Η πρόληψηως επένδυση
Η «θυσία» των προληπτικών εξετάσεων την περίοδο της κρίσης και η αξία τους για την υγεία του πληθυσμού και τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται διαχρονικά αντιμέτωπα τα συστήματα υγείας των αναπτυγμένων χωρών είναι η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ των αυξημένων αναγκών υγείας των πολιτών και των περιορισμένων οικονομικών πόρων που διατίθενται για την κάλυψή τους. Η εξίσωση δε αυτή περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τη ραγδαία εξέλιξη της έρευνας στον τομέα της υγείας, η οποία προσφέρει νέες, πιο αποτελεσματικές αλλά κατά τεκμήριο πιο δαπανηρές διαγνωστικές και θεραπευτικές επιλογές τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους ασθενείς. Στην ήδη σύνθετη αυτή πραγματικότητα θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το τεράστιο ατομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον για τα θέματα υγείας, το οποίο καθιστά τις πολιτικές αποφάσεις γύρω από αυτήν ένα διαρκές πεδίο διαλόγου και αντιπαράθεσης.
Ενα τμήμα της πολιτικής υγείας το οποίο συγκεντρώνει αξιοσημείωτο βαθμό συμφωνίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων είναι αυτό της πρόληψης, η αξία της οποίας έχει συστηματικά υπογραμμιστεί και τεκμηριωθεί επιστημονικά. Στη βάση αυτή, η πρόληψη συνιστά επένδυση, η οποία έχει καθοριστική συμβολή στη βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η εκτίμηση ότι το 2017 1,85 εκατομμύρια πρώιμοι θάνατοι, ήτοι το 15,4% όλων των θανάτων στις χώρες του ΟΟΣΑ, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί από την εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων πρωτογενούς πρόληψης και άλλων δράσεων δημόσιας υγείας. Είναι δε ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι εμβολιασμοί προλαμβάνουν παγκοσμίως 2 με 3 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, με την προστασία όσων εμβολιάζονται και τον περιορισμό της εξάπλωσης των νόσων σε όσους παραμένουν ακάλυπτοι.
Εντυπωσιακά
τα οικονομικά μεγέθη
Ωστόσο, παρά την ισχυρή τεκμηρίωση και την ευρεία συναίνεση ως προς την αξία της πρόληψης, η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα αυτή να «θυσιαστεί», καθώς την περίοδο 2009-2013 οι δαπάνες για πρόληψη μειώθηκαν στις χώρες του ΟΟΣΑ κατά 1,5%. Σημειώνεται ότι την περίοδο αυτή μειώθηκε και η φαρμακευτική δαπάνη (κατά 2,1%), ενώ αυξητικά κινήθηκαν η εξωνοσοκομειακή και η μακροχρόνια φροντίδα υγείας (αύξηση κατά 1,1% και 3% αντίστοιχα). Η εικόνα αυτή αναστρέφεται με την αποκατάσταση της ομαλότητας στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η οποία οδήγησε σε αύξηση όλων των κατηγοριών δαπάνης υγείας την περίοδο 2013-2017, με τη μεγαλύτερη εξ αυτών να παρουσιάζεται στην πρόληψη (κατά 3,2%).
Είναι όμως οι δαπάνες αυτές κόστος για τα συστήματα υγείας, ή θα έπρεπε να θεωρούνται επένδυση και σε οικονομικούς όρους, δεδομένης της αξιοσημείωτης αποτελεσματικότητας των δράσεων που σχετίζονται με την πρόληψη; Η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα δίδεται από τα σχετικά διεθνή ερευνητικά ευρήματα, τα οποία σε γενικές γραμμές υπολογίζουν ότι το όφελος για κάθε 1$ που διατίθεται σε προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης μπορεί να φτάσει τα 20$, ενώ αν ληφθεί υπόψη και η κοινωνική διάσταση, το όφελος αυτό μπορεί να αυξηθεί στα 50$.
Ειδικότερα στον Καναδά, ο οποίος βρίσκεται σταθερά σε μία από τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως στο ποσοστό των δημόσιων δαπανών υγείας για πρόληψη, έχει υπολογιστεί ότι σε ορίζοντα ζωής 100.000 ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου μέσου κινδύνου, ένα πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου μπορεί να μειώσει τον αριθμό των καρκίνων από 4.857 σε 1.782 και τον αριθμό των θανάτων από 1.393 σε 457, ενώ θα εξοικονομεί και CAN$68 το άτομο.
Σημειώνεται, βέβαια, ότι αντίστοιχοι υπολογισμοί για τις ΗΠΑ έχουν καταλήξει στο ότι τα περισσότερα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου συμφέρουν και σε οικονομικούς όρους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις καταλήγουν να έχουν παρόμοιο δείκτη κόστους – αποτελεσματικότητας με τις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Ενα άλλο ενδιαφέρον εύρημα αφορά στο ότι συχνά ο χρόνος απόδοσης των προγραμμάτων αυτών σε οικονομικούς όρους υπερβαίνει τα 10 έτη, γεγονός το οποίο μπορεί να επηρεάζει καθοριστικά τις σχετικές αποφάσεις. Αντίστοιχα θετική είναι και η απόδοση των προγραμμάτων που στοχεύουν σε παράγοντες κινδύνου όπως π.χ. το κάπνισμα, η κακή διατροφή, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, η κατανάλωση αλκοόλ κ.λπ., δεδομένου ότι αυτοί υπολογίζεται ότι ευθύνονται για το 40% περίπου της θνησιμότητας στις ΗΠΑ. Αν ληφθεί δε υπόψη το σχετικά χαμηλό κόστος των προγραμμάτων αυτών, γίνεται αντιληπτό ότι τελικά καθίστανται συμφέροντα και σε όρους κόστους – αποτελεσματικότητας.
Η Ελλάδα και η ανάγκη για δράση
Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα ευρήματα που αναφέρονται στην αποτελεσματικότητα της χορήγησης προφύλαξης πριν από την έκθεση (PrEP) σε πληθυσμούς με συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, ως μεθόδου πρόληψης του HIV. Μελέτη στη Γερμανία έχει εκτιμήσει ότι η εφαρμογή του μέτρου για 40 χρόνια έχει τέτοια αποτελέσματα που το καθιστούν συμφέρον και οικονομικά μετά την πρώτη δεκαετία. Αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα μελέτης στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς εκτιμάται ότι από την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος για 15 έτη, μπορεί να προκύψει εξοικονόμηση της τάξεως του 1£ εκατομμυρίου.
Ποια είναι όμως η «αντίδραση» της χώρας μας σε αυτή την πραγματικότητα; Μήπως δεδομένων των οικονομικών περιορισμών και των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών η εφαρμογή αντίστοιχων προγραμμάτων συνιστά «πολυτέλεια» για το σύστημα υγείας; Προφανώς και όχι. Αλλωστε, πρόσφατες καταγραφές της Eurostat δείχνουν ότι υπολειπόμαστε των υπολοίπων χωρών του
ΟΟΣΑ, π.χ. όσον αφορά τον προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, με το σχετικό εύρημα, μάλιστα, να μην επηρεάζεται από το μορφωτικό επίπεδο, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Στο ίδιο πλαίσιο, από τις μελέτες Hellas Health προκύπτει ότι η επίσκεψη στον ιατρό για προληπτικούς λόγους δεν υπερβαίνει το 25%.
Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι για να καταστεί ένα πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου αποτελεσματικό, απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός στη βάση των παραγόντων κινδύνου, με προσδιορισμό συγκεκριμένων ομάδων-στόχων σύμφωνα και με τα επιδημιολογικά δεδομένα. Περαιτέρω, χρειάζονται κίνητρα τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους ίδιους τους πολίτες, όπως π.χ. με τη χρησιμοποίηση του σχετικού δείκτη ως συντελεστή για τον προσδιορισμό των αμοιβών των οικογενειακών ιατρών ή με τη συμμετοχή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα ως προϋπόθεση για την άσκηση του ασφαλιστικού δικαιώματος.
Βεβαίως, από τα παραπάνω προκύπτει ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί πόρους, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα ήταν σχεδόν αδύνατον να δεσμευτούν, περιορίζοντας κάποια άλλη υπο-κατηγορία των υπηρεσιών υγείας. Οπως όμως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, η εμπροσθοβαρής χρηματοδότηση ενός τέτοιου προγράμματος μπορεί να αποφέρει τεράστια οφέλη ακόμα και σε οικονομικούς όρους. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι επιτακτική η ανάγκη για απευθείας μεταφορά πόρων, π.χ., από την κατανάλωση επιβλαβών για την υγεία προϊόντων ή ακόμη και από την επιβολή προστίμων για παραβίαση της αντικαπνιστικής νομοθεσίας στο υπουργείο Υγείας, για την υποστήριξη τέτοιων δράσεων.
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

