Μάρκο Μπελόκιο: «Και η αμφισβήτηση είναι μια πιθανότητα»
Aκούραστος και άκρως παραγωγικός, ο σπουδαίος ιταλός σκηνοθέτης κάνει μια αναδρομή στην αρχή του τέλους της Κόζα Νόστρα μέσα από την ιστορία του «Προδότη» Τομάζο Μπουσκέτα.

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Oπως με το «Καλημέρα, νύχτα» δεν σκηνοθέτησα μια καθαρή αναπαράσταση ενός πολιτικού γεγονότος όπως η δολοφονία του Αλντο Μόρο, έτσι και στον «Προδότη» δεν είχα καμία πρόθεση να γυρίσω μια ταινία για την ίδια την Κόζα Νόστρα» είχε δηλώσει στο «Βήμα» ο Μάρκο Μπελόκιο μιλώντας πέρυσι στις Κάννες για την τελευταία μέχρι σήμερα ολοκληρωμένη ταινία του, τον «Προδότη», η οποία προβάλλεται αυτό το διάστημα και στους ελληνικούς κινηματογράφους. Το φιλμ, που φέρει μία από τις πιο βαριές υπογραφές του ιταλικού κινηματογράφου, είναι περισσότερο η ιστορία του Τομάζο Μπουσκέτα (εξαιρετικός ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), ο οποίος γεννήθηκε στο Παλέρμο το 1928 (το μικρότερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας με 17 τέκνα), παντρεύτηκε νωρίς, έγινε ο ίδιος πατέρας στα 16 του και μπήκε στην παρανομία το 1945 αποδεικνύοντας σύντομα τις ικανότητές του. Το 1963, κυνηγημένος από την ιταλική Δικαιοσύνη, κατέφυγε μεταξύ άλλων στις ΗΠΑ και έπειτα στη Βραζιλία, κερδίζοντας το παρατσούκλι «το αφεντικό δύο κόσμων».
Χρόνια αργότερα και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ο Μπουσκέτα επέλεξε να προδώσει τον αιώνιο όρκο που είχε δώσει στην Κόζα Νόστρα και να καταθέσει ονόματα κακοποιών στον δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε. Κατά κάποιον μάλιστα τρόπο, με αυτή την κίνηση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για όλους τους εμπλεκομένους στην Κόζα Νόστρα.
Επανεξετάζοντας την Ιστορία
Σε όλη την καριέρα του, ο 81χρονος σήμερα Μάρκο Μπελόκιο παρέμεινε αφοσιωμένος και στην επανεξέταση της πολιτικής Ιστορίας της Ιταλίας, στην ενδελεχή διερεύνηση της εύθραυστης ταυτότητάς της. Η αληθινή ιστορία του πληροφοριοδότη που σόκαρε την κοινή γνώμη με την απόφασή του να στραφεί ενάντια στη σικελική Μαφία – και στους επικίνδυνους πρώην συντρόφους του – δεν θα μπορούσε να διαφέρει από προηγούμενες δουλειές του βετεράνου σκηνοθέτη. Πόσο μάλλον όταν στο κέντρο αυτής της ιστορίας βρίσκεται η περιβόητη «Δίκη Μάξι», η οποία άλλαξε για πάντα τον αγώνα κατά της μαφιόζικης δραστηριότητας στη γείτονα, έχοντας τραντάξει συθέμελα το πολιτικοκοινωνικό σύστημα. «Η ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας απλούστατα δεν με αφορά» τόνισε ο Μάρκο Μπελόκιο. «Εφόσον μου δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσω μια ταινία για αυτή την τραγωδία, θεώρησα πιο προκλητικό να μιλήσω για το ίδιο το πρόσωπο του Μπουσκέτα δημιουργώντας από αυτόν την ίντριγκα. Ακόμη και η αμφισβήτηση είναι μια πιθανότητα». Στόχος του σκηνοθέτη δεν είναι η δημοσιογραφική έρευνα ή η πολιτική προπαγάνδα αλλά η κατανόηση ενός ιστορικού γεγονότος μέσω της προκλητικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Τέχνη και πολιτική
Η πρόκληση ανέκαθεν έβραζε στο αίμα του αριστερού Μάρκο Μπελόκιο. Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Οι γροθιές στην τσέπη», ο 26χρονος το 1965 κινηματογραφιστής από την Πιατσέντζα ανατίναζε τα ασφαλή θεμέλια του θεσμού της οικογένειας. Σε μια άλλη διάσημη στιγμή του, το «Χαμόγελο της μητέρας μου» (2002), συνέτριψε τον θρησκευτικό φανατισμό ενοχλώντας το Βατικανό και την Καθολική Εκκλησία («Δεν είναι μια ταινία εναντίον της θρησκείας αλλά της θρησκευτικής σκέψης, την οποία συναντάμε πολύ συχνά σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τη θρησκεία» είχε δηλώσει ο ίδιος). Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τις «Γροθιές» μέχρι τις μέρες μας, η έντονη πολιτική δραστηριοποίηση και ανησυχία του διανοούμενου ιταλού δημιουργού υπήρξαν χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής πορείας του.
Αποσπόρι – μαζί με το δίδυμο αδελφό του Καμίλο, ο οποίος αυτοκτόνησε – ενός δικηγόρου και μιας δασκάλας που έκαναν συνολικά οκτώ παιδιά, ο Μπελόκιο φοίτησε σε εκκλησιαστικό Γυμνάσιο και Λύκειο και η αυστηρή Kαθολική εκπαίδευσή του έμελλε να επηρεάσει αργότερα το έργο του, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Εν ονόματι του πατρός» (1971). Αποφοιτώντας γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Kαθολικού Πανεπιστημίου του Mιλάνου, πέρασε από την Aκαδημία Δραματικής Τέχνης της πόλης, από τη Σχολή Kινηματογράφου της Ρώμης και το 1963 κέρδισε μια υποτροφία για το Slade School of Fine Arts στο Λονδίνο.
Τo επαναστατικό κλίμα του 1968 βρήκε τον Μπελόκιο μέλος της εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης της Ακρας Aριστεράς Ενωση Iταλών Kομμουνιστών, για λογαριασμό της οποίας γύρισε ντοκιμαντέρ πολιτικής προπαγάνδας. Από πολύ νέος άλλωστε δημοσίευσε ποιήματα και άρθρα στο περιοδικό της Νέας Αριστεράς «Quachermi Piecentini» (το οποίο διηύθυνε ο αδελφός του, Πιερτζόρτζιο), έναν χώρο συσπείρωσης των μη ενταγμένων στο ΚΚΙ διανοούμενων της ιταλικής Αριστεράς. Η γνωριμία του με τον αιρετικό ψυχαναλυτή Μάσιμο Φατζιόλι επηρέασε βαθιά το έργο του σε ταινίες όπως το «Πήδημα στο κενό» (1980), ο «Γλάρος» (1977) και ο «Ερρίκος Δ΄» (1984). Τέλη της δεκαετίας του 1970 και οι πολιτικές αναζητήσεις υποχωρούν στο ιταλικό σινεμά. Σε αντίθεση με τον φίλο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι που έφυγε για το εξωτερικό, ο Μπελόκιο παρέμεινε στην Ιταλία επιλέγοντας την αυτογνωσία και την εσωστρέφεια, με ταινίες όμως που δύσκολα ξεφεύγουν από τα σύνορα της Ιταλίας. Κακά τα ψέματα. Από την εποχή που ο Μπελόκιο υπέγραψε την πιο αναγνωρίσιμη ταινία της φιλμογραφίας του, «Ο διάβολος στο κορμί της» (1986), το έργο του δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό – πλην εξαιρέσεων – εκτός Ιταλίας.
Στο μυαλό του «Προδότη»
Για να επιστρέψουμε στην πλοκή της πρόσφατης ταινίας, η απόφαση του Τομάζο Μπουσκέτα άλλαξε για πάντα τη ζωή του αλλά και τη Μαφία, αφού οι πληροφορίες τις οποίες έδωσε στους ιταλούς δικαστές ήταν οι σημαντικότερες που είχαν έρθει ποτέ στο φως για την υπόθεση. Για πρώτη φορά, η αποδυνάμωση της Κόζα Νόστρα ήταν εφικτή και απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 475 άτομα. Η «Δίκη Μάξι» έγινε στο Παλέρμο, μέσα στο στόμα του λιονταριού, και ο Μπουσκέτα ως κύριος μάρτυρας ανέβηκε στο εδώλιο με ρίσκο της ζωής του. Η δίκη έληξε με 360 καταδίκες και το 1992 ο δικαστής Φαλκόνε δολοφονήθηκε. Ο Μπουσκέτα στη συνέχεια καταδίκασε τη σύνδεση ανάμεσα στη Μαφία και στους ιταλούς πολιτικούς. Οι αποκαλύψεις του ενοχοποίησαν ισχυρούς άνδρες, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεότι.
«Η προδοσία είναι μια θεματική που η ταινία εξερευνά ακούραστα, ακριβώς επειδή μας κάνει να αναρωτηθούμε σχετικά με την αλλαγή» δηλώνει ο Μπελόκιο. «Μπορεί αλήθεια ένας άνδρας να αλλάξει πραγματικά και σε βάθος κατά τη διάρκεια της ζωής του ή απλώς προσποιείται;». Για τον Μπελόκιο ένα ακόμη ερώτημα θα μπορούσε να αφορά την ίδια αυτή την αλλαγή: είναι μήπως ένας τρόπος θεραπείας ή εξιλέωσης; «Πήρε την απόφαση αυτή ο Μπουσκέτα, ο οποίος αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό του πληροφοριοδότη όλη του τη ζωή, με στόχο την εξιλέωση αυτή, για να γίνει ένας άλλος άνδρας; Ή μήπως απλώς ήθελε να πετύχει τη δική του δικαιοσύνη;».

