Ψιλόλιγνη φιγούρα, με ένα μόνιμο καπέλο jockey στο κεφάλι και ένα συγκρατημένο χαμόγελο: Αυτός είναι ο Τόμας Οστερμάιερ, που ξεκίνησε ως το «τρομερό παιδί» του σύγχρονου θεάτρου και σήμερα, στα 57 του χρόνια, αποτελεί μια ισχυρή δύναμη στον παγκόσμιο χάρτη – θυμίζω μόνο ότι πέρυσι στο Λονδίνο, στο Barbican, συνεργάστηκε με την Κέιτ Μπλάνσετ στον «Γλάρο» του Τσέχοφ.
Ο γερμανός σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της βερολινέζικης Σαουμπίνε κάνει πρόβες στην Αθήνα, αποδεχόμενος την πρόταση του Μίλτου Σωτηριάδη να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή στον «Εχθρό του λαού» (1882) του Χένρικ Ιψεν στο θέατρο Κνωσός.
Η παράσταση, που ξεκίνησε το 2012, έχει παιχθεί μέχρι σήμερα σε σαράντα χώρες. Ο νορβηγός θεατρικός συγγραφέας θίγει τόσο επίκαιρα ζητήματα που πραγματικά μοιάζει απίστευτο ότι το έργο γράφτηκε πριν από σχεδόν 150 χρόνια: Περιβάλλον, οικολογική καταστροφή, διαφθορά, διαπλοκή παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από το τρίγωνο των ηρώων «γιατρός – δήμαρχος – δημοσιογράφος».
Λάτρης της Ελλάδας, γνώριμος στο κοινό μέσα από τις παραστάσεις του κυρίως στο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, ο Τόμας Οστερμάιερ, μιλώντας αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino, παραδέχεται ότι πίσω από την αυστηρότητα της γερμανικής καταγωγής βρίσκεται μια «μεσογειακή ψυχή».
Κύριε Οστερμάιερ, στην Αθήνα και πάλι…
«Μα είναι τόσο όμορφα εδώ, ο καιρός, το φαγητό, η φύση, η ενέργεια της πόλης. Αγαπώ την Αθήνα και τους ανθρώπους της».
Θα μπορούσατε δηλαδή να μετακομίσετε;
«Θα μπορούσα, αν έπαυα να διευθύνω τη Σαουμπίνε στο Βερολίνο, την οποία έχω αναλάβει από το 1999. Δεν είναι γιατί είμαι πιστός, αλλά γιατί είναι το καλύτερο θέατρο στον κόσμο – πόσες δυνατότητες χώρου, σκηνών, εργαστηρίων προσφέρει.
Εχω δημιουργήσει μια ομάδα τεχνικών, ανθρώπων που εργάζονται σε διάφορους τομείς, οπότε με κάποιον τρόπο έχει φτιαχτεί η ιδανική ομάδα με τους καλύτερους. Και κυρίως με ανθρώπους που θέλουν να δουλεύουν για τη Σαουμπίνε. Εχουμε μια ισχυρή ταυτότητα ως θέατρο και ένα αίσθημα κοινότητας – ενίοτε και οικογένειας.
Νιώθω πολύ συνδεδεμένος και υπεύθυνος για τους συνεργάτες μου, τη δουλειά και τις αμοιβές τους, όπως νιώθω και υπεύθυνος απέναντι στο κοινό μας. Εργάζονται συνολικά 240 άνθρωποι. Ο μόνος τρόπος να προστατεύσεις το θέατρο είναι να έχεις κοινό, πολίτες που χρειάζονται και θέλουν το θέατρο. Και μπορώ να πω ότι τα έχουμε καταφέρει».
Είχατε φανταστεί τη διάρκεια όταν ξεκινούσατε;
«Οχι, καθόλου. Ημουν πολύ νέος. Αρπαξα απλώς την ευκαιρία και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα».
Ο Ιψεν ήταν, νομίζω, στην αφετηρία…
«Ναι, τον Δεκέμβριο του 2001, με το “Κουκλόσπιτο”».
Εχετε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ιψεν – όπως και με τον Σαίξπηρ. Τι σας συνδέει με τον νορβηγό συγγραφέα;
«Ημουν πολύ τυχερός που “συναντήθηκα” με τον Ιψεν, γιατί ο τρόπος που εγώ συνδιαλέγομαι με τα έργα του είναι, νομίζω, διαφορετικός. Ο Ιψεν πάντα ανέβαινε ως μια βαριά, ψυχολογική απεικόνιση χαρακτήρων. Η δική μου ανάγνωση αφορά τις οικονομικές συνθήκες των χαρακτήρων. Αυτό που έφερα εγώ στον Ιψεν, και από όσο ξέρω δεν το είχε φέρει κανείς έως τότε, είναι ότι πρόκειται για αστούς που φοβούνται να χάσουν τη δουλειά τους, τον γάμο, την οικογένεια, τη φήμη και την κοινωνική τους θέση.
Κι όμως, διαβάζοντας το “Κουκλόσπιτο”, ήδη από τη δεύτερη φράση, οι ήρωες μιλούν για χρήματα, άρα και για την οικονομική τους επιβίωση. Υπό αυτό το πρίσμα άρχισα να διαβάζω τα έργα του. Γιατί και στις δικές μας δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ο φόβος είναι αυτός που βάζει το λάδι για να κινηθούν. Ο φόβος να μην πετύχεις, να μην έχεις λεφτά, να μην έχεις τη δυνατότητα να θρέψεις την οικογένειά σου. Και αυτός ο φόβος, που κατά τη γνώμη μου τα τελευταία 25 χρόνια όλο και μεγαλώνει, έρχεται με τον νεοφιλελευθερισμό.
Ο Ιψεν βάζει αυτούς τους χαρακτήρες στη σκηνή και ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι όλοι τους είναι σαν να ζουν σε χρυσά κλουβιά. Είναι υψηλό το αντίτιμο που πληρώνουν για αυτά τα όνειρα σε όλη τους τη ζωή. Είναι αυτό που ονομάζει ο Ντέβιντ Γκρέμπερ “credit slavery”. Και συγχρόνως όλο αυτό καταλήγει σε ερωτήματα για τον γάμο, τη ζωή του ζευγαριού, τους ρόλους του άνδρα και της γυναίκας».

Γραμμένο πριν από σχεδόν 150 χρόνια, το θεατρικό «Ο εχθρός του λαού» θίγει θέματα εντελώς σημερινά, ξεκινώντας από το περιβάλλον.
«”Ο εχθρός του λαού” είναι ένα σαφές πολιτικό έργο. Δεν ξέρω πόση επίγνωση είχε ο Ιψεν, αλλά μέσα στο έργο υπάρχει η συζήτηση για την υπερθέρμανση του πλανήτη και γιατί δεν μπορούμε να την πολεμήσουμε και να εξασφαλίσουμε ένα υγιές περιβάλλον. Το κάνουμε για πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, που τα υπερασπίζονται άνθρωποι με εξουσία, και η εξουσία έχει τη δύναμη να χειραγωγεί και εκείνους που δουλεύουν στα μέσα ενημέρωσης».
Ενας επιστήμονας, ένας δήμαρχος και ένας δημοσιογράφος: Συμφωνείτε ότι συνθέτουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα τρίγωνο που καθορίζει την κοινωνία;
«Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Είναι σοκαριστικό ότι αυτή η παράσταση, που έχει παρουσιαστεί σε σαράντα χώρες του κόσμου, μιλάει σε όλα τα κοινά – Αυστραλία, Ασία, Βόρεια και Νότια Αμερική, Ευρώπη. Οπου κι αν έχει πάει, την καταλαβαίνουν, γιατί όλοι έχουν τα ίδια προβλήματα».
Βάζετε το κοινό να παρέμβει. Γιατί;
«Για εμένα είναι ένα στοίχημα να δω πόσο το κοινό έχει ενταχθεί στο έργο, πόσο πολιτικό ενδιαφέρον έχει και πόσο σημαντική κουβέντα μπορεί να γίνει. Αναρωτιόμαστε πώς θα αντιδράσει το ελληνικό κοινό, γιατί ίσως δεν είναι συνηθισμένο. Το γερμανικό έχει συνηθίσει. Οι Εγγλέζοι ήταν απίστευτοι! Είναι σοκαριστικό τι μπορεί να μοιραστούν οι άνθρωποι δημοσίως».
Ποιος είναι σήμερα ο εχθρός του λαού;
«Οταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το έργο, είχα εμπνευστεί από τον Τζούλιαν Ασάνζ, τον Εντουαρντ Σνόουντεν, από αυτούς που αποκαλούσαν whistleblowers. Αυτοί είναι σήμερα οι εχθροί του λαού. Από το 2012 που ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο, δεν θυμάμαι καν αν είχα τότε κινητό, τώρα είναι πιο επείγον.
Αλλά και απογοητευτικό, γιατί θέλουμε να πιστεύουμε ότι προοδεύουμε και ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε καλά. Οταν βγήκε ο Ομπάμα υπήρχε μια ελπίδα παντού. Τώρα ζούμε σε τρομερούς καιρούς αντιδραστικών πολιτικών, με όλους τους παλιούς να επιστρέφουν. Μόνο το κλίμα να σκεφτούμε, αρκεί. Είναι τόσο σοκαριστικό, γιατί είναι ο μόνος πλανήτης που έχουμε και η μόνη ζωή που έχουμε».
Ο Ιψεν πραγματεύεται συχνά την έννοια της αλήθειας και του ψεύδους. Γιατί συνήθως προτιμάμε τα ψέματα;
«Οντως τα προτιμάμε, αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια και τις συνέπειές της. Αλλά θα προτιμούσα τη λέξη “άγνοια” από τη λέξη “ψέμα”. Αν είμαι συνεχώς ενήμερος για το πού πάμε, θα αυτοκτονήσω. Φυσικά και χρειαζόμαστε ένα είδος προστασίας από όλο αυτό το δράμα, αλλά, από την άλλη, αν το κάνεις αυτό, δεν υπάρχει ελπίδα».
Διαφέρει η παράστασή σας από χώρα σε χώρα;
«Πολύ. Γιατί είμαι ένας σκηνοθέτης προσανατολισμένος στους ηθοποιούς. Κάθε παράσταση που κάνω είναι το αποτέλεσμα των προσωπικοτήτων των ηθοποιών. Οπότε αν έχεις διαφορετικές προσωπικότητες, έχεις και διαφορετική παράσταση. Είναι διαφορετικό το ταμπεραμέντο, η ιστορία. Αρα το αποτέλεσμα εξαρτάται πολύ από τους ηθοποιούς».
Θέλετε να έχετε τον πλήρη έλεγχο όταν σκηνοθετείτε; Πόσο ελεύθεροι είναι οι ηθοποιοί σας;
«Προσπαθώ να τους παρέχω ένα ισχυρό πλαίσιο που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν ανά πάσα στιγμή τι κάνουν, ώστε να ανεβούν στη σκηνή χωρίς φόβο. Και μετά μπορούν να “χορέψουν” – ναι, μέσα στο πλαίσιο. Οι καλύτεροι χορογράφοι, μουσουργοί είναι αυτοί που ξέρουν καλά όλα τα όργανα, τους ήχους, όλες τις κλίμακες. Τότε είναι ελεύθεροι – προηγουμένως τους παριστάνουν. Πιστεύω ότι μπορείς να είσαι ελεύθερος μόνο όταν ελέγχεις πλήρως τα μέσα σου».
Οι πρόβες, που επανέρχονται μέσα στα χρόνια, εξακολουθούν να είναι αποκαλυπτικές για εσάς;
«Ναι, γιατί οι καιροί αλλάζουν, όπως αλλάζει και ο θίασος. Τώρα εδώ η Λένα (σ.σ.: Παπαληγούρα) παίζει τον εκδότη Ασλαξεν. Εχουμε ισχυρές προσωπικότητες που μεταφέρουν στους ρόλους τους στοιχεία και εμπειρίες της ζωής τους. Ο Μιχάλης (σ.σ.: Οικονόμου) είναι ο δήμαρχος, και όταν τον βλέπω να παίζει έχω την αίσθηση ότι βλέπω έναν έλληνα πολιτικό – πώς κινείται, πώς ακολουθεί τη στρατηγική του. Και όλα αυτά αλλάζουν την παράσταση. Το ίδιο και οι ηθοποιοί στο newsroom, η Αλκηστις (σ.σ.: Ζιρώ), ο ίδιος ο Στόκμαν από τον Κωνσταντίνο (σ.σ.: Μπιμπή), σε παρασύρουν να τους ακολουθήσεις».

Θα έλεγα ότι είστε ένα success story, με την έννοια ότι πετύχατε όσα θέλατε.
«Success story; Οχι, καθόλου. Ειλικρινά, κα-θό-λου… Ξέρετε, προέρχομαι από μια ταπεινή οικογένεια, χωρίς μόρφωση, χωρίς χρήματα. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 το σοσιαλδημοκρατικό όνειρο ήταν να φέρουν παιδιά από την εργατική τάξη στα πανεπιστήμια. Οι γονείς μου δεν ήθελαν να πάω ούτε Γυμνάσιο. Ηθελαν να ξεκινήσω να δουλεύω από τα 15, όπως ο αδελφός μου. Γιατί χρειάζονταν τα λεφτά. Ο αδελφός μου έβγαζε 300 μάρκα και έδινε τα 200 στην οικογένεια, για το φαγητό και το σπίτι.
Επρεπε να παλέψω για να παραμείνω στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου με κάθε ευκαιρία που του έδινε το σχολείο, σε κάθε πρόβλημα με τους δασκάλους, έλεγε: “Εντάξει, ας σταματήσει το σχολείο”.
Πήγα στο Βερολίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, λίγο πριν πέσει το Τείχος, και κατάφερα να ζήσω, να δουλέψω, να επιβιώσω. Δεν πήρα ποτέ χρήματα από τους γονείς μου. Η καριέρα μου δεν θα ήταν πιθανό να συμβεί αν ξεκινούσα σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά, έχει ακριβύνει η ζωή. Οι περισσότεροι που ασχολούνται τώρα με την τέχνη του θεάτρου προέρχονται από τη μεσαία τάξη. Ως μέλος κριτικής επιτροπής σε μια σχολή, προωθώ, όσο μπορώ, τα παιδιά της εργατικής τάξης. Υπάρχει μεγάλη ανισότητα. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα με πιστέψετε, αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πόσο διάσημος είμαι».
Φαντάζομαι πως είναι και θέμα χαρακτήρα;
«Ναι, σίγουρα. Αλλά είναι και θέμα πόσο κοντά είσαι με τον κόσμο, με την πραγματικότητα. Εχω φίλους, συγγραφείς, τον Ντιντιέ Εριμπόν, τον Εντουάρ Λουί, που μου υπενθυμίζουν τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας. Επίσης δεν ανήκω σε αυτούς που συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γκαλά, επίσημες πρεμιέρες».
Πόσες ώρες δουλεύετε;
«Συνήθως δουλεύω από τις δέκα το πρωί ως τις έντεκα-εντεκάμισι το βράδυ. Το καλοκαίρι που παρουσίασα την “Αγριόπαπια” στην Αβινιόν, και τα δέκα βράδια που παίχθηκε, την παρακολουθούσα, αφουγκραζόμουν τις αντιδράσεις, μιλούσα με τον κόσμο.
Το θέατρο είναι το πάθος μου. Είμαι ευλογημένος που κάνω αυτό που θέλω ως δουλειά για να ζήσω. Δεν θα μπορούσα ποτέ να παραπονεθώ. Το μόνο παράπονο είναι τα πολλά ταξίδια που με κουράζουν πια πολύ – τα πρώτα είκοσι χρόνια το απολάμβανα. Από την αρχή της σεζόν έχω πάει στη Στοκχόλμη, στο Οσλο, στο Βερολίνο, εδώ. Μετά θα πάω στη Χιρόνα, στο Λονδίνο, στην Κίνα, στην Κορέα και πάει λέγοντας. Και να σκεφτείτε ότι μπήκα πρώτη φορά σε αεροπλάνο στα 29 μου. Είχα ταξιδέψει, βέβαια, νωρίτερα. Στην Ελλάδα είχα έρθει με οτοστόπ».
Αγαπάτε πάντα την Ελλάδα, τη θαυμάζετε…
«Ναι, φυσικά. Συχνά αναρωτιέμαι και λέω: “Γιατί είσαι τόσο κουτός, Τόμας, και περνάς τη ζωή σου στο Βερολίνο”. Βέβαια, τους έξι μήνες ταξιδεύω. Αλλά κάθε φορά που είμαι στην Ελλάδα σκέφτομαι πόσο μεγάλο δώρο έχετε. Μπορεί να δείχνω Γερμανός ή Σκανδιναβός, αλλά η ψυχή μου είναι μεσογειακή – σας το εγγυώμαι αυτό.
Μια φορά που ήμουν στην Επίδαυρο με τον Γκότσεφ (σ.σ.: βούλγαρος σκηνοθέτης) – ήμασταν καλοί φίλοι –, μου είπε: “Εδώ είναι η γενέτειρα του θεάτρου. Κάθεσαι εδώ και βλέπεις τον κόσμο”. Με συγκίνησε πολύ. Δεν είναι μόνο το θέατρο και η αρχιτεκτονική του, νιώθω ότι έχει ψυχή.
Οταν ο ήλιος δύει και η παράσταση αρχίζει, είναι ένα θαύμα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια που ανακάλυψα την Ελλάδα, έχει τρομερό αντίκτυπο σε εμένα. Ερχομαι τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο – ίσως και δύο. Πηγαίνω στην Καρδαμύλη, στη Μάνη. Η ύπαρξή μου στον κόσμο άλλαξε λόγω της Ελλάδας. Κατάλαβα ότι παίρνεις ένα δώρο εδώ που δεν έχει να κάνει με το χρήμα – έγινα μέχρι και ρομαντικός…».
