ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ «Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω…»
Ο ποιητής του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» και των «Πατρίδων» και τα ζωντανά σπίτια που τον διαμόρφωσαν – Η πατρική οικία στην Πάτρα, η φιλοξενία στο Μεσολόγγι, το φιλολογικό σαλόνι του ενήλικου βίου στην Αθήνα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Εκδόσεις, διαβάσματα και θέματα που μας απασχόλησαν τη χρονιά που πέρασε δίνουν την αφορμή για αυτά τα καλοκαιρινά αφιερώματα. Τούτη η ιδιαίτερη χρονιά, της πανδημίας, ανέδειξε ως κύριο θέμα το σπίτι, που μεταβλήθηκε αιφνιδίως σε αποκλειστικό τόπο της προσωπικής, της οικογενειακής και της εργασιακής ζωής μαζί. Προέκυψε από τα πράγματα λοιπόν το εφετινό αυγουστιάτικο αφιέρωμα σε σημαντικούς έλληνες λογοτέχνες και στη διερεύνηση της σχέσης τους με τα σπίτια της ζωής τους μέσα από αναμνήσεις και σχόλια που καταθέτουν σε αυτοβιογραφικά τους κείμενα, στα ημερολόγια και στην αλληλογραφία τους.
Πρώτος σε αυτή τη σειρά, που θα συνεχιστεί τις επόμενες Κυριακές, είναι δικαιωματικά ο Κωστής Παλαμάς, ένας ποιητής που έγραψε συνειδητά για τα σπίτια της ζωής του, τόσο σε προσωπικά και δημοσιογραφικά κείμενα, όσο και στην ποίησή του. Τα προσωπικά του σημειώματα, που οργάνωσε σε μια αποσπασματική αυτοβιογραφία ο γιος του Λέανδρος στον δεύτερο τόμο του τίτλου Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου (1940), αρχίζουν με τη γέννηση του Παλαμά το 1859, δίνοντας αμέσως την περιγραφή του τόπου της παιδικής ηλικίας, του πατρικού σπιτιού στην Πάτρα.
Το πατρικό σπίτι ήταν δίπατο. «… στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια΄ σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, ανίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία». Γράφοντας το 1913 γι’ αυτό το σπίτι – της οδού Κορίνθου 241, που ανακαινισμένο σήμερα φιλοξενεί τη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς» – ο Παλαμάς θυμάται ότι «έστεκε σε δρόμο πλατύ κάπως που τραβούσε όλο ίσα…», ενώ από την άλλη μεριά «ο δρόμος έβγαινε προς το περιβόλι της Αμαλίας΄ έτσι λέγοταν με τ’ όνομα της πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι. Δε θυμούμαι του περιβολιού γνωρίσματ’ άλλα΄ μονάχα τα δεντρολίβανα…», που έκτοτε η μυρωδιά τους, όπως τον προυστικό αφηγητή, τον ταξιδεύει πίσω στην Πάτρα και στο περιβόλι της Αμαλίας που εμφανίζεται στα μάτια του «σαν ένα ισκιωμένο δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο». Ηταν «από τα πιο απλά, τα πιο παλιά, τα πιο μονότονα ενθυμήματα΄ κάτι σαν εξοχή και σαν καταφυγή. Και είναι η πρώτη γνωριμία μου με ό,τι λέμε φύση΄ πόσο πάντα τη λαχτάρησα και πόσο λίγο μου δόθηκε να τη χορτάσω και μ’ όλη μου την πείνα». Θα τη χορτάσει στην ποίησή του, που αφηγείται ιστορίες της ζωής του και της ζωής που θα ήθελε να ζήσει. Το σπίτι της Πάτρας είναι εκείνο που ο ποιητής ταυτίζει υποσυνείδητα με τον εαυτό μιας σύντομης ανέμελης παιδικής ηλικίας. Γρήγορα το «ορφανεμένο σπίτι» του 1865, στο οποίο ο ποιητής χάνει με διαφορά σχεδόν δύο μηνών και τους δυο γονείς του, θα γίνει μετωνυμία του ορφανού παιδιού.
Επόμενος σταθμός θα είναι το σπίτι του θείου του Δ. Ι. Παλαμά στο Μεσολόγγι – επισκέψιμο σήμερα ως Μουσείο Παλαμά -, όπου θα οδηγηθεί σε ηλικία επτά ετών με τον αδελφό του Χριστάκη. Σ’ αυτό το σπίτι ο Κωστής θα φτάσει με ένα αντίτυπο του Γεροστάθη στα χέρια και ένα χρυσό σκουλαρίκι στο αφτί, κάποιου είδους φυλαχτό που του είχε φορέσει η μάνα του. Είναι το σπίτι της εφηβείας, ένα σπίτι ενδιαφέρον, στο οποίο «μικρομεγάλοι ζούσαν ανάκατα δάσκαλοι και φιλόσοφοι, τραγουδιστάδες και ζωγράφοι, ρήτορες και πραματευτάδες». Το «σπίτι είχε νου πολιτικό», «το σπίτι ήταν επαναστατικό» (απέναντι στον Οθωνα) θα γράψει στις αναμνήσεις του, χρησιμοποιώντας τη λέξη «σπίτι» για να δηλώσει εδώ κάτι ευρύτερο από τον εαυτό του, μια οικογένεια με εξέχουσα θέση στην κοινωνία και στην ιστορία της ιερής πόλης. Ηταν το μελαγχολικό σπίτι της ορφάνιας και της ευαισθησίας που θα έπαιρνε αργότερα λογοτεχνική υπόσταση: «μα την αθώα εκεί παιδιάτικην ειρήνη / και πουθενά δε γνώρισα΄ μόνο τη θλίψη· / και τη σπίθα του νου που μια φωτιά έχει γίνει» θα εξομολογηθεί έμμετρα στο σονέτο «Πατρίδες», μια και «το σπίτι τον δούλευε τον πατριωτισμό, και τον κοσμοπολιτισμό δεν τον καταφρονούσε. Το σπίτι μελετούσε την ιστορία του τόπου του και τα παρακολουθούσε τα πράγματα της Ευρώπης. Το σπίτι καταλάβαινε κι από την ξένη φιλολογία…».
Ασκληπιού 3
Στο σπίτι της οδού Ασκληπιού 3, στο οποίο ο ποιητής έζησε από το 1896 ως το 1935, είναι αναμφισβήτητα το σπίτι του έγγαμου βίου με τη Μεσολογγίτισσα Μαρία Βάλβη και της οικογενειακής ζωής με τα τρία παιδιά τους, τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον πρόωρα χαμένο Αλκη. Κοντά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το σπίτι – που στην πολυκατοικία η οποία ανεγέρθηκε στη θέση του στεγάζεται σήμερα το Ιδρυμα Παλαμά – ήταν γνωστό λογοτεχνικό στέκι. Τα σαββατόβραδα η οικογένεια Παλαμά δεχόταν λογίους και λογοτέχνες στο πιο καθαρόαιμο φιλολογικό σαλόνι της εποχής, στο οποίο φαγοπότια, χαρτοπαιξίες και κοσμικότητες δεν είχαν θέση. Οι προσερχόμενοι το επισκέπτονταν με σκοπό να διαβάσουν κείμενά τους και να ακούσουν σχόλια και κριτικές και να συζητήσουν για γλωσσικά θέματα. Αν υπάρχει ένα σπίτι μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ταυτότητα του Παλαμά ως «ηγέτη της γενιάς του 1880», ως ποιητή που έριξε «τη βαριά σκιά του» στην ελληνική ποίηση ως το 1922, ως ποιητή που είχε ανάμεσα στους συνοδοιπόρους και στους νεότερους ποιητές την υπόληψη του «δασκάλου», αυτό ήταν το σπίτι της οδού Ασκληπιού. Στο σπίτι αυτό βρισκόταν και το γραφείο του, το «κελλί» του όπως το αποκαλούσε. «Τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο κελλί το στενό / έμπασα όλη την πλάση, πέλαο, γης, ουρανό» θα γράψει στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής Τα παράκαιρα (1919). Ο Ξενόπουλος, θαμώνας της οικίας Παλαμά, δίνει την εικόνα του δωματίου, με τη «γραφική ακαταστασία των χαρτιών, των περιοδικών, των βιβλίων – που πολλά σχημάτιζαν στοίβες και σωρούς στα τραπέζια, στο ντιβάνι, ακόμα και στο πάτωμα, γιατί δεν υπήρχε πια τόπος στα ράφια».
Το τελευταίο σπίτι
Το 1935 ο Παλαμάς αναγκάζεται να μετακομίσει από την Ασκληπιού στην Πλάκα, στον πάνω όροφο ενός σπιτιού με νεοκλασικά στοιχεία της οδού Περιάνδου 5, που σώζεται ακόμη, διατηρητέο αλλά εγκαταλελειμμένο. Είναι το σπίτι στο οποίο θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 27 Φεβρουαρίου 1943, εκείνο από το οποίο θα ξεκινήσει η νεκρώσιμος πομπή της κηδείας του που θα καταλήξει σε αντικατοχικό συλλαλητήριο στο Α’ Νεκροταφείο.
Ο Παλαμάς δικό του σπίτι δεν απέκτησε ποτέ. Ξόδευε συστηματικά τον μισθό του σε βιβλία, πράγμα που ήταν και λόγος προστριβών με τη γυναίκα του. Ονειρεύεται όμως στο ποίημα «Το σπίτι μου» στη σχεδιαζόμενη συλλογή Η δόξα του σπιτιού να χτίσει ένα σπιτάκι. Δεν θα το χτίσει στη μοναξιά και στη σιωπή, ούτε στη μεγάλη χώρα με τα παλάτια και τους κήπους, ούτε καν στο πρόσχαρο ακρογιάλι. Η επιλογή του ποιητή για να χτίσει το σπίτι του, τη ζωή του και την τέχνη του είναι άλλη: «Aτέλειωτη τραβάει μια στράτα, / σκίζει μια χέρσα απλοχωριά, / σκληρά τη δέρνει τ’ αγριοκαίρι / και ο λίβας τη χτυπά, // μια στράτα χιλιοπατημένη, / τον καβαλλάρη νηστικό, / τον πεζοδρόμο διψασμένο / θάφτει στον κουρνιαχτό. // – Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω / με μια βρυσούλα στην αυλή΄ / πάντα η γωνιά του θα καπνίζη / κ’ η θύρα του ανοιχτή». Στον μακρύ δρόμο που οδηγεί από το ορφανεμένο σπίτι στο γενναιόδωρο σπίτι του ποιητή.
Σπίτι και γλώσσα
Στο σπίτι της Πάτρας ο Κωστής άκουγε γύρω από το τζάκι τους γονείς του να αφηγούνται γεγονότα του παρελθόντος, σταθμούς της πορείας του γένους μας, ιστορικά επεισόδια. Εκείνο που θέρμαινε τις καρδιές των παιδιών ήταν ότι τα επεισόδια αυτά «μας μετεδίδοντο με τα λαϊκά των εις την ζωντανήν έντονον γλώσσαν ονόματα, τίτλοι κεφαλαίων της ελληνικής ιστορίας».
Η πατρίδα και το 1821 θα κυριαρχούν και στις εικόνες και στις αφηγήσεις του μεσολογγίτικου σπιτιού, στης πατρικής οικίας όμως τη σοφίτα θα βρει τη Λουίζα Μύλλερ ή Ραδιουργία και Ερως του Σίλερ, μεταφρασμένη σε μια γλώσσα που του προξενεί βαθιά εντύπωση, γλώσσα της «ζώσας ζωής». «Ισως και από τότε χρονολογούνται αι συμπάθειαί μου και οι φλογεροί μου έρωτες – όσον και αν διακόπτωνται από διαλείμματα απιστίας – προς την δημοτικήν γλώσσαν» θα γράψει το 1915.
Το σπίτι της Ασκληπιού, εστία αυτού του ζωηρού δημοτικιστή, θα γίνει αργότερα κέντρο του δημοτικισμού στα χρόνια των οξύτατων μαχών για το γλωσσικό ζήτημα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ερωτικά ξυπνήματα
Ο αισθαντικός Παλαμάς, για τον οποίο ο έρωτας είναι αφορμή για το πολυσύνθετο ξεδίπλωμα της ποιητικής τέχνης, για τη θρησκευτική της μεταμόρφωση, για το ανέβασμα το ιδεολογικό, διαμορφώνεται ήδη στην παιδική ηλικία στο σπίτι της Πάτρας.
Πρώτη του αγάπη η Φωτεινή, μια γειτονοπούλα στο αντικρινό σπίτι, που την αγαπά σε ηλικία πέντε ή έξι χρόνων. «…θαρρώ πως γεννήθηκα με την αγάπη· και πως αμέσως με το γάλα της μάννας μου βύζαξα την αγάπη της γυναίκας» εξομολογείται στα 1913.
Στο μεσολογγίτικο σπίτι, συντροφιά στη ζωή της θλίψης θα του κρατήσει με μυστικό δέσιμο μέσα από το κάδρο της στη σάλα η Ευγενία, σύζυγος του γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’. Κι όταν η ξεπεσμένη αυτοκράτειρα, η «αρχαία συντρόφισσα», θα κάνει αργότερα ένα πέρασμα από την Ελλάδα, ο Παλαμάς θα επιθυμήσει να παρουσιαστεί μπροστά της, «να της σφίξω φιλικώτατα το χέρι, και χαμογελώντας μ’ έναν τρόπο ανθρώπου του σπιτιού της, να της πω: Εδώ είμαι!».
Αναγνωρίζουμε σε αυτή την τρυφερή σκέψη, που αφορμάται από ένα διακοσμητικό αντικείμενο του σπιτιού, την ευρύτητα, την πολυπλοκότητα, τη διαρκή αναγνωστική διαθεσιμότητα του ποιητή Παλαμά, «τον πλούτο ψυχής, τη βαθύτητα σκέψης, τη δύναμη πνοής, την υπεροχή της ατομικότητάς του» που θα υπογράμμιζε ο Γιώργος Θεοτοκάς σε μια σημείωση του Ελεύθερου Πνεύματος.

