Δύο άνδρες συντάξιμης ηλικίας κάθονται και κουβεντιάζουν κάπου στην Αμερική του 2020. Είναι ο καιρός αμέσως μετά την καραντίνα, οι προοπτικές ως προς την πανδημία μοιάζουν πιο ευοίωνες, όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκλονίζονται από τις διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και εισέρχονται σταδιακά στη δίνη των τελευταίων ημερών του Τραμπ που θα καταλήξει στην εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Εκ των πραγμάτων, η συζήτηση ανάμεσα σε έναν λευκό και έναν μαύρο, έναν καταξιωμένο μουσικό και τον πρώην πρόεδρο της χώρας, τον Μπρους Σπρίνγκστιν και τον Μπαράκ Ομπάμα, αποκτά ένα απροσδόκητο βάθος. Πρώτα podcast τον Φεβρουάριο του 2021, τώρα βιβλίο που εκδόθηκε στις ΗΠΑ στα τέλη Οκτωβρίου («Renegades. Born in the USA», εκδ. Crown) και την τελευταία εβδομάδα κυκλοφορεί και στα ελληνικά  ως «Renegades – Ασυμβίβαστοι. Γεννημένοι στην Αμερική» (εκδ. Aθens Bookstore Publications), αυτή η περιπλάνηση στην παιδική ηλικία, στο επάγγελμα, στη φιλία, στην οικογένεια, στην κουλτούρα, στις διαιρέσεις, στις κοινές εμπειρίες, στην αμερικανική ταυτότητα λαμβάνει διαστάσεις μεγαλύτερες από μια ιδιότυπη προφορική αυτοβιογραφία δύο σημαντικών προσωπικοτήτων, γίνεται απόπειρα σύνδεσης του ατομικού παρελθόντος με το συλλογικό παρόν και προσέγγισης των ιδιαιτεροτήτων μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Παρά το ότι μιλάμε για δύο διασημότητες και παρά το ότι ο χώρος των διασημοτήτων είναι εγγύτερος άλλων, δικαιολογημένα θα αναρωτιόταν κανείς τι φέρνει κοντά δύο τόσο διαφορετικά πρόσωπα. Η πολιτική, επιφανειακά: οι προεδρικές εκλογές του 2008, όπου Σπρίνγκστιν και Ομπάμα γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του τελευταίου. Τέτοιες συναντήσεις, όμως, συχνά αποδεικνύονται χρησιμοθηρικές, ένας τρόπος για να επωφεληθεί ο ένας από την απήχηση του ακροατηρίου του άλλου. Εδώ η γνωριμία ξεπέρασε το ευκαιριακό στοιχείο και εξελίχθηκε σε γνήσια φιλία. Τι ενώνει κατά βάθος, επομένως, έναν 72χρονο από το Νιου Τζέρσεϊ με έναν 60χρονο από τη Χαβάη; Ο Μπρους Σπρίνγκστιν ήταν για την Αμερική εξαρχής ένας ήρωας της εργατικής τάξης – τα μπλουτζίν σηματοδοτούσαν τα πρόχειρα ρούχα της δουλειάς. Στην Ευρώπη των μέσων της δεκαετίας του ’80 τα είδαμε αρχικά ως στυλιστική επιλογή – όπως και το «Born in the USA» ως ύμνο στις ΗΠΑ. Πολλοί έφηβοι της εποχής, όπου οι στίχοι ήταν δυσεύρετοι, συμπέραιναν από το ρεφρέν ότι επρόκειτο για πατριωτικό χιτ, χωρίς να αντιληφθούν πως όλα ήταν υπονομευμένα ήδη από τον πρώτο στίχο που κάνει λόγο για μια ξεχασμένη πολίχνη ως αφετηρία μιας σκληρής ζωής: «Born down in a dead man’s town / The first kick I took was when I hit the ground». O «Boss», κάτοχος 20 βραβείων Grammy, άνοιξε τα χαρτιά του όταν έφυγε σιγά-σιγά από τους προβολείς του Top 10, όταν αντάλλαξε την αισιοδοξία του «Dancing in the Dark» με τραγούδια για το φάντασμα του Τομ Τζόουντ και μπάλες κατεδάφισης. Ο Μπαράκ Ομπάμα πάλι ήταν, όπως λέει χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο του βιβλίου, «the hope guy» – ο τύπος με το σύνθημα της ελπίδας. Ενας απόγονος της μεσαίας τάξης, χαρισματικός ρήτορας με ηγετικές ικανότητες, η παρουσία του οποίου έμοιαζε προς στιγμήν να μετασχηματίζει την αμερικανική πολιτική, να υποδεικνύει ότι η κοινωνία του 21ου αιώνα βρισκόταν στο κατώφλι της υπέρβασης καθοριστικών στερεοτύπων του παρελθόντος, ακόμη και του ρατσιστικού χάσματός της. Συμβόλιζε μια εξωστρεφή Αμερική, πρόθυμη να συνεργαστεί αντί να ενεργεί μονομερώς, φορέα πολιτισμικής και όχι στρατιωτικής ηγεμονίας.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω