Η μυστική συνταγή του Μάθιου Μακ Κόναχι
Ο τεξανός σταρ μοιράζεται στο βιβλίο του με τίτλο «Greenlights» άγνωστες πτυχές της ζωής του αλλά και συμβουλές επιτυχίας.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Δεν πρόκειται ακριβώς για αυτοβιογραφία, ούτε για βιβλίο αυτοβοήθειας, αλλά για έναν πρωτότυπο συνδυασμό των δύο αυτών λογοτεχνικών ειδών. Το πόνημα του Μάθιου Μακ Κόναχι με τίτλο «Greenlights» κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Crown (θυγατρική της Penguin Random House) και διαβάζεται εξόχως ευχάριστα, όχι μόνο επειδή αποκαλύπτει το παρασκήνιο μιας καριέρας στο Χόλιγουντ και μιας ζωής φωτισμένης από τους προβολείς της δημοσιότητας, αλλά και διότι σκιαγραφεί με ειλικρίνεια το πορτρέτο ενός all American guy ο οποίος κατάφερε να αναδειχθεί σε μεγάλο σταρ και να κερδίσει και ένα βραβείο Οσκαρ, όχι (μόνο) λόγω ταλέντου, συγκυριών ή εμφάνισης, αλλά επειδή το ήθελε πολύ. Γραμμένη στην έρημο, σε συνθήκες απομόνωσης, η ωραία αυτή έκδοση ανάγκασε τον δημοφιλή ηθοποιό να επισκεφθεί τα ημερολόγια και τα τετράδια με σημειώσεις που κρατάει από την εφηβεία του και να θυμηθεί όλους τους σημαντικούς σταθμούς του βίου του, τις αποτυχίες και τους θριάμβους.
Με τις πληροφορίες που γνωρίζει ότι ενδιαφέρουν τα σκανδαλοθηρικά έντυπα ξεμπερδεύει από πολύ νωρίς, από τη 10η σελίδα συγκεκριμένα, αναφέροντας επιγραμματικά ότι έχασε την παρθενιά του στα 15 του χρόνια έπειτα από κάποιου είδους εκβιασμό και πως στα 18 του κάποιος άνδρας τον παρενόχλησε σεξουαλικά. Τονίζει ωστόσο ότι δεν έχει αισθανθεί ποτέ του θύμα. Η εξιστόρηση της διαδρομής του ξετυλίγεται με χρονολογική σειρά. Μαθαίνουμε, ας πούμε, λεπτομέρειες για την παθιασμένη σχέση των γονιών του, οι οποίοι υπήρξαν και οι δύο πραγματικοί καλλονοί. Αρκεί να αναφερθεί ότι έχουν κάνει τρεις γάμους και έχουν πάρει δύο φορές διαζύγιο (όλα αυτά μεταξύ τους) και πως ορισμένοι ομηρικοί καβγάδες τους κατέληγαν σε σεξ στο πάτωμα της κουζίνας με αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες τα τρία αγόρια τους. Η αφήγηση διανθίζεται με διάφορες σοφίες που έμαθε στον Μακ Κόναχι η ζωή, όπως «πρώτα χορογράφησε και μετά χόρεψε» ή «η δημιουργικότητα χρειάζεται όρια».
Μπάιρον και U2
Τα στοιχεία που βγαίνουν στο φως για τα παιδικά του χρόνια χτίζουν ένα πλαίσιο κατανόησης της μετέπειτα πορείας του. Ομορφος, δημοφιλής, αθλητικός, καλός μαθητής, μεγαλωμένος σε περιβάλλον αγάπης, ήταν αναμενόμενο πως ο Μακ Κόναχι θα αποκτούσε στιβαρή αυτοεκτίμηση. Αυτά που έχουν ενδιαφέρον είναι όσα δεν περίμενε ότι θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει, όπως ο ένας χρόνος που πέρασε στην Αυστραλία σε πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών. Το διάστημα αυτό υπήρξε καθοριστικό για εκείνον, γιατί για πρώτη φορά στη ζωή του δυσκολεύτηκε, ένιωσε απόρριψη και αναγκάστηκε να στραφεί στην ενδοσκόπηση. Η οικογένεια που τον φιλοξενούσε ζούσε σε ένα απομονωμένο μέρος και τα μέλη της θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο ιδιόρρυθμα. Ο ξανθός έφηβος βρήκε καταφύγιο στην ποίηση του Λόρδου Βύρωνα και στο άλμπουμ των U2 «Rattle and Hum».
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ σκόπευε να σπουδάσει για να γίνει δικηγόρος, όμως σύντομα αποφάσισε ότι τον ενδιέφερε ένα πιο δημιουργικό αντικείμενο και μεταπήδησε στις σπουδές κινηματογράφου. Ηταν ο μόνος από τους συμφοιτητές του που έβλεπε μπλοκμπάστερ στα multiplex και έγινε δεκτός σε αδελφότητα. Γρήγορα κυνήγησε την ευκαιρία να εμφανιστεί ο ίδιος στη μεγάλη οθόνη και έτσι έπεισε τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ ότι του άξιζε ένας μικρός ρόλος στα «Νεανικά Μπερδέματα» (1993). Μετακόμισε στο Χόλιγουντ προκειμένου να θέσει τα θεμέλια της καριέρας του. Οταν νοίκιασε ένα σπίτι στην τιμή του οποίου περιλαμβάνονταν και οι υπηρεσίες μιας οικονόμου κόμπασε σε μια φίλη του που τον επισκέφθηκε ότι έχει γυναίκα να του σιδερώνει τα τζιν. Εκείνη τον ρώτησε απορημένη αν πραγματικά το χρειάζεται αυτό. Ο Μακ Κόναχι ντράπηκε. Το σκέφτηκε λίγο και έγραψε σε ένα χαρτί με στιλό: «Οταν μπορείς κάτι, αναρωτήσου πρώτα αν το θέλεις».
Γεμάτος αυτοπεποίθηση, έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να κερδίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ετυμηγορία» (1996), ένα φιλμ με βασική σταρ τη Σάντρα Μπούλοκ που έμελλε να γίνει εμπορική επιτυχία. Αυτή η ταινία τον έκανε διάσημο σε μια νύχτα: όλα τα σημαντικά περιοδικά τον ήθελαν για το εξώφυλλό τους. Η ξαφνική φήμη τού δημιούργησε αναπάντεχα προβλήματα. Δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί την αίσθηση οικειότητας με την οποία του συμπεριφέρονταν άνθρωποι οι οποίοι του ήταν παντελώς άγνωστοι, ενώ η τάση της μητέρας του να μοιραστεί μαζί του τους προβολείς, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία που της δινόταν να μιλήσει για εκείνον σε κάποια κάμερα και αποκαλύπτοντας προσωπικά του δεδομένα, τον πλήγωσε. Αποξενώθηκε από εκείνη για περίπου οκτώ χρόνια. Ηταν τότε που αποφάσισε να κάνει ένα 20ήμερο ταξίδι στο Περού για να κολυμπήσει στον Αμαζόνιο. Του το είχε υπαγορεύσει το υποσυνείδητό του με τη μορφή παράξενου ονείρου. Κάποια χρόνια αργότερα έκανε ένα αντίστοιχο ταξίδι στην Αφρική, στο Μάλι, όπου γνώρισε τον φημισμένο μουσικό Αλί Φαρκά Τουρέ.
Από τις light επιτυχίες στην εποχή «McConaissance»
Η αλλαγή του αιώνα (και της χιλιετίας) τον έχρισε πρωταγωνιστή επιτυχημένων ερωτικών κομεντί («Ο γάμος του εραστή μου!» το 2001 με την Τζένιφερ Λόπεζ, «Πώς να χωρίσετε σε δέκα μέρες» το 2003 με την Κέιτ Χάντσον), κάνοντάς τον πλούσιο και αναδεικνύοντάς τον σε παγκόσμιο σύμβολο του σεξ. Εκείνα τα χρόνια κατασκευάστηκε και το στερεότυπο που ήθελε τον Μακ Κόναχι ως έναν μονίμως μαυρισμένο από τον ήλιο καρδιοκατακτητή που έχει αλλεργία στα t-shirts και κυκλοφορεί παντού ημίγυμνος αφήνοντας το καλογυμνασμένο του στέρνο σε κοινή θέα. Πάντως, ακόμη και όταν αναφέρεται στην περίοδο που πέρασε ζώντας στο θρυλικό Chateau Marmont αλλάζοντας συνεχώς ερωτικές συντρόφους και κάνοντας καταχρήσεις, δεν ονοματίζει καμία από τις κατακτήσεις του. Γενικώς, διαβάζοντας το «Greenlights», θα πίστευε κανείς ότι δεν έχει δει σοβαρά άλλη γυναίκα στη ζωή του πέραν της τωρινής (πολύ όμορφης ομολογουμένως) συζύγου του, Καμίλα Αλβες, παρ’ όλο που γνωρίζουμε πως με τη Σάντρα Μπούλοκ είχαν υπάρξει κάτι περισσότερο από απλοί συμπρωταγωνιστές, ενώ και με την Πενέλοπε Κρουζ είχαν ερωτευτεί στα γυρίσματα του (κακού) φιλμ «Σαχάρα» (2005).
Μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού του, το 2008, αποφάσισε ότι η επαγγελματική του πορεία χρειαζόταν αλλαγή κατεύθυνσης. Εμεινε για δύο χρόνια εκτός παιχνιδιού και πολύ συνειδητά έδινε αρνητική απάντηση σε όποια πρόταση έμοιαζε με ό,τι είχε κάνει στο παρελθόν. Η στρατηγική απέδωσε και σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν στην πόρτα του ενδιαφέροντα σενάρια. Με τον «Δικηγόρο σκοτεινών υποθέσεων» το 2011 άρχισε μια ακμαία φάση της καριέρας του που θα γινόταν αργότερα γνωστή ως «McConaissance» (έναν όρο που υποστηρίζει ότι επινόησε ο ίδιος). Εντυπωσίασε τους κριτικούς με τις ερμηνείες του στο «Ενα καλοκαίρι» (2012) και το «Magic Mike» (επίσης το 2012), κέρδισε δικαίως το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου για το «Dallas Buyers Club» (2013), ενώ χάρη στην ατμοσφαιρική σειρά «True Detective» (2014) και την ταινία «Interstellar» (ομοίως το 2014) κυριάρχησε και στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη. Πρόσφατα εμφανίστηκε στους «Εγκληματίες πρώτης τάξεως» (2019) του Γκάι Ρίτσι.
Ο Μακ Κόναχι, ο οποίος στις 4 Νοεμβρίου θα γίνει 51 ετών, θεωρεί βέβαια σημαντικότερο επίτευγμά του τα τρία παιδιά του
– έχει δύο γιους και μία κόρη. Ολη του τη ζωή ήξερε ότι ήθελε να γίνει πατέρας (σε μια λίστα με στόχους που είχε γράψει το 1992 η πατρότητα βρισκόταν στην πρώτη θέση) και δίνει μεγάλη βαρύτητα στην οικογένειά του. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του καταγράφει και κάποιες σκέψεις του για την τωρινή πανδημία αλλά και για το κίνημα Black Lives Matter που κλόνισε τις ΗΠΑ την περασμένη άνοιξη. Είναι προφανές ότι τον ενδιαφέρει ακόμη κάθε δίδαγμα που μπορεί να αποκτήσει από οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση. Δεν διδάσκεται μόνο, ωστόσο, διδάσκει κιόλας, καθώς από το 2019 έχει γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, της πατρίδας του. Ο τίτλος του μαθήματος που διδάσκει είναι Script to Screen (Από το σενάριο στην οθόνη.)
Tα ταξίδια στην Ελλάδα
Τα τελευταία χρόνια ο Μακ Κόναχι είναι ιδιαιτέρως ενεργός και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον περασμένο Αύγουστο πήρε συνέντευξη μέσω Instagram live από τον κορυφαίο λοιμωξιολόγο των ΗΠΑ δρα Αντονι Φαούτσι, ενώ συχνά ανεβάζει διάφορα εμψυχωτικά σύντομα βίντεο στις ψηφιακές πλατφόρμες που χρησιμοποιεί. Είναι φύσει αισιόδοξος. Πριν από λίγες ημέρες δήλωσε στους «Financial Times» πως θεωρεί ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε εξαιρετικά αποτελέσματα στον τομέα του Πολιτισμού: «Πολλοί δημιουργικοί άνθρωποι στο επάγγελμά μου έχουν αναγκαστεί να κοιτάξουν μέσα τους, έχουν αναγκαστεί να επανεξετάσουν τα πράγματα, να αναθεωρήσουν και να γίνουν πιο εφευρετικοί. Πιστεύω ότι θα γραφτούν καλύτερα σενάρια, πιο εξελιγμένα. Θα μπορούσαμε να ζήσουμε σύντομα μια χρυσή εποχή στην τέχνη».
Αξίζει βέβαια να πούμε πως ο διάσημος ηθοποιός αγαπάει πολύ τη χώρα μας. Ηρθε μάλιστα στο Αιγαίο το 2018 μαζί με τη βραζιλιάνικης καταγωγής σύζυγό του, Καμίλα Αλβες, τα τρία παιδιά τους, αλλά και τη μητέρα του, για να κάνει διακοπές στη Μύκονο και στην Αντίπαρο. Εκεί συναντήθηκε και με την οικογένεια του Γούντι Χάρελσον, με τον οποίο έχουν συνεργαστεί τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη οθόνη. Λίγους μήνες μετά, ο Μάθιου Μακ Κόναχι βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή του Τζίμι Φάλον, όπου χαρακτήρισε την Ελλάδα παράδεισο. Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά πόσο μεγάλη εντύπωση του έκανε ο σεβαστικός τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται οι Ελληνες στις ηλικιωμένες γυναίκες: «Η μητέρα μου ήταν παντού σαν βασίλισσα». Το ταξίδι το επανέλαβε και το 2019, επομένως είναι από τους πρώτους σταρ που θα πρέπει να περιμένουμε στα νησιά μας μόλις ηρεμήσουν πάλι λίγο τα πράγματα.

