Ενας μπόμπιρας στα μνήματα
Υστερα από πέντε ποιητικά βιβλία, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου στη νουβέλα του «Σπίτι Παιδιού» αντλεί από την παιδική του ηλικία στη Δράμα και ανασυστήνει έναν κόσμο ευτράπελο και συγκινητικό, όπου η συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών είναι κάτι παραπάνω από αρμονική
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δύο μικρά αδέλφια έχουν πάρει τα γουόκι-τόκι τους και κρύβονται και μιλούν μεταξύ τους. Είναι ευτυχισμένα και παίζουν. Πού όμως; Στο νεκροταφείο! Ο κανόνας είναι απλός: κερδίζει κάθε φορά όποιος βρει την ταφόπλακα όπου αναγράφεται η μεγαλύτερη ηλικία. Ωσπου το ένα βρίσκει κάποιον μικρό ξύλινο τάφο, με τον σταυρό πεσμένο και ξεφλουδισμένο, με μια λαμαρίνα στο κέντρο, κι εκεί πάνω διαβάζει «Αλεξάνδρα, δύο ημερών». Λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο πατέρας τους αναρωτιέται πού είχαν εξαφανιστεί τα γουόκι-τόκι, ρώτησε τους γιους του κι εκείνοι του απάντησαν «τα χαρίσαμε σε μια κοπελίτσα». Αυτή είναι μια χαρακτηριστική σκηνή από τη νουβέλα Σπίτι Παιδιού του 36χρονου Κυριάκου Συφιλτζόγλου. Ο ίδιος, ύστερα από πέντε ποιητικά βιβλία, δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Εν προκειμένω, αντλεί από την παιδική του ηλικία, όπως την έζησε στον «κρυμμένο» Νομό Δράμας. Ο τόπος αυτός, το σύνθετο παρελθόν του, ορίζει τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του Συφιλτζόγλου, ο οποίος ασχολείται επίσης συστηματικά με τη φωτογραφία και εσχάτως με τη ζωγραφική. Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, το Δραμάιλο (2018), είχε συντελεστεί ήδη, όπως ανέφερε στο «Βήμα», μια στροφή. «Εκείνο το πεζόμορφο ποίημα ήταν μια αιμομιξία, αλλά χωρίς δυσμορφίες, θέλω να πιστεύω. Το καινούργιο είναι ένα καθαρό πεζό με κάποιες υφές ποιητικές. Δεν νομίζω ότι απίστησα έναντι της ποίησης, απλώς αυτά που ήθελα να πω τώρα δεν μου έβγαιναν αλλιώς. Δεν ξέρω γιατί. Ούτως ή άλλως, αυτές είναι ιστορίες που τις μοιραζόμουνα προφορικά στις παρέες μου πολύ συχνά». Ο,τι πάντως συνδέει και τα δύο βιβλία είναι το θανατικό. «Ασφαλώς, και στα δύο κυριαρχεί ο θάνατος, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, στο προηγούμενο υπήρχε πολλή βία, σε αυτό όχι. Στο «Δραμάιλο» είναι σαν να μιλάνε οι νεκροί, υποψιασμένοι πια από την Ιστορία. Σε τούτο εδώ μιλάει ένα αγοράκι, η αθωότητά του, τίποτε άλλο».
Ζωή σαν νεορεαλισμός
Ο Συφιλτζόγλου υιοθετεί το ανατρεπτικό βλέμμα ενός περίεργου μπόμπιρα παρασύροντάς μας στην αλλόκοτη και ευτράπελη πραγματικότητά του, όπου οι ζωντανοί συγχρωτίζονται αρμονικά με τους νεκρούς. Ο τίτλος της νουβέλας παραπέμπει σε ένα δίκτυο ιδρυμάτων τα οποία συστήθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Σε ένα τέτοιο «Σπίτι Παιδιού», στην Πλατανιά Δράμας, εργαζόταν η μητέρα του Συφιλτζόγλου από το 1977. «Αυτά τα Σπίτια δημιουργήθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Από τη μια μεριά υπήρχαν οι Παιδουπόλεις, και από την άλλη αυτά, που ήταν μια άλλη κατάσταση. Οι Παιδουπόλεις είναι πιο γνωστές λόγω της πολιτικής. Τα Σπίτια ήταν μέρη συνάντησης, μέρη ποικίλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκμάθησης διαφόρων πραγμάτων, από τη γεωργία ως τη κτηνοτροφία. Δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική. Από το 1974 και μετά λειτουργούσαν, ουσιαστικά, ως κέντρα νεότητας. Κι όσα χωριά τα είχαν, ήταν τυχερά, ήταν κύτταρά τους. Η μάνα μου δούλευε σε ένα από αυτά, ένα πέτρινο κτίριο σε σχήμα Γ. Εμείς μέναμε εκεί πέρα σ’ ένα δωματιάκι. Πέντε μέρες περνούσαμε εκεί και δύο στο κανονικό μας σπίτι, στην Προσοτσάνη. Ηταν σαν να ζούσαμε μαζί με όλο το χωριό, κάτι υπέροχο» θυμήθηκε ο Συφιλτζόγλου και συνέχισε: «Εζησα έναν χαμένο παράδεισο. Πώς να το πω, εγώ δεν είχα ρολόι στο χωριό, στη Δράμα απέκτησα. Κάναμε ό,τι θέλαμε εκεί, κινούμασταν ελεύθερα, άδεια δεν ζητούσαμε, εγώ μπορούσα να εξαφανιστώ σε κάποιο διπλανό χωριό και κανείς να μη μ’ αναζητήσει ως το βράδυ. Ηταν η δεκαετία του 1990, αλλά είχε και κάτι από εκείνη του 1960, δίχως τη μεγάλη φτώχεια της. Ηταν σαν ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού αυτό που έζησα. Κι είχε μια απίστευτη ανεμελιά. Το ότι εγώ ξόδευα ώρες ολόκληρες πάνω στα δέντρα χαζεύοντας τον σιδηρόδρομο το σκέφτομαι σήμερα και δεν μπορώ να το πιστέψω» συμπλήρωσε.
Μνήματα και ερείπια
Αν κάτι σαγηνεύει τον αφηγητή αυτού του βιβλίου, είναι οι κηδείες, ενθουσιάζεται να σηκώνει το εξαπτέρυγο και να συνοδεύει τους άλλους στην τελευταία τους κατοικία. «Εμμονή! Πώς εξηγείται; Μάλλον χρειάζομαι ψυχανάλυση… Πάντως η μάνα μου μού έδωσε μια πληροφορία πριν πεθάνει. Οταν ήμουν βρέφος, μου είπε, δεν είχε πού να μ’ αφήσει. Ετσι για μερικούς μήνες με κράτησε η κυρα-Χρυσούλα, μια καλή γειτόνισσά μας. Αλλά η καημένη είχε πρόσφατα χηρέψει – ο άντρας της είχε πεθάνει από ανακοπή, κι ήταν ερωτευμένη μαζί του, δεν τον είχε πάρει με προξενιό – κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, αντί για χαρούμενα τραγουδάκια ν’ ακούω μοιρολόγια. «Κορόμηλα πέφτανε πάνω σου τα δάκρυα», έλεγε η μάνα μου, «γι’ αυτό βγήκες έτσι»» γέλασε νοσταλγικά ο Συφιλτζόγλου. «Οταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, συνάντησα παιδιά που είχαν φτάσει είκοσι χρονών αλλά δεν είχαν δει νεκρό. Το φαντάζεστε; Εγώ είχα μεγάλη εξοικείωση με τους νεκρούς, από πολύ μικρός. Κάθε Κυριακή, με τη μάνα μου παρέα, θα πηγαίναμε οπωσδήποτε στο νεκροταφείο, «στα μνήματα», λέγαμε εμείς. Η επίσκεψη στη γιαγιά ήταν τελετουργία, μύηση. Μια γιαγιά που μιλούσε μόνο τούρκικα, που μόνο μ’ αγκάλιαζε, να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε. Και με το που φτάναμε εκεί, ανεβαίναμε με τον αδελφό μου πάνω στον τάφο της, δίναμε ένα φιλί στη φωτογραφία της, μετά φέρναμε νερό για τα βασιλικά και μετά σκορπίζαμε για το παιχνίδι μας».
Εχει και μια άλλη εμμονή ο Συφιλτζόγλου, την εμμονή των ερειπίων. «Από μικρός τα σκάλιζα τα ερείπια, τα εξερευνούσα. Στη γενέτειρά μου, όπως και σε όλον τον νομό, υπήρχαν πολλά οθωμανικά απομεινάρια. Εμπαινα σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι κι έβλεπα ρούχα κρεμασμένα, επιστολές ή φωτογραφίες, όλα στη θέση τους και λίγο ανάκατα. Ηταν περιπέτεια αυτό, ν’ ανοίγεις μια πόρτα και να μην ξέρεις τι θ’ αντικρίσεις. Τότε δεν ήξερα. Μετά, σπουδάζοντας και ψάχνοντας, έμαθα. Την ιστορία του τόπου και του σογιού μου, την πτώση του καπνού, τη μετανάστευση στη Γερμανία, κ.τ.λ. Παραμένω πάντως κάτι μεταξύ τυμβωρύχου και αρχαιολόγου. Ακόμα και σήμερα τρυπώνω σε ακατοίκητα σπίτια, πάνω από εκατό χρονών. Κι όμως, αυτά τα ετοιμόρροπα σπίτια εξακολουθούν, έστω για μια νύχτα, να φιλοξενούν πρόσφυγες ή μετανάστες, αναγκεμένους ανθρώπους. Εχω δει με τα μάτια μου, σε κάποια απ’ αυτά, αραβικές επιγραφές με κάρβουνο στους μαδημένους τοίχους τους» κατέληξε ο Συφιλτζόγλου.

