Κυβερνητικός δόλιχος

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η Συνταγματική Αναθεώρηση 2019, που μόλις ολοκληρώθηκε, δεν επέφερε, τελικώς, καμία αλλαγή στο πλέγμα των διατάξεων που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, παρότι, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, το άρθρο 3 είχε προταθεί από την προηγούμενη Βουλή προς αναθεώρηση.
Βέβαια, την κύρια ευθύνη φέρει η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αφενός δεν επιχείρησε στα σοβαρά μια συναινετική συνταγματική αναθεώρηση, αφετέρου δε στα συγκεκριμένα θέματα, με τις μαξιμαλιστικές και εν πολλοίς ανούσιες απόψεις περί «ουδετερόθρησκου κράτους», έκαψε κάθε πιθανότητα ενός αναγκαίου και συναινετικού εκσυγχρονισμού των σχετικών διατάξεων.
Αρα, τα άρθρα 3 και 13 (κατά τις αναθεωρήσιμες διατάξεις του), αλλά, μην το λησμονούμε, και το άρθρο 16 (όχι μόνο για το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και για τον σκοπό της δημόσιας παιδείας) θα συνεχίσουν να ταλανίζουν θεωρία και πράξη.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 δεν καταλέγει στις προτεραιότητές της τον επανακαθορισμό των σχέσεων Κράτους – επικρατούσας Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς καθίσταται όλο και πιο πιθανό να στραφεί προς τη διοίκηση της Εκκλησίας για βοήθεια στο ολοένα οξυνόμενο προσφυγικό / μεταναστευστικό πρόβλημα…
Θέλω, εν τούτοις, να πιστεύω πως δεν διαφεύγει από τον Πρωθυπουργό και το στενό επιτελείο του ότι η άνετη εκλογική νίκη δεν οφείλεται μόνον σε αμιγώς δεξιούς ψηφοφόρους, αλλά και σε μια μεγάλη πληθυσμιακά ομάδα κεντρώων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, οι οποίοι, για διαφορετικούς λόγους καθένας τους, ψήφισαν αυτή τη φορά τη Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του.
Αυτή η, καθόλου ευκαταφρόνητη, ομάδα ψηφοφόρων δεν αγάλλεται, βέβαια, όταν βλέπει τη διοικούσα Εκκλησία ή προβεβλημένα μέλη της Ιεραρχίας να επιστρέφουν σε πρακτικές παρελθουσών δεκαετιών, να εξαπολύουν μύδρους κατά όσων «παρεκκλίνουν» από τις θέσεις της και ταυτοχρόνως να κάνουν τα στραβά μάτια για τους πάσης φύσεως «δυνατούς».
Θα πρέπει, εξάλλου, κάποια στιγμή, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό στους εκάστοτε κυβερνώντες και στους 300 της Βουλής ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού που πιστεύει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, τω όντι, ασκεί εξουσία. Εάν, πάλι, τούτο έχει γίνει ήδη αντιληπτό και συνειδητά συνεχίζεται η ίδια στάση, τότε ακόμη χειρότερα, διότι δεν πρόκειται πλέον για πολιτική καταλλαγής, αλλά για αήθη συναλλαγή…
Ασφαλώς, οφείλουμε να ομολογήσουμε, εν όψει και των εορτασμών των διακοσίων ετών από την έναρξη του αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία, πως κάτι έχει αλλάξει από τότε. Ετσι, ενώ πρώτος Μινίστρος της Θρησκείας μετά την Επανάσταση του 1821 ήταν Επίσκοπος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος έχει αυτοπεριοριστεί στον ορισμό μόνο του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων, έτσι ώστε μετέχει στη διακυβέρνηση με όλες τις κυβερνήσεις…
Και τούτο είναι πρόδηλο, αφού, από το 2011, επί όλων των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠαΣοΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ήδη, αμιγώς, Νέας Δημοκρατίας, παραμένει ο ίδιος Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων στο αρμόδιο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατ’ επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών.
Τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο θεσμών εξακολουθούν, όμως, να παραμένουν άλυτα. Οι διακριτοί ρόλοι, ο Καταστατικός Χάρτης, η εκκλησιαστική περιουσία, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη είναι τα πιο γνωστά από αυτά. Ο ατέρμων και άκαρπος διάλογος μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας είναι περιττή πολυτέλεια. Η κυβέρνηση δεν έχει παρά να ανασύρει από τα συρτάρια του υπουργείου Παιδείας τη «Συμφωνία Εκκλησίας – Πολιτείας» του 1988, της κοινής Κληρικολαϊκής Επιτροπής υπό τον αείμνηστο Κ. Σταμάτη, που επιτεύχθηκε μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, με τη συμμετοχή μάλιστα τόσον του προηγούμενου όσον και του σημερινού Αρχιεπισκόπου Αθηνών, να την επικαιροποιήσει και να τη θέσει σε εφαρμογή.
Η συνένωση, εξάλλου, όλων των περί τα θρησκεύματα αρμοδιοτήτων, τόσο εκείνων του υπουργείου Παιδείας όσο και εκείνων του υπουργείου Εξωτερικών, σε μια μόνον κυβερνητική δομή, υπαγόμενη αμέσως υπό τον Πρωθυπουργό ή τον υπουργό Επικρατείας, έτσι ώστε να ασκείται ενιαία εκκλησιαστική πολιτική, έχει επίσης υποστηριχθεί και αιτιολογηθεί από δεκαετιών. Προσιδιάζει δε ήδη και στο νέο επιτελικό μοντέλο που ευαγγελίζεται η νέα διακυβέρνηση.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες ικανότητες για να προβλέψει κανείς τα γενικότερα εκκλησιαστικά ζητήματα που βρίσκονται επί θύραις ή κυοφορούνται. Αυτού του είδους τα ζητήματα, όμως, συχνά έρχονται και όταν κανείς δεν τα περιμένει. Και τότε πρέπει να υπάρχει σχέδιο για την αντιμετώπισή τους, στη βάση μιας γενικότερης στρατηγικής. Αρα είναι όντως μακρύς ο δρόμος, και μάλιστα δρόμος αντοχής, αυτός που καλείται να πορευθεί η σημερινή κυβέρνηση.
Βέβαια, πάντα υπάρχει ελπίδα ότι κάποια πράγματα θα αλλάξουν. Αχνοφέγγει άλλωστε ήδη η ημέρα που θα αναγγελθούν οι εορτασμοί για τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830). Εως το 2030, λοιπόν, όλο και κάποια αναθεωρητική του Συντάγματος πρωτοβουλία θα έχει αναφανεί, μια και η ιστορία έχει αποδείξει ότι και το Σύνταγμά μας συνηθίζουμε να το τροποποιούμε, τηρουμένων των αναλογιών, σαν να ήταν ένας απλός νόμος…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

