H τέλεια καταιγίδα
Ποτέ στο παρελθόν η αυτοκινητοβιομηχανία στην Ευρώπη δεν είχε να αντιμετωπίσει την αναδιαμόρφωση τόσων «σταθερών» της σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
O νέος γύρος lockdown αναμένεται να «στερήσει» από την ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου περίπου 300.000 πωλήσεις. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, συνολικά για το 2020 ο όγκος πωλήσεων στη γηραιά ήπειρο αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 26%, από 14,3 εκατομμύρια μονάδες το 2019 σε 10,58 εκατ. μονάδες εξαιτίας της πανδημίας, ωστόσο αυτό δείχνει μάλλον να αποτελεί τη μικρότερη από τις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες με κύριο πεδίο δραστηριότητας την ευρωπαϊκή επικράτεια, με δεδομένη την εφαρμογή ολοένα αυστηρότερων κανόνων που αφορούν τις προδιαγραφές ρύπων.
Η σταγόνα
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η Κομισιόν ανακοίνωσε ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις με την προοπτική να εφαρμοστεί από τα τέλη του 2021 και το οποίο επί της ουσίας θα διαχωρίζει τις επενδύσεις που γίνονται από και προς τις αυτοκινητοβιομηχανίες σε «πράσινες» και μη σε μια προσπάθεια προώθησης των στόχων της ΕΕ για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τη σχετική πρόταση η οποία τέθηκε ήδη υπό δημόσια διαβούλευση, οι επενδύσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών θα λογίζονται ως «πράσινες» μόνο εφόσον αφορούν την εξέλιξη και την παραγωγή επιβατικών και ελαφρών επαγγελματικών αυτοκινήτων με βάρος έως 3,5 τόνους που εκλύουν λιγότερο από 50 γρ./χλμ. εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Εφόσον η συγκεκριμένη πρόταση υπερψηφιστεί, προβλέπει την περαιτέρω αυστηροποίηση από το 2026 καθώς τότε ως «πράσινες» επενδύσεις θα λογίζονται μόνο εκείνες που αφορούν την εξέλιξη και την παραγωγή αυτοκινήτων που έχουν μηδενικές εκπομπές ρύπων. Αυτό σημαίνει ότι από την ανωτέρω χρονιά και εφεξής, οι επενδύσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών που θα προορίζονται για υβριδικά/plug-in υβριδικά οχήματα δεν θα μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «πράσινες».
Προφανώς η πρόταση της Κομισιόν αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από την αυτοκινητοβιομηχανία καθώς όπως επεσήμανε ο ACEA (Ενωση Ευρωπαίων Αυτοκινητοβιομηχάνων) διά εκπροσώπου του, οι νέοι κανόνες για τις επενδύσεις θα καταστήσουν ακόμα δυσκολότερη την εύρεση των απαιτούμενων πόρων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες προκειμένου να δημιουργήσουν πιο φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα.
Το διακύβευμα των plug-in υβριδικών
Δεν είναι η πρώτη φορά στο πολύ πρόσφατο παρελθόν που ο ACEA επιχειρεί να υπερασπιστεί τεχνολογικά «κεκτημένα» που θα εξασφαλίσουν μια ομαλή μετάβαση προς το ηλεκτρικό μέλλον. Στα μέσα Σεπτεμβρίου το επιδραστικό πράσινο lobby Transport & Environment που εκπροσωπεί περί τις 50 ευρωπαϊκές ΜΚΟ έχοντας ως στόχο τη βιωσιμότητα των μετακινήσεων, δημοσίευσε μια διόλου κολακευτική μελέτη για τα plug-in υβριδικά οχήματα, τα οποία ως γνωστόν αποτελούν για την αυτοκινητοβιομηχανία και όχι μόνο, το προτιμητέο εργαλείο υλοποίησης της ομαλής μετάβασης από την εποχή των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροκίνηση.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση η οποία βασίζεται σε σειρά μελετών και δοκιμών σε ρεαλιστικές συνθήκες, τα plug-in υβριδικής τεχνολογίας αυτοκίνητα εκλύουν στην πραγματικότητα κατά μέσο όρο 117 γρ./χλμ. διοξειδίου του άνθρακα έναντι των 44 γρ./χλμ. που αποτελεί την ονομαστική τιμή κατά μέσο όρο. Αιτία αυτού, σύμφωνα με τα ευρήματα, δεν είναι φυσικά κάποια παράλειψη ή μεθόδευση εκ μέρους των αυτοκινητοβιομηχανιών, αλλά η απροθυμία των ιδιοκτήτων τους να τα φορτίζουν. Προφανώς η συγκεκριμένη μελέτη είναι κάθε άλλο παρά ανυπόστατη καθώς χώρες όπως η Ολλανδία έχουν εξαιρέσει τη συγκεκριμένη κατηγορία οχημάτων από γενναιόδωρες φοροελαφρύνσεις ήδη από το 2016 αφού όπως διαπιστώθηκε, οι ιδιοκτήτες τους δεν αξιοποιούσαν ποτέ τη δυνατότητα που τους εξασφάλιζε η παρουσία μπαταριών.
Ο ACEA αντέτεινε σε αυτό ότι τα δεδομένα της έρευνας προκύπτουν κυρίως «από εταιρικούς χρήστες που στην πλειονότητά τους δεν χρειάζεται να πληρώνουν για καύσιμα, εξ ου και αμελούν ενδεχομένως τη συχνή φόρτιση των αυτοκινήτων τους δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται για αυτούς κάποιο απτό οικονομικό όφελος». Και η συζήτηση συνεχίζεται και όπως όλα δείχνουν θα εξακολουθεί να συνεχίζεται καθώς η ζήτηση για τα συγκεκριμένης τεχνολογίας αυτοκίνητα εκτινάχθηκε κατά 134% στην Ευρώπη το α’ εξάμηνο του έτους, ενώ τον μήνα Ιούλιο τα plug-in υβριδικά πέρασαν μπροστά από τα αμιγώς ηλεκτροκίνητα οχήματα για πρώτη φορά το 2020. Ωστόσο πριν σπεύσει να δαιμονοποιήσει κανείς τα plug-in υβριδικής τεχνολογίας αυτοκίνητα θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι χάρη στη δημοτικότητά τους τον Σεπτέμβριο του 2020 οι πωλήσεις εναλλακτικής τεχνολογίας οχημάτων ξεπέρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής αγοράς αυτές των diesel αλλά και το φράγμα των 300.000 μονάδων σε μηνιαίο επίπεδο. Αν και προφανώς προϋποτίθεται η ορθή χρήση εφόσον πρόκειται για plug-in υβριδικά αυτοκίνητα, η ταχεία υιοθέτηση των εναλλακτικής τεχνολογίας οχημάτων μόνο ως θετική εξέλιξη μπορεί να εκληφθεί για τον στόχο εκμηδενισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050 που έχει τεθεί από την ΕΕ. Εκτός βέβαια από θετική εξέλιξη ως προς τους ευρύτερους στόχους για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η ίδια οδός δείχνει να αποτελεί μονόδρομο για την αυτοκινητοβιομηχανία που αντιμετωπίζει τα plug-in υβριδικά ως ιδανικό μεταβατικό στάδιο για την ηλεκτροκίνηση και εν όψει των άμεσα εφαρμοστέων αυστηρότερων προδιαγραφών.
Απότομη προσαρμογή
Τον περασμένο Ιούλιο, όταν η Ευρώπη ξεκίνησε να συνέρχεται πρόσκαιρα από μια σκληρή καραντίνα, ο ACEA είχε ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια εξάμηνη περίοδο χάριτος για την εφαρμογή των αυστηρότερων προτύπων σε ό,τι αφορά ειδικά τα πετρελαιοκίνητα οχήματα, επικαλούμενος ότι εφόσον οι αυστηρότερες προδιαγραφές ισχύσουν από 1ης Ιανουαρίου 2021 και με δεδομένο το «κενό» που δημιούργησε η πανδημία, περίπου 600.000 αυτοκίνητα δεν θα μπορούσαν να διατεθούν με τη νέα χρονιά. Η απάντηση ήταν αρνητική με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευελιξία εφόσον κάτι τέτοιο «θα επέφερε καθυστερήσεις στην ευρωπαϊκή στόχευση για το περιβάλλον και θα ανέτρεπε τις δεσμεύσεις της ΕΕ έναντι της Συμφωνίας του Παρισιού».
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι η συγκεκριμένη «αίτηση χάριτος» αφορούσε ένα μικρό μέρος των συνολικά αυστηρότερων κανόνων που θα τεθούν σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2021 σε ό,τι αφορά τις εκπομπές ρύπων των αυτοκινήτων. Για την ιστορία, αντικείμενο της αψιμαχίας ανάμεσα σε αυτοκινητοβιομηχανίες και Κομισιόν υπήρξε το πρότυπο Euro 6d ISC-FCM, το οποίο αφορά τους diesel κινητήρες και στοχεύει στον περιορισμό εκπομπών οξειδίου του αζώτου σε 80 mg/χλμ. σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης.
Συνολικά από 1ης Ιανουαρίου 2021 οι αυτοκινητοβιομηχανίες στην Ευρώπη θα πρέπει να συμμορφωθούν με το όριο των 95 γρ./χλμ. εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 3,6-4,1 λίτρα/100 χλμ. κατανάλωσης καυσίμου για το 100% του όγκου πωλήσεών τους (έναντι 95% το 2020) και με μικρότερο συντελεστή «super credits» (1,67), δηλαδή χωρίς τη δυνατότητα που παρεχόταν κατά τη διάρκεια του 2020 να προσμετρούν επί δύο κάθε αυτοκίνητο με εκπομπές χαμηλότερες από 50 γρ./χλμ CO2. Σημειώνεται δε ότι ο συγκεκριμένος συντελεστής θα μειωθεί περαιτέρω (1,33) από το 2022 αλλά κυρίως ότι ήδη από το 2019 κάθε επιπλέον γραμμάριο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα βαρύνεται με πρόστιμο ύψους 95 ευρώ.
Αλυσιδωτή αντίδραση
Στη δυσεπίλυτη παραπάνω εξίσωση όπου υπάρχει βέβαια η δυνατότητα του pooling, δηλαδή του συνδυαστικού υπολογισμού μεγεθών εκπομπών ρύπων από δύο ή παραπάνω εταιρείες, προκειμένου να μη χρειαστεί ορισμένες αυτοκινητοβιομηχανίες να καταβάλλουν δυσθεώρητα πρόστιμα, η απάντηση είναι προφανώς η ηλεκτροκίνηση. Ωστόσο, αφενός η «βραχυπρόθεσμη» χρησιμότητα των plug-in υβριδικών, αφετέρου η ελλιπής υποδομή δικτύου φόρτισης αλλά και η αδυναμία της Ευρώπης να συνεννοηθεί νωρίτερα για την εγκατάστασή του όσο και να προβλέψει μια συντεταγμένη λύση σε ό,τι αφορά το εξίσου κρίσιμο ζήτημα παραγωγής μπαταριών, δημιουργούν για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία ένα εκρηκτικό μείγμα συνθηκών. Ακόμα και αν το Νο 1 της ευρωπαϊκής αγοράς αυτοκινήτου, η Γερμανία, σπεύδει να το αντιμετωπίσει με γενναίες επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων, και το Νο 2, η Βρετανία, αφού έχει δηλώσει ότι θα ακολουθήσει την ΕΕ σε ό,τι αφορά τις εκπομπές ρύπων, σπεύδει να ανακοινώσει την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης από το 2030 με τη συνοδεία εξίσου γενναίας χρηματοδότησης, το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για συνθήκες τέλειας καταιγίδας που θα οδηγήσουν σε πρωτόγνωρες μετατοπίσεις σε όλο το φάσμα της αυτοκινητοβιομηχανίας, από τις πιο αόρατες ως τις πλέον ορατές πτυχές της.

