτι παραμένει ακαθόριστο, λαμβάνει στη σκέψη μας διαστάσεις που δεν του αναλογούν, γεγονός που καθιστά την όποια συζήτηση ακόμα δυσχερέστερη. Αυτό ήδη συμβαίνει σε σχέση με την ευθανασία. Επιτρέψτε μου να εστιάσω σε δύο μόνο μεταξύ των παρανοήσεων που κατά τη γνώμη μου παρεισφρέουν στην όποια σχετική με την ευθανασία συζήτηση.

Εξ ορισμού ευθανασία δεν είναι να βρίσκεσαι σε κώμα και κάποιος να αποφασίζει να κλείσει τον αναπνευστήρα ή την καρδιακή αντλία που σε κρατά στη ζωή – αυτός είναι ο πλέον διαδεδομένος φόβος που επικαλούνται όσοι αντίκεινται στη νομιμοποίηση της ευθανασίας, όμως δεν αφορά την ίδια την ευθανασία, αλλά κάτι διαφορετικό: τον φόνο από οίκτο (mercy killing). Και πράγματι, το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να προξενεί σε όλους μας ανασφάλεια, και κανείς δεν θα μπορούσε να μας κατηγορήσει πως υπερβάλλουμε. Ας καταδικάσουμε, λοιπόν, την πρακτική αυτή, αλλά τούτο μικρή μόνο σχέση θα είχε με τη γενικότερη συζήτηση περί ευθανασίας. Δεν είναι ο χώρος ή η περίσταση να επεκταθώ σε ορισμούς, αλλά ούτε και απαιτείται κάτι τέτοιο: η συζήτηση για την ευθανασία περιορίζεται – ή πρέπει να περιορίζεται – στις περιπτώσεις όσων έχοντας επίγνωση της κατάστασής τους, επαφή με το περιβάλλον τους, αλλά και τη δυνατότητα να κοινοποιούν με σαφήνεια την κατασταλαγμένη βούλησή τους, αιτούνται να επισπευσθεί ο θάνατός τους. Οσο ξεμακραίνουμε από την περιγραφή αυτή τόσο περισσότερο γκρίζα γίνεται η κατάσταση – ωστόσο, δεν είναι διόλου αναγκαίο να ξεμακραίνουμε.

Δεύτερη παρανόηση: αν είναι να διενεργείται ευθανασία, η παθητική της εκδοχή είναι σαφώς προτιμότερη από την ενεργητική, διότι αυτή είναι που δεν απαξιώνει τη ζωή, τουλάχιστον τόσο εξόφθαλμα: στην περίπτωση της παθητικής ευθανασίας, όταν, δηλαδή, αποσύρονται οι συσκευές που υποστηρίζουν τη ζωή, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που σκοτώνουμε το θύμα, αυτό το κάνει η πάθησή του – εμείς απλώς αφήνουμε «τη φύση να πάρει τον δρόμο της». Ομως, αυτό ακριβώς είναι που ο πάσχων δεν επιθυμεί να συμβεί – δεν επιθυμεί η φύση να πάρει τον δρόμο της, αλλά ο δρόμος αυτός να συντομευθεί. Επίσης, ο θάνατος στην περίπτωση της παθητικής ευθανασίας είναι συνήθως τόσο επώδυνος και μακρός που δύσκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τι τον καθιστά προτιμότερο από τη φυσική πορεία των πραγμάτων. Αντιθέτως, η ενεργητική ευθανασία προσφέρει στον πάσχοντα τον πλέον ανώδυνο και σύντομο θάνατο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ο πάσχων ζητά. Το γεγονός πως η παθητική ευθανασία, σε αντίθεση με την ενεργητική, είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσει τον δράστη της στο εδώλιο του κατηγορουμένου αποτελεί έξοχο νομικό επιχείρημα υπέρ αυτής, αλλά ηθικά είναι μάλλον αδιάφορο: το κεντρικό ζητούμενο της ευθανασίας δεν είναι να μη διωχθεί ο δράστης, αλλά να δεχθεί ο πάσχων αυτό που πράγματι αιτείται, έναν ανώδυνο και σύντομο θάνατο.

Οι παρανοήσεις αυτές συχνά εμπλουτίζονται με ποικίλα σαθρά επιχειρήματα, τα οποία παραμένουν πειστικά μόνο έως ότου ελεγχθούν – αλλά ο έλεγχος προϋποθέτει τον διάλογο, και αυτόν εμείς απλώς τον αποφεύγουμε. Ομως, δεν θα μπορούμε να τον αποφεύγουμε εσαεί. Η επιστήμη και η τεχνολογία επιμηκύνουν τη ζωή μας όλο και περισσότερο, και ενίοτε η επιμήκυνση αυτή αναπόφευκτα παρακολουθείται από νοσήματα φθοράς, τα οποία συχνά οδηγούν σε αργό και επώδυνο τέλος. Σκεφτόμαστε συνήθως ως αίτια των ποικίλων νοσημάτων φθοράς τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, φέρ’ ειπείν, την κακή διατροφή, και άλλα τέτοια, και ξεχνούμε πως σήμερα οι άνθρωποι θεωρούνται ακόμη νέοι όταν βρίσκονται σε ηλικίες που παλαιότερα τους καθιστούσαν υπερηλίκους. Κάποιες φορές, μάλιστα, η τεχνολογία παρατείνει τη ζωή μας πολύ πέραν των φυσικών της ορίων: η Τέρι Σιάβο περιέπεσε σε κώμα σε ηλικία 26 ετών, όμως πέθανε στα 41 της: αυτό θα ήταν αδιανόητο μισόν αιώνα νωρίτερα.

Από όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει πως εισηγούμαι τη νομιμοποίηση της ευθανασίας. Θα έκανε λάθος – η αλήθεια είναι πως διατηρώ έντονες αμφιβολίες. Αυτό, όμως, που σίγουρα υποστηρίζω, και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, είναι η ανάγκη να συζητήσουμε διεξοδικά και νηφάλια το ζήτημα αυτό. Αλλωστε, πρόκειται για δίλημμα που δυνητικά μάς αφορά όλους, όσο και εάν ελπίζουμε πως τελικά εμείς θα είμαστε εκείνοι οι τυχεροί που δεν θα βρεθούν ενώπιόν του.

Ο κ. Ευάγγελος Δ. Πρωτοπαπαδάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φιλοσοφίας.