Νάσια Διονυσίου: «Η μοναδική ευθύνη των συγγραφέων είναι απέναντι στην ανθρώπινη ευαισθησία»

Η βραβευμένη κύπρια συγγραφέας Νάσια Διονυσίου μιλάει για τον Αρθούρο Ρεμπώ στην Κύπρο, για τη λογοτεχνία ως γέφυρα μνήμης και ταυτότητας, και για τη νέα γενιά κύπριων λογοτεχνών.

Με λόγο στοχαστικό και γραφή που γεφυρώνει την Ιστορία με την προσωπική μνήμη, η Νάσια Διονυσίου έχει αναδειχθεί σε μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας. Με σπουδές στη Νομική και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εργάζεται στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γεγονός που αντανακλάται στη βαθιά ανθρωποκεντρική και πολιτικά ευαίσθητη γραφή της.

Το βιβλίο της με τίτλο «Τι είναι ένας κάμπος» (Πόλις, 2021), τιμημένο με το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας 2022, μας μετέφερε στην Αμμόχωστο του μεταπολεμικού τραύματος και των βρετανικών στρατοπέδων όπου κρατούνταν εβραίοι πρόσφυγες, εξερευνώντας τις εναλλαγές ρόλων ανάμεσα σε εκτοπισμένους, γηγενείς, διώκτες και διωκόμενους.

Σήμερα, με το νέο της βιβλίο, «Μη γράφετε Αρθούρος» (από τις ίδιες εκδόσεις), η Διονυσίου επιστρέφει με μια τολμηρή, πολυφωνική αφήγηση που συνδυάζει την ποιητική φωνή του Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891) με την Κύπρο στο μεταίχμιο της αγγλοκρατίας. Μια λογοτεχνική εξερεύνηση της σιωπής, της μνήμης και της ταυτότητας, που γίνεται η αφορμή για τη συζήτησή μας.

Πώς οδηγηθήκατε στον Αρθούρο Ρεμπώ; Υπάρχει κάποιο προσωπικό βίωμα ή μια συγκεκριμένη στιγμή που σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα; Ομολογώ ότι αγνοούσα εντελώς ότι ταξίδεψε στην Κύπρο το 1878 και είχε αναλάβει και επικεφαλής λατομείου στην τοποθεσία Ποταμός…

«Αυτό ακριβώς το γεγονός, το οποίο και εγώ για χρόνια αγνοούσα, ήταν που με παρακίνησε να ανακινήσω το συγκεκριμένο θέμα: Η σύντομη παρουσία του Ρεμπώ στην Κύπρο, κατά τη συγκεκριμένη, μάλιστα, στιγμή, που σηματοδότησε το οριστικό πέρασμά του από την Ευρώπη και την αχαλίνωτη ποίηση στην αχανή αφρικανική ήπειρο και τη στείρα σιωπή.

Με την ελευθερία που δίνει η μυθοπλασία, έκανα υποθέσεις για το κατά πόσο η παραμονή του Ρεμπώ στο νησί έπαιξε κάποιον ρόλο στην έκβαση της ζωής του ή αν μπορεί, πραγματικά ή συμβολικά, να συνδεθεί με τη μετάβαση και του ίδιου του νησιού από την οθωμανική στη βρετανική κυριαρχία, με την οποία συνέπεσε χρονικά.

«Η πεζογραφία που γράφεται σήμερα στην Κύπρο πειραματίζεται με μοντέρνες μορφές έκφρασης, ώστε να μπορεί να αντανακλά και να συμπεριλαμβάνει τις νέες πραγματικότητες».

Ηταν, παράλληλα, μια αφορμή να επεξεργαστώ και να αξιοποιήσω λογοτεχνικά τον χώρο του Τροόδους, με τον οποίο συνδέομαι προσωπικά, αλλά και ο οποίος πυροδότησε μέσα μου το ερώτημα, παραφράζοντας τον Σεφέρη, “ποιος το γνωρίζει τούτο το βουνό;” και πώς επηρεάζει – αν επηρεάζει – την ύπαρξή μας στο νησί, που, αλήθεια, ποιος και πώς το γνωρίζει τούτο το νησί;».

Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στην προσωπικότητα και την πορεία του Ρεμπώ, ώστε να θελήσετε να αφηγηθείτε την ιστορία του μέσα από ένα νέο πορτρέτο;

«Ο Ρεμπώ πέρασε από το στερέωμα της ποίησης σαν ένας διάττοντας αστέρας, μοναδικός κι ανεπανάληπτος. Σαν ένα πεφταστέρι που εμφανίστηκε από το πουθενά, φώτισε για ένα απειροελάχιστο διάστημα με τερατώδη λάμψη τα βάθρα του σύμπαντος και τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης, κατήργησε τα όρια μεταξύ του γνωστού και του ακατάληπτου κόσμου, κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Αφησε, όμως, πίσω, για όσους τουλάχιστον στρέφουν καμιά φορά το βλέμμα τους στον ορίζοντα, μια αχνή γραμμή αμφισβήτησης, έσπειρε τον σπόρο της αμφιβολίας: Πού βρίσκεται η αληθινή ζωή, με τις άπειρες εκδοχές, δυνατότητες, αισθήσεις της; Με ποια γλώσσα, ποια χρώματα, ποιες κραυγές, ποια πυρακτωμένα κάρβουνα, μπορεί να εκφραστεί η αληθινή ποίηση; Και πώς επιτυγχάνεται η ενότητα μεταξύ αληθινής ζωής και αληθινής ποίησης και μια νέα συνείδησή τους, που δεν μπορεί παρά να είναι ανυπότακτη, επικίνδυνη, να αναγγέλλει “τον καιρό των δολοφόνων”;

«Ο Χατζιδάκις είχε πει κάπου πως η τέχνη δεν έχει πιστοποιητικό γεννήσεως, ούτε και χώρα καταγωγής».

Αυτός είναι ο γνωστός, ο προφανής άξονας της ζωής του Ρεμπώ, ο οποίος με γοήτευσε σε πρώτο επίπεδο, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο προσπάθησα να προσεγγίσω τις κρυμμένες, δυσεξήγητες όψεις της διαδρομής του. Τελικά, όμως, εκείνο που κυριάρχησε ήταν η ποίηση του Ρεμπώ – η απροσδόκητη, πρωτόγονη ομορφιά της, η ορμή της, η εις τους αιώνες σύγχρονη επαναστατικότητά της –, που με μάγευσε και κυρίευσε ολοκληρωτικά το κείμενό μου.

Αυτή η ποίηση – στίχοι, λέξεις, εικόνες, σύμβολα, ρυθμός – διαποτίζει, μεταπλασμένη και ενσωματωμένη οργανικά, το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη και εύχομαι, με αυτή τη νέα μορφή της, να ξαναφανερώνεται και να ξανασημαίνει».

Συχνά οι συγγραφείς καλούνται να τοποθετηθούν για την «ευθύνη» τους απέναντι στην Ιστορία. Νιώθετε ότι η ενασχόληση με το παρελθόν μπορεί να λειτουργήσει και ως παγίδα;

«Για εμένα, η μοναδική ευθύνη των συγγραφέων είναι απέναντι στην ανθρώπινη ευαισθησία. Από αυτήν προέρχεται και σε αυτήν απευθύνεται η τέχνη σε όλους τους καιρούς. Οχι απλώς να καταγράφει τις καθημερινές συνήθειες ή τις ιστορικές συγκυρίες, αλλά, μέσα και πέρα από αυτές, να ανιχνεύει και να διερευνά την ανθρώπινη ουσία, αυτήν που παραμένει άφθαρτη και αναλλοίωτη στον χρόνο και τον τόπο.

Δεν αντιλέγω, βέβαια, πως η Ιστορία και το παρελθόν μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία, το φόντο ή την κινητήρια δύναμη μιας λογοτεχνικής αφήγησης. Εάν, όμως, δεν συνυπάρχουν με την ομορφιά του λόγου και την εμβάθυνση σε κάποιες αδιόρατες, υποφωτισμένες, αποσιωπημένες πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης, τότε, ναι, υπάρχει ο κίνδυνος του περιορισμού της θεματολογίας, και, ακόμα περισσότερο, του περιορισμού της διαχρονικότητας, της οικουμενικότητας, αλλά και της τρυφερότητας – για να δανειστώ τον όρο της Ολγκα Τοκάρτσουκ – ενός έργου».

Η κυπριακή λογοτεχνία δείχνει να αποκτά έναν νέο δυναμισμό, απομακρυνόμενη από μονοδιάστατες αναπαραστάσεις της Ιστορίας και υιοθετώντας μια πολυπρισματική, αναστοχαστική προσέγγιση. Πιστεύετε ότι αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα μιας συλλογικής ωρίμασης ή αντανακλά μια προσωπική αναζήτηση των συγγραφέων της νέας γενιάς και δη των γυναικών;

«Ισχύει, και ευχαριστώ που το θέτετε, ότι συγγραφείς της γενιάς μου, και δη γυναίκες πεζογράφοι, όπως η Λουίζα Παπαλοΐζου, η Κωνσταντία Σωτηρίου, η Μαρία Α. Ιωάννου, η Αυγή Λίλλη, η Ερατώ Ιωάννου και άλλες, έχουν ξεχωρίσει με το έργο τους, το οποίο αναψηλαφεί την Ιστορία μας με έναν τρόπο που ξεφεύγει από το στενά τοπικιστικό στοιχείο και αλληλεπιδρά με τις εμπειρίες των “άλλων”.

«Με την ελευθερία που δίνει η μυθοπλασία, έκανα υποθέσεις για το κατά πόσο η παραμονή του Ρεμπώ στο νησί έπαιξε κάποιον ρόλο στην έκβαση της ζωής του».

Είναι, ταυτόχρονα, σημαντικό ότι η πεζογραφία που γράφεται σήμερα στην Κύπρο πειραματίζεται με μοντέρνες μορφές έκφρασης, ώστε να μπορεί να αντανακλά και να συμπεριλαμβάνει τις νέες πραγματικότητες, τις νέες αβεβαιότητες, τις νέες αγωνίες. Αυτό στο οποίο αποσκοπεί και το οποίο, πιστεύω, πετυχαίνει είναι να απευθύνεται με μεγαλύτερη αμεσότητα σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και να συντονίζεται με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής».

Η κυπριακή λογοτεχνία φαίνεται να διεκδικεί πλέον μια θέση πέρα από τα στενά γεωγραφικά της όρια. Πόσο εύκολο ήταν για εσάς να «σπάσετε» αυτό το φράγμα και να βρείτε κοινό στην Ελλάδα; Νιώσατε ποτέ ότι η ταυτότητα της κύπριας συγγραφέως είναι εμπόδιο ή πλεονέκτημα;

«Δεν ένιωσα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο Χατζιδάκις είχε πει κάπου πως η τέχνη δεν έχει πιστοποιητικό γεννήσεως, ούτε και χώρα καταγωγής. Γράφω στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα σε μια πιο ευρύχωρη εκδοχή της, που συμπεριλαμβάνει στοιχεία και το ηχόχρωμα της κυπριακής διαλέκτου, και προσπαθώ να γράφω καλή λογοτεχνία, η οποία, παρότι κουβαλά μέσα της και τον τόπο μου, αξιώνω να μην εγκλωβίζεται, ούτε να εξαντλείται σε αυτόν. Με αυτά τα χαρακτηριστικά απευθύνθηκα στο αναγνωστικό κοινό και χαίρομαι που βρήκα ανταπόκριση».

Το «Τι είναι ένας κάμπος» απέσπασε σημαντική αναγνώριση στην Ελλάδα, ενώ στην Κύπρο, αν και ξεχώρισε, δεν τιμήθηκε με το αντίστοιχο κρατικό βραβείο. Τι πιστεύετε ότι λέει αυτό για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη λογοτεχνία στις δύο χώρες;

«Δεν θα ήθελα να αναφερθώ ειδικά στο θέμα των κρατικών βραβείων, αφού, λόγω της προσωπικής μου εμπειρίας, η όποια άποψή μου πιθανόν να θεωρηθεί ως μη αντικειμενική. Αυτό, όμως, που αισθάνομαι είναι ότι οι τυπικοί πολιτιστικοί θεσμοί της Κύπρου έχουν μία περιορισμένη, γραφειοκρατική, αποστεωμένη, θα έλεγα, αντίληψη του τρόπου με τον οποίο εξελίσσονται ευρύτερα οι τέχνες σήμερα στον τόπο μας, και νιώθω πως αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις ποικιλόμορφες δυναμικές που εκδηλώνονται, την ένταση και την ποιότητα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και τη ζωντανή επικοινωνία μεταξύ δημιουργών και κοινού, που, εις πείσμα, βρίσκει διόδους και αναπτύσσεται».

«Ο Ρεμπώ πέρασε από το στερέωμα της ποίησης σαν ένας διάττοντας αστέρας, μοναδικός κι ανεπανάληπτος. Σαν ένα πεφταστέρι που εμφανίστηκε από το πουθενά».

Η σχέση Κύπρου – Ελλάδας στο πεδίο της λογοτεχνίας παραμένει ασύμμετρη, με τους κύπριους συγγραφείς να αναζητούν συχνά αναγνώριση στην Ελλάδα. Ποιος θα ήταν ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των δύο λογοτεχνιών;

«Νομίζω πως ένας τέτοιος διάλογος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, μέσω ιδίως λογοτεχνικών φεστιβάλ και εκδηλώσεων, σε Ελλάδα και σε Κύπρο, που δίνουν την ευκαιρία σε συγγραφείς να συναντηθούν, να συνομιλήσουν, να ανταλλάξουν ιδέες και εμπειρίες.

Για να γίνει, ωστόσο, αυτός ο διάλογος πιο ουσιαστικός, απαιτείται μια αμφίπλευρη πολιτιστική πολιτική, που να ενθαρρύνει και να διευκολύνει, αφενός, τη διάδραση και τη συνδημιουργία, και, αφετέρου, την εκδοτική παραγωγή και την απεύθυνση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό».

Info: Το βιβλίο «Μη γράφετε Αρθούρος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. 

Κεντρική Φωτογραφία: Γιώργος Σπύρης

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version