Ενας πραγματικά σύγχρονος συγγραφέας
Τετρακόσια χρόνια από τη γέννηση του Μολιέρου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Αν αυτός είναι ο τρόπος σας να αγαπάτε, σας παρακαλώ να με μισήσετε». Και: «Η υποκρισία είναι αμαρτία της μόδας και, όπως όλες οι αμαρτίες της μόδας, θεωρείται προσόν». Τις παραπάνω φράσεις θα μπορούσε κανείς να τις αποδώσει στον Γκράουτσο Μαρξ, όμως γράφτηκαν τέσσερις αιώνες πιο μπροστά, από έναν εκ των μεγαλύτερων δημιουργών που γνώρισε ο κόσμος: τον Μολιέρο.
Η επέτειος των τετρακοσίων χρόνων από τη γέννησή του (στις 15 Ιανουαρίου 1622) μας θυμίζει πόσο επίκαιρος παραμένει ο συγγραφέας αυτός που με το έργο του κατόρθωσε να αναγάγει την κωμωδία στο επίπεδο της τραγωδίας. Δεν είναι αυτονόητο. Ο Μολιέρος επιπλέον είναι ίσως ο μόνος θεατρικός συγγραφέας – πλην των αρχαίων τραγικών και του Σαίξπηρ – που τον διαβάζεις με την ίδια ευχαρίστηση με την οποία παρακολουθείς τις καλές παραστάσεις των έργων του.
Ο σύγχρονος θεατής ή αναγνώστης είναι αδύνατον όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Μολιέρου να μην αισθανθεί όχι μόνον ότι τον αφορούν αλλά και ότι στους χαρακτήρες του υπάρχουν και πολλά ατομικά μας γνωρίσματα. Κι αυτό ορίζει σε μεγάλο βαθμό την αμεσότητα και τη διαρκή επικαιρότητα του μολιερικού έργου. Δεν είναι λ.χ. ανάγκη να είναι κανείς μισάνθρωπος για να θυμηθεί πως σε κάποιες στιγμές της ζωής του είχε κι εκείνος καταληφθεί από το αίσθημα της μισανθρωπίας που εκφράζεται από τον «μισάνθρωπο» Αλστέτ στο ομώνυμο έργο του Μολιέρου.
Η μολιερική κωμωδία είναι κωμωδία ηθών αλλά και χαρακτήρων που δεν παρουσιάζονται μονοδιάστατοι, δεν είναι δηλαδή καρικατούρες. Ο σκεπτικισμός και η αμφιθυμία, γνωρίσματα μεγάλου τεχνίτη, που υπάρχουν στο υπόστρωμα των έργων του Μολιέρου, μας κάνουν να σκεφτούμε πως η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη από όσο πιστεύουμε, ότι ακόμη και η ψυχή μπορεί, κάποτε, να είναι «ένας εξευτελισμός που συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση της ελευθερίας», όπως έγραψε μια αυθεντία σε ό,τι αφορά τον Μολιέρο και τον Ρακίνα: ο Ζακ Γκισαρνό (1924-2005).
Καταπληκτικός ηθοποιός
Ο Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, που θα περνούσε στην αθανασία με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Μολιέρος, έχασε τη μητέρα του όταν ήταν δέκα ετών και τον μεγάλωσε ο εύπορος πατέρας του που ονειρευόταν για τον γιο του τη θέση του βασιλικού αρχιθαλαμηπόλου, γι’ αυτό και φρόντισε να του εξασφαλίσει λαμπρή μόρφωση. Ο νεαρός Ζαν-Μπατίστ όμως είχε άλλα σχέδια. Εφυγε από την πατρική κατοικία, πήρε το ψευδώνυμο Μολιέρος (γιατί τότε το επάγγελμα του ηθοποιού ήταν δυσφημιστικό) και σχημάτισε τον δικό του θίασο, όπου πρωταγωνιστούσε και ο ίδιος τόσο στα έργα των άλλων που ανέβαζε στην αρχή όσο και αργότερα μόνο στα δικά του, τα οποία άρχισε να ανεβάζει από το 1659.
Ηταν καταπληκτικός ηθοποιός, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, και η σταδιοδρομία του υπήρξε θεαματική από τότε που άρχισε να τον υποστηρίζει ο αποκαλούμενος και «βασιλιάς ήλιος» Λουδοβίκος 14ος, που του εξασφάλισε ένα γενναίο ετήσιο επίδομα ώστε να έχει μια άνετη ζωή. Ο βασιλιάς όμως τον προστάτευε και από τις επιθέσεις των παλαιότερων αυλικών και της Εκκλησίας που δεν μπορούσαν να ανεχθούν την οξύτητα των κωμωδιών του, οι οποίες στρέφονταν εναντίον της υποκρισίας των αυλικών και των παπάδων. Οι παλαιοί αυλικοί είχαν χάσει την πολιτική δύναμη του παρελθόντος κατά την περίοδο που βασίλευε ο Λουδοβίκος 14ος. Το 1665 μάλιστα ο θίασος του Μολιέρου μετονομάστηκε σε επίσημο βασιλικό θεατρικό θίασο.
Εργο «χρονολογημένο»
αλλά και διαχρονικό
Ολα σχεδόν τα έργα του Μολιέρου είναι σπουδαία. Πολλοί θεωρούν ως κορυφαία τον «Δον Ζουάν» και τον «Μισάνθρωπο», αλλά και ο «Φιλάργυρος» και ο «Ταρτούφος» (με εκείνον τον απίστευτο θρησκευτικό υποκριτή) δεν υστερούν σε ζωντάνια και δύναμη δαιμονική όχι μόνο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής αλλά και της δικής μας. Ο Δον Ζουάν είναι άσωτος και, λες και δημιουργεί ένα δικό του διαλεκτικό σχήμα ο Μολιέρος, βάζει δίπλα του τον δυστυχή υπηρέτη του Σγαναρέλο. Ο Φιλάργυρος είναι υποκριτής. Ο Μισάνθρωπος όμως δεν είναι μόνο – ή δεν είναι τόσο – κωμικός όσο τραγικός ήρωας.
Εχουν αναρωτηθεί διάφοροι (ανάμεσά τους και ο πολύς Χάρολντ Μπλουμ) κατά πόσο στον Μισάνθρωπο ο Μολιέρος ενσωμάτωσε αυτοβιογραφικά γνωρίσματα. Αυτό βέβαια είναι αδιάφορο, δεδομένου ότι οι χαρακτήρες του Μολιέρου είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι και διόλου μονοσήμαντοι. Η μαγεία του οφείλεται στο ότι ενώ τα έργα του είναι χρονολογημένα, γράφτηκαν δηλαδή για το κοινό της εποχής τους, είναι ταυτοχρόνως και διαχρονικά, φέρουν δηλαδή το αποτύπωμα της μεγαλοφυΐας.
Τον έθαψαν χωρίς
χριστιανική κηδεία
Ο Μολιέρος έπασχε από φυματίωση, όμως δεν έπαψε σε όλη τη ζωή του να παίζει στο θέατρο. Στην παράσταση του «Κατά φαντασίαν ασθενούς» στις 17 Φεβρουαρίου 1673 άρχισε να βήχει και να αιμορραγεί αλλά δεν σταμάτησε να παίζει ως το τέλος. Οταν μεταφέρθηκε στο σπίτι του κατέρρευσε για δεύτερη φορά και πέθανε στα 51 του χρόνια. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία γιατί ο νόμος απαγόρευε να θάβονται στα «ιερά χώματα» του νεκροταφείου όσοι ασκούσαν το «ανίερο» επάγγελμα του ηθοποιού. Κατόπιν παρέμβασης του βασιλιά τάφηκε στο μέρος που ήταν θαμμένα τα αβάπτιστα βρέφη.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1817 στο κοιμητήριο του Περ Λασέζ, όπου βρίσκονται οι τάφοι των ένδοξων τέκνων της Γαλλίας. Ο ίδιος είχε πει κάποτε με άκρα ειρωνεία: «Δεν πεθαίνει κανείς παρά μόνο μία φορά – και είναι για τόσο πολύ καιρό».
Στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στον υπόλοιπο κόσμο, ο Μολιέρος ήταν και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής. Εχει μεταφραστεί πολλές φορές και συχνά τα έργα του ανέβηκαν στη σκηνή με εξαιρετική επιτυχία.

