«Η πρώτη είδηση της ημέρας δεν αφορούσε μόνο τη χώρα μου, τη Σερβία, ούτε μόνο την πόλη μου, το Βελιγράδι, αλλά και το παλιό μου σχολείο, το σερβο-γαλλικό σχολείο «Βλάντισλαβ Ρίμπνικαρ». Ενα παιδί 14 ετών άνοιξε πυρ και σκότωσε οκτώ συμμαθητές του και έναν φρουρό του σχολείου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η αίθουσα Ιστορίας, όπου δολοφονήθηκαν τα παιδιά, είναι η ίδια που βρισκόταν πάντα στο ισόγειο του σχολείου». Αυτά έγραψε την περασμένη Τετάρτη η Ταμάρα Τζερμάνοβιτς, συγγραφέας και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, στην εφημερίδα «El Pais».

Η Τζερμάνοβιτς επιχειρεί να ερμηνεύσει το ανεξήγητο, αυτό που μέχρι τώρα η ίδια, αλλά και η Ευρώπη, είχε συνηθίσει να θεωρεί μια από τις ανοιχτές πληγές της αμερικανικής κοινωνίας: τα εκατοντάδες περιστατικά ένοπλης βίας στα οποία σκοτώνονται ενήλικοι και πολλά παιδιά κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, όπου είναι πολύ εύκολο να αγοράσει κανείς όπλο (ακόμη και ανήλικοι, με πλαστές ταυτότητες, μπορούν να τα προμηθευτούν μέσω Διαδικτύου) και όπου κανένας αμερικανός πολιτικός δεν έχει κατορθώσει να περιορίσει την ισχύ των υπερασπιστών της οπλοκατοχής. Τριάντα έξι ώρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου της Τζερμάνοβιτς, ένας άλλος Σέρβος, 21 ετών, σκότωσε οκτώ ανθρώπους και τραυμάτισε δεκατέσσερις στο χωριό Ντουμπόνα, 60 χλμ. από το Βελιγράδι. Ο φερόμενος ως δράστης συνελήφθη λίγες ώρες αργότερα.

Οι αιτίες της τραγωδίας

Η Τζερμάνοβιτς και άλλοι πανεπιστημιακοί, όπως ο Ντράγκαν Πόπαντιτς, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, ο οποίος μίλησε στο Associated Press, εντοπίζουν τις αιτίες της τραγωδίας στις τεράστιες ποσότητες όπλων που κυκλοφορούν στη Σερβία και στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων μετά τους πολέμους της δεκαετίας του 1990. Ομως η κουλτούρα των όπλων στα Βαλκάνια και στη Σερβία, όπου συχνά τους πυροβολισμούς στον αέρα ακολουθούν επευφημίες, δεν άρχισε τη δεκαετία του 1990 αλλά πολύ παλαιότερα.

Επί σειρά ετών οι ειδικοί προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο που συνιστά η ύπαρξη τόσων όπλων στη Σερβία, μια χώρα που παραμένει βαθιά διχασμένη και όπου συχνά οι καταδικασθέντες για εγκλήματα πολέμου δοξάζονται ως ήρωες – τι περισσότερο χρειάζονται οι νέοι για να οδηγηθούν σε παραβατικές συμπεριφορές και στο έγκλημα; – και όπου η βία εναντίον των μειονοτήτων παραμένει ατιμώρητη. Οι δεκαετίες πολιτικής αστάθειας, ως απότοκο των συγκρούσεων της δεκαετίας του ’90, σε συνδυασμό και με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της Σερβίας, είναι πιθανόν να πυροδοτούν τέτοιες εκρήξεις βίας.

Οι δύο τραγωδίες βύθισαν στο πένθος τη χώρα και ανέδειξαν το πραγματικό επίπεδο της βίας στη σερβική κοινωνία. «Οι άνθρωποι ξύπνησαν ξαφνικά στην πραγματικότητα και είδαν τον ωκεανό της βίας που η κοινωνία μας άφησε ανεξέλεγκτη για δεκαετίες» ανέφερε ο Πόπαντιτς. Και η Τζερμάνοβιτς, η οποία θυμάται το δίγλωσσο σχολείο της ως ένα εκπαιδευτικό πρότυπο, ανήκουστο για κομμουνιστική χώρα, στο οποίο η ελίτ του Βελιγραδίου έστελνε τα παιδιά της, συμφωνεί: «Η είδηση ενός μαθητή που σκοτώνει συμμαθητές του στο σχολείο μάς ανοίγει τα μάτια στη θλιβερή πραγματικότητα μιας χώρας που μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να ολοκληρώσει ομαλά τη μετάβασή της στη δημοκρατία».

«Η Σερβία θα αφοπλιστεί»

Οι ενώσεις των καθηγητών και των δασκάλων της Σερβίας ανακοίνωσαν ότι θα προχωρήσουν σε διαμαρτυρίες και απεργίες, ζητώντας αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς υποσχέθηκε ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη και ότι «η Σερβία θα αφοπλιστεί».

Η νομοθεσία ωστόσο για την οπλοκατοχή στη Σερβία είναι αυστηρή. Το ζήτημα είναι να εφαρμοστεί ώστε να τεθούν οι βάσεις για ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα, για ένα θετικό κοινωνικό πρότυπο. Είναι γνωστό ότι οι νέοι, τα παιδιά, αντιγράφουν πρότυπα, και στη Σερβία τα αρνητικά πρότυπα ήταν πολλά και για πολύ καιρό.

Η οπλοκατοχή

Σύμφωνα με το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στη Γενεύη (GGI), το 2019 αναλογούσαν 39,1 όπλα ανά 100 κατοίκους στη Σερβία. Το ποσοστό αυτό, ίσο με εκείνο του Μαυροβουνίου, είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη και το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ και την Υεμένη.