Ηταν περίεργες οι τελευταίες εβδοµάδες. Μια άνοιξη σαν φθινόπωρο. Και ένα καλοκαίρι που αρνούνταν να γίνει καλοκαίρι. Ανεβοκατέβαζα στα ντουλάπια παπλώµατα, κουβέρτες και κουβερτάκια, κατάλληλα για κάθε καιρό: Τη µια ζεσταινόµουν. Απέσυρα το ελαφρύ πάπλωµα και έριχνα επάνω µου µια κουβέρτα. Τα χαράµατα ξυπνούσα και κρύωνα. Εψαχνα για δεύτερη κουβέρτα. Για µπάνιο στη θάλασσα ούτε λόγος. Εγώ, που κάθε χρόνο από τα τέλη του Απριλίου ετοιµάζω µαγιό και πετσέτες, εφέτος έκανα την πρώτη απόπειρα µετά τις 20 Ιουνίου. Και κρύωνα. Φταίει που µεγάλωσα ή φταίει ο παλιόκαιρος; Στεκόµουν ένα πρωί στο µπαλκόνι µου απολαµβάνοντας την υπέροχη θέα προς τα απέναντι µπαλκόνια (σαν του Γκύζη δεν έχει!), µε τον βαρύ ουρανό πάνω από το κεφάλι µου να παίρνει εκείνες τις «αρρωστηµένες» γκριζοπορτοκαλί αποχρώσεις που σου δίνουν την αίσθηση πως πλησιάζει το τέλος του κόσµου. Ηταν µια από τις αναποφάσιστες, φθινοπωρινής διάθεσης, ηµέρες που για να τη βγάλεις καθαρή έπρεπε να επιστρατεύσεις όλη την αισιοδοξία σου. Σε πρόσφατη συζήτηση για την οικιστική ασχήµια της Ελλάδας που ξεκινά από τις πόλεις και εξαπλώνεται και στα πιο φηµισµένα παραθεριστικά θέρετρα, κάποιος έλεγε πως «αν είχαµε τον καιρό που έχουν στο Λονδίνο, ο ένας µετά τον άλλον θα αυτοκτονούσαµε από κατάθλιψη. Το µόνο που µας σώζει είναι ο ήλιος µας». Αναρωτήθηκα πώς θα γινόταν η ζωή µας αν πράγµατι η εφετινή φθινοπωροάνοιξη και το εφετινό φθινοπωροκαλόκαιρο εγκαθίσταντο για πάντα εδώ. Αν το δυσβάστακτο σκωτσέζικο γκρίζο εγκατέλειπε το Εδιµβούργο και τις Εβρίδες και έριχνε άγκυρα σε Αθήνα και Κυκλάδες. Πώς θα ήταν η καθηµερινότητά µου αν η Αθήνα αποκτούσε τον ουρανό του Ελσίνκι; Και τι θα γινόταν µε τους τουρίστες που µας επισκέπτονται κυρίως για τον ήλιο µας; Σε αυτόν στηρίζεται η τουριστική βιοµηχανία µας. Πιθανώς θα µας εγκατέλειπαν και θα στρέφονταν σε άλλες, πιο ηλιόλουστες χώρες. Αν και σύµφωνα µε τις προβλέψεις κινδυνεύουµε από το αντίθετο: Τις επόµενες δεκαετίες η Ελλάδα µπορεί να υποφέρει από αφρικανικού τύπου ξηρασίες που θα τη µετατρέψουν σε ευρωπαϊκό παράρτηµα της ερήµου Σαχάρας. Ενώ σκεπτόµουν όλα αυτά τα απαισιόδοξα στο µπαλκόνι µου – για δες που ακόµα και ο κάκτος µου αρνείται να ανθίσει εφέτος! -, η πρώτη σταγόνα της βροχής κύλησε στο πρόσωπό µου. Λίγο αργότερα άρχισαν και οι κεραυνοί. Η σαχαροποίηση της χώρας πήρε παράταση. Οι µετεωρολόγοι, όµως, εξακολουθούν να ακούγονται απαισιόδοξοι για το εγγύς µέλλον. Τι µε περιµένει; Τι να επιλέξω µεταξύ οµιχλώδους Εδιµβούργου και καυτής Οασης Σίβα; Πώς βρέθηκα µήνα Ιούνιο να κυκλοφορώ και µε αντηλιακή και µε οµπρέλα στο σακίδιό µου; Και µε καπέλο για τον ήλιο και µε αδιάβροχο; Το µπουφανάκι δεν θα το κρύψω, θα το αφήσω καλού-κακού στην κρεµάστρα πίσω από την πόρτα. Δίπλα από την τσάντα µε τα µαγιό και τα αντικουνουπικά. Επιπλέον, δεν θα ξανακλείσω τραπέζι για φαγητό στον κήπο, θα ζητάω να µας βάζουν µέσα. Τις προάλλες την πατήσαµε και η µπολονέζ µου κινδύνεψε να γίνει σούπα. Αν και ο καιρός, είπαν πριν από λίγο, αυτές τουλάχιστον τις ηµέρες θα είναι καλοκαιρινός. Να τους πιστέψω ή να παραγγείλω ξύλα για το τζάκι;