Η Κλερ Μεσούντ ήθελε πάντα να επισκεφθεί την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον της δεν είχε τουριστικό χαρακτήρα, τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, γιατί βέβαια στη διάρκεια της συζήτησής μας θα αναφωνήσει γεμάτη ενθουσιασμό ότι «η επίσκεψη στον τάφο του Φιλίππου Β΄ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό έχω βιώσει ποτέ στον χώρο του πολιτισμού». Η σημαντική αμερικανίδα συγγραφέας που διδάσκει δημιουργική γραφή στο Γέιλ, επισκέφθηκε τη Βόρεια Ελλάδα προτού ξεσπάσει η πανδημία για να κάνει έρευνα για το νέο της βιβλίο. «Αναφέρεται στην πορεία της ζωής του πατέρα μου, ο οποίος ως παιδί έζησε στη Θεσσαλονίκη καθώς ο παππούς μου ήταν ο γάλλος ναυτικός ακόλουθος στην πόλη την περίοδο 1939-40, εξ ου και η αρχή του βιβλίου διαδραματίζεται στην πόλη. Ο παππούς μου είχε γράψει τα απομνημονεύματά του ειδικά για εμένα και την αδελφή μου, στα οποία ανέφερε ποιοι ήταν οι φίλοι του και τι έκανε εκεί, ενώ είχε σχεδιάσει και μια μικρή κάτοψη του σπιτιού όπου έμενε και απ’ ό,τι είδα έχει γίνει πλέον πολυκατοικία» θα εξηγήσει η Μεσούντ, δίχως να θελήσει να αποκαλύψει περισσότερα για το βιβλίο, το οποίο θα κυκλοφορήσει λογικά την επόμενη χρονιά στην Αμερική.

Η Μεσούντ δεν είναι μια τυπική πολίτης της χώρας της, αν και η ιστορία της απαντάται πολύ συχνά στις ΗΠΑ. «Είμαι ένα άτομο που απαρτίζομαι από διαφορετικά κομμάτια: έχω Καναδή μητέρα, Γάλλο πατέρα, μεγάλωσα στον Καναδά και στην Αυστραλία, μετά εγκατασταθήκαμε στις ΗΠΑ όταν ήμουν έφηβη. Ο σύζυγός μου είναι Βρετανός, της αδελφής μου είναι Ρώσος. Νομίζω ότι γράφω μέσα από ένα πρίσμα σύγχυσης αλλά και πιθανοτήτων. Οι περίπλοκες οικογενειακές μας ιστορίες μάς έκαναν να μεγαλώσουμε πιστεύοντας ότι ο κόσμος προχωρούσε σε κατευθύνσεις όπου υπήρχε περισσότερη ανοχή, υβριδικές ταυτότητες και τείχη που κατέρρεαν. Σήμερα όμως όλα πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση».

Η δική της συγγραφική προσέγγιση δεν είναι αμιγώς πολιτική, αν και στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά με τίτλο «Η γυναίκα του επάνω ορόφου» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg) η έκρυθμη πολιτική κατάσταση στον Λίβανο παρεισφρέει πλαγίως, καθώς ένας από τους ήρωές της κατάγεται από εκεί.

Πρωταγωνίστρια, όμως, είναι μια Αμερικανίδα, η Νόρα, η οποία είναι εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση ζωής με την οποία δυσφορεί, εν προκειμένω τόσο ώστε η κραυγή της να διαπερνά την πρώτη κιόλας γραμμή του βιβλίου. «Πόσο οργισμένη είμαι; Δεν θέλετε να ξέρετε. Αυτό κανένας δεν θέλει να το ξέρει» δηλώνει η ηρωίδα της Μεσούντ, η οποία ήθελε να γίνει ζωγράφος αλλά τελικά εργάζεται ως δασκάλα σε δημοτικό σχολείο. Ενας από τους λόγους που θυμώνει η Νόρα είναι επειδή δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις βαθύτερες επιθυμίες της, αρχής γενομένης από το γεγονός ότι αναλώθηκε στην προσπάθεια να είναι η «καλή κόρη» για τους γονείς της. Oι ελπίδες για μια ζωή όπως την ονειρεύτηκε αναπτερώνονται όταν γνωρίζει μια ιταλίδα ζωγράφο και τον προαναφερθέντα λιβανέζο ιστορικό σύζυγό της, για να διαψευστεί οικτρά στο τέλος.

«Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς να κάνει τέχνη, αλλά είναι ακόμα δυσκολότερο όταν είσαι γυναίκα, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο μεγαλώνουμε ή που τουλάχιστον μεγαλώναμε, ώστε να δίνουμε βαρύτητα σε αυτό που σκέφτονται οι άλλοι. Ανατρέχοντας στον τρόπο που μεγάλωσα, θυμάμαι τη μητέρα μου και τη θεία μου να ανταγωνίζονται άτυπα ποια από τις δύο εκδηλώνει τη μεγαλύτερη αυτοθυσία. «Εσύ πάρε το μεγαλύτερο κομμάτι, εσύ ξεκουράσου, εγώ θα πλύνω τα πιάτα». Μαθαίναμε έτσι ότι αυτός είναι ο αγώνας που πρέπει να δώσουμε, να δίνουμε όσο περισσότερα γίνεται. Δεν λέω ότι είναι εντελώς λάθος προσέγγιση, αλλά πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που δίνεις στους άλλους και αυτά που κάνεις για τον εαυτό σου» θα πει η Μεσούντ.

Στις ΗΠΑ η Νόρα χαρακτηρίστηκε ως αμφιλεγόμενος χαρακτήρας επειδή ήταν τόσο θυμωμένη. «Δεν θεωρήθηκε ένα καλό πρότυπο γυναίκας, θυμάμαι μια αναγνώστρια που μου είπε: «Ως φεμινίστρια δεν μπορώ να δώσω αυτό το βιβλίο να το διαβάσει η κόρη μου, δεν δίνει το καλό παράδειγμα, γιατί μιλάει για μια γυναίκα που δεν έχει πραγματοποιήσει τα όνειρά της και είναι θυμωμένη γι’ αυτό. Από την άλλη, υπήρχε κόσμος που μου έλεγε: «Αυτή είναι η ιστορία μου, η ζωή μου. Ηθελα να γίνω καλλιτέχνης αλλά τελικά διδάσκω μουσική ή δουλεύω σε μια τράπεζα». Πολλές από τις συζητήσεις αφορούσαν το γεγονός ότι κάπως δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να είναι θυμωμένες». Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2013, όταν το κίνημα του #MeΤoo δεν είχε βρεθεί ακόμα στην πλήρη άνθησή του. «Εχει συντελεστεί μια πραγματική μεταμόρφωση, τουλάχιστον στη Βόρεια Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Οι γυναίκες μιλούν δυνατά πλέον, κάτι που δεν έκανε η γενιά μου, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι η ιστορία της Νόρα είναι δυνητικά μέρος αυτής της εξέλιξης. Αν το έγραφα σήμερα, το βιβλίο θα έφερε μια διαφορετική φόρτιση».

Τελικά όμως η Μεσούντ έρχεται να σχολιάσει ποιο έργο τέχνης θεωρούμε αξιόλογο, τι μας οδηγεί στην επιτυχία και ποιες είναι οι θυσίες που απαιτούνται πολλές φορές. «Νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια δόση σκληρότητας ή έλλειψης ηθικού δισταγμού όταν είσαι ένας φιλόδοξος καλλιτέχνης, έτσι ώστε να διεκδικείς τον χρόνο αλλά και την ελευθερία για να κάνεις τη δουλειά σου χωρίς να ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Και νομίζω ότι εξαιτίας του τρόπου που μεγαλώνουμε παραδοσιακά, αυτό είναι πιο δύσκολο να το καταφέρεις όταν είσαι γυναίκα. Ολη η ιδέα της ιδιοφυΐας επιτρέπει την προσήλωση, το να μπορείς να πεις: «Ω, ξέχασα να βγάλω τα σκουπίδια ή να πάω τον σκύλο βόλτα γιατί δουλεύω πάνω στο ευφυές πρότζεκτ μου». Αν είσαι όμως γυναίκα και θες να είσαι και εσύ ιδιοφυής πρέπει να χωρέσεις αυτή την επιθυμία μαζί με όλα τα άλλα πράγματα που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις. Υπάρχει και άλλο ένα είδος έλλειψης ηθικού δισταγμού αν θες να είσαι επιτυχημένος: πρέπει να έχεις την προθυμία να αξιοποιείς προσωπικά δεδομένα άλλων στο έργο σου. Ως συγγραφέας είσαι πάντα αδίστακτος/η κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την έννοια ότι δανείζεσαι κομμάτια και λεπτομέρειες από συζητήσεις που ακούς ή κάτι που σου είπε κάποιος και τα βάζεις στις ιστορίες σου. Κάποιος/α μπορεί να τα διαβάσει και να αναγνωρίσει τον εαυτό του δίχως να έχει συναινέσει».