Αρνητικά από οικονομικής απόψεως (και τραγικά από υγειονομικής) γεγονότα δημιουργούν ένα παζλ συγκυριών που μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί από τους πολύπαθους καταναλωτές ως σύνθημα για να σπεύσουν να αυξήσουν τα ενεργειακά τους αποθέματα.

Οι αρνητικές οικονομικές εξελίξεις έχουν να κάνουν με την κάμψη της ανάπτυξης που έφεραν η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός – και όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη, πέφτει η ζήτηση. Οι αρνητικές υγειονομικές εξελίξεις έχουν να κάνουν με την αναζωπύρωση της COVID στην Κίνα και την προοπτική νέων lockdowns, άρα μείωση της ζήτησης και στη μεγαλύτερη σε κατανάλωση υδρογονανθράκων χώρα στον κόσμο.

Οταν μειώνεται η ζήτηση, βεβαίως, αυξάνονται τα αποθέματα ενός προϊόντος και πέφτουν οι τιμές. Ασφαλώς οι παραγωγοί, που έχουν συμφέρον να μην πέσουν οι τιμές, βλέποντας ότι μειώνεται η ζήτηση σπεύδουν να μειώσουν και την προσφορά. Εκεί ακριβώς παίζεται το παιχνίδι στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου: ο OPEC+ (οι χώρες-μέλη του πετρελαϊκού καρτέλ δηλαδή και η Ρωσία) μειώνουν την παραγωγή τους για να την ευθυγραμμίσουν με τη μειωμένη ζήτηση και να στηριχθεί η αγορά.

Θα τους βγει;

Οι ειδικοί όμως θεωρούν ότι η προσπάθεια των «πετρελαιάδων» δεν θα τους αποδώσει τα προσδοκώμενα. Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, έσπευσε να μειώσει κατά 10 δολάρια, στα 100 δολάρια το βαρέλι, την πρόβλεψή της για τη μέση τιμή του πετρελαίου το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Ως αιτία για την αναθεώρηση αυτή προέβαλε αφενός την ανησυχία για την αύξηση των κρουσμάτων COVID στην Κίνα και αφετέρου την ασάφεια που επικρατεί σχετικά με τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Μόσχας, λιγότερο από δύο εβδομάδες προτού εφαρμοστεί η απόφαση του G7 για την επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, στις αρχές Δεκεμβρίου.

Ατεγκτη στάση

Εν τω μεταξύ, το περασμένο Σαββατοκύριακο καταγράφτηκαν τρεις θάνατοι από COVID στην Κίνα. Ηταν οι πρώτοι από τον περασμένο Μάιο και με δεδομένη την άτεγκτη στάση του Πεκίνου απέναντι στην πανδημία οι ειδικοί προβλέπουν νέα lockdowns. «Οι επενδυτές δικαίως ανησυχούν για τις οικονομικές εξελίξεις λόγω των σημαντικών κρουσμάτων COVID στην Κίνα και της έλλειψης σαφήνειας εκ μέρους του G7» σημειώνουν οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας. Οι ειδικοί εξήγησαν ότι περισσότερα lockdowns στην Κίνα θα αντιστάθμιζαν τις διόλου ευκαταφρόνητες περικοπές της πετρελαϊκής παραγωγής κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, που αποφάσισε ο OPEC+.

Δωράκια στο Κρεμλίνο;

Η τιμή του αργού έχει υποχωρήσει κατά περισσότερο από 30% από τον περασμένο Ιούνιο στην αμερικανική αγορά εμπορευμάτων, πέφτοντας από τα 120 δολάρια το βαρέλι στα 80 δολάρια και ακόμα χαμηλότερα. Πολύ μεγάλη είναι και η πτώση της τιμής του Brent στην αγορά του Λονδίνου, που διαμορφώνεται στην περιοχή των 85 δολαρίων το βαρέλι εξαιτίας της φημολογίας ότι τα μειωμένα επίπεδα τιμών εισαγωγής πετρελαίου από τη Ρωσία που αποφάσισε το G7 θα είναι τελικά πιο… ψηλά από αυτά που ισχύουν σήμερα.

Την περασμένη Τετάρτη αξιωματούχος της ΕΕ αποκάλυψε στο Reuters ότι το πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου που εξάγεται διά θαλάσσης από τη Ρωσία θα οριστεί στο επίπεδο των 65-70 δολαρίων το βαρέλι. Αλλά αν και οι χώρες της Μεσογείου πληρώνουν σήμερα περίπου 68 δολάρια το βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο που εισάγουν, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης πληρώνουν μόλις 62-63 δολάρια. Θα τρίβουν τα χέρια τους στο Κρεμλίνο…

«Exxon Mobil, Chevron και ConocoPhillips βλάπτουν κράτη και μετόχους»

Οταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εκτοξεύει απειλές ότι θα φορολογήσει τα υπερκέρδη των πετρελαϊκών εταιρειών, δεν μπορούν παρά να οι εκ προοιμίου και εξ ορισμού «αμφισβητίες» του κλάδου. Υπό συνθήκες ενεργειακής κρίσης και ακρίβειας, εξάλλου, δεν αποτελεί έκπληξη η στοχοποίηση των Exxon Mobil, Chevron και ConocoPhillips από τη μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, η οποία υποστηρίζει ότι «με τις πρακτικές τους, κυρίως έναντι των χωρών του Νότου που έχουν ανάγκη από τα μεγαλύτερα δυνατά φορολογικά έσοδα, οι τρεις πετρελαϊκοί όμιλοι βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον».
Εκπληξη, τουναντίον, συνιστά το ότι στην πρωτοβουλία της αυτή η Oxfam εξασφάλισε τη στήριξη των μετόχων των τριών εταιρειών. Διότι την περασμένη Δευτέρα η οργάνωση κατέθεσε ψηφίσματα μετόχων των τριών ομίλων κατά των διοικήσεων που «με τις φορολογικές πρακτικές που εφαρμόζουν αφήνουν στο σκοτάδι τις εποπτικές αρχές, την κοινή γνώμη και τους επενδυτές».
Η ConocoPhillips επιβεβαίωσε ότι έχει λάβει σχετική εισήγηση από τους μετόχους της εν όψει της ετήσιας γενικής συνέλευσης που θα γίνει τον επόμενο Μάιο. Εκπρόσωπος της Chevron απέρριψε τις αιτιάσεις υποστηρίζοντας ότι «η εταιρεία συμμορφώνεται με όλους τους φορολογικούς νόμους σε διεθνές επίπεδο». Εκπρόσωπος της Exxon Mobil που αναζήτησαν ρεπόρτερ του CNBC για να σχολιάσει την είδηση, «δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί εγκαίρως», αναφέρει το αμερικανικό δίκτυο.

«Πολεμική κερδοσκοπία»
Αθροιστικά τα κέρδη τρίτου τριμήνου που ανακοίνωσαν οι Exxon Mobil, Chevron και ConocoPhillips ξεπερνούν τα 35 δισ. δολάρια. Τον Οκτώβριο ο Τζο Μπάιντεν κατηγόρησε τους ενεργειακούς κολοσσούς ότι «κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμο στην Ουκρανία» και απείλησε να επιβάλει έκτακτη φορολογική εισφορά στα κέρδη τους. Η «πάσα» ήταν ιδανική για την Oxfam, που υποστήριξε ότι «οι φορολογικές πρακτικές της Exxon Mobil, της Chevron και της ConocoPhillips δημιουργούν κίνδυνο για τους επενδυτές που θέλουν να αποφύγουν πιθανή ζημιά από τον κλονισμό της φήμης των επιχειρήσεων και από το ενδεχόμενο να χάσουν εκατομμύρια δολάρια λόγω αγωγών, μποϊκοτάζ ή και επαναδιαπραγμάτευσης φορολογικών συμφωνιών».
Για να αποφύγουν τις συνέπειες η Oxfam κάλεσε τις εταιρείες να δημοσιεύσουν εκθέσεις που να περιγράφουν λεπτομερώς τις φορολογικές τους πρακτικές κατά τα πρότυπα της Global Reporting Initiative. Δημοσιοποιώντας δηλαδή ξεχωριστές αναφορές από κάθε χώρα στην οποία δραστηριοποιούνται, με λεπτομερείς πληροφορίες για τα οικονομικά, τα φορολογικά και τα εργασιακά θέματα.

«Χάνονται» $89 δισ. ετησίως
Πρόσφατη έκθεση του Tax Justice Network έδειξε ότι αν οι τρεις γιγαντιαίοι όμιλοι εφάρμοζαν τα πρότυπα της Global Reporting Initiative, τα φορολογικά έσοδα της αμερικανικής και άλλων κυβερνήσεων θα αυξάνονταν κατά 89 δισ. δολάρια ετησίως – η φοροαποφυγή γίνεται διά της διαδεδομένης από πολλούς υπερεθνικούς ομίλους μεθόδου της διασυνοριακής μεταφοράς κερδών.
«Οι μέτοχοι πρέπει να κατανοούν τους πιθανούς κινδύνους που τους απειλούν και να απαιτούν διαφάνεια από τους ομίλους στους οποίους επενδύουν τα κεφάλαιά τους» δήλωσε στο CNBC ο αναλυτής του Κέντρου Διεθνούς Εταιρικού Φορολογικού Ελέγχου και Ερευνας Τζέισον Γουόρντ. Η Oxfam ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1942 και κύρια αποστολή της είναι η καταπολέμηση της πείνας ανά τον κόσμο. Η πρώτη αποστολή που ανέλαβε ήταν για να βοηθήσει τους λιμοκτονούντες Ελληνες κατά τη γερμανική Κατοχή.