Υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Βαθειό. Βρίσκεται στην Ανδρο και μολονότι ζούμε πια σε έναν κόσμο όπου (θεωρούμε ότι) τα ξέρουμε και τα έχουμε ανακαλύψει όλα, παραμένει άγνωστο και ανεξερεύνητο από την πολλή συνάφεια του κόσμου. Είναι ένας τόπος από εκείνους που δεν τους πιάνει το μάτι σου και δεν θα δεις να φιγουράρουν στις λίστες των «πρέπει» και των «οπωσδήποτε» των ταξιδιωτικών οδηγών. Οσο κι αν ψάξει κανείς στον χάρτη, δεν θα καταφέρει να εντοπίσει ποτέ αυτή τη μικρή αρχαία και ακατοίκητη σήμερα κοινότητα, ούτε να βρει τις συντεταγμένες για να χαράξει πορεία προς τα εκεί. Στην πραγματικότητα, την ακριβή τοποθεσία τη γνωρίζει μόνο ο Γιώργος Δούλος, ο κεραμίστας στο μυαλό του οποίου γεννήθηκε αυτό το φανταστικό – κατά κυριολεξία αλλά και μεταφορικά – χωριό.
Ναι, το Βαθειό είναι μια ευφάνταστη επινόηση, μια συνθήκη που δημιούργησε ο καλλιτέχνης για να εξηγήσει και να περιγράψει την προέλευση και τις καταβολές της συλλογής κεραμικών γλυπτών του. Μιας σειράς που εμπεριέχει στο DNA κάτι θεωρητικά οξύμωρο: είναι εμφατικά αφαιρετική.

© Ανδρέας Σιμόπουλος
Από το θέατρο στην κεραμική
Ο Γιώργος Δούλος προέρχεται από τον κόσμο του θεάτρου. Σπούδασε θεατρολογία, ασχολήθηκε µε το θέατρο για περίπου επτά χρόνια και µάλιστα ίδρυσε και τη δική του οµάδα µε το όνοµα λευκήΣΚΗΝΗ. Συνεργάστηκε µε εµβληµατικές µορφές του θεάτρου, όπως η Ρούλα Πατεράκη, ο Γιώργος Βέλτσος, ο Δηµήτρης Δηµητριάδης αλλά και ο Λευτέρης Βογιατζής – τη σηµαδιακή εµπειρία του µε τον τελευταίο, µάλιστα, κατέγραψε στη συλλογική έκδοση «Λευτέρης Βογιατζής. Ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός» (Κάπα Εκδοτική).
Μπορεί σήμερα το θέατρο να μην είναι συστατικό (με την έννοια του βιοπορισμού) στοιχείο της καθημερινότητάς του, όμως ένας άνθρωπος γνήσια φιλοπερίεργος και σχεδόν πεισματικά αεικίνητος σαν κι εκείνον δεν μπορεί παρά να ζει για αλλά και με την τέχνη. Συγκεκριμένα εκείνη της κεραμικής.
«Με τα κεραµικά ασχολούµαι τα τελευταία δύο χρόνια. Αφορµή ήταν η διακοσµήτρια εσωτερικών χώρων Lian Vermeer. Ξεκίνησα στην πραγματικότητα ως βοηθός της. Δεν είχα ξαναπιάσει ποτέ πηλό. Ηταν κάτι τελείως άγνωστο για εμένα» περιγράφει ο ίδιος για το βάπτισμα του πυρός που έλαβε σε μια τέχνη που είναι τόσο παλιά όσο (σχεδόν) ο άνθρωπος.

«Δούλεψα με την Vermeer εντατικά για έναν μήνα. Απειρες ώρες. Εκείνη σχεδίαζε και εγώ τη βοηθούσα στο άδειασμα (σ.σ.: πρόκειται για ένα τεχνικό στάδιο της διαδικασίας) των κεραμικών. Η συνεργασία μας ολοκληρώθηκε λίγο καιρό μετά, όμως εγώ είχα κολλήσει το μικρόβιο. Επέστρεψα σπίτι αποφασισμένος να δημιουργήσω το δικό μου εργαστήριο. Ηταν το καλοκαίρι του 2023» θυμάται ο Γιώργος Δούλος σήμερα.
Χωρίς προορισμό
Δύο χρόνια μετά, το εργαστήριό του, που βλέπει σε μια μικρή αυλή όπου δεσπόζει μια εντυπωσιακή λεμονιά, έχει εξελιχθεί σε έναν χώρο ιερό για εκείνον. Γεμάτο από βιβλία, αντικείμενα τέχνης, ιδιοκατασκευές, αμέτρητες πέτρες και βότσαλα που συλλέγει από παραλίες και απειράριθμες εικόνες και εκφάνσεις της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, μιας γυναίκας που για τον Γιώργο Δούλο ενσαρκώνει με κάθε κύτταρο την πεμπτουσία της καλλιτεχνικής έκφρασης.
«Τι με γοητεύει στην κεραμική; Οτι όσο δημιουργώ δεν σκέφτομαι τίποτα. Είναι, ας πούμε, ένας τρόπος διαλογισμού. Δεν είναι βέβαια αυτός ο κυρίαρχος λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ με την κεραμική. Απολαμβάνω τη διαδρομή προς το τελικό αντικείμενο, το οποίο πρέπει να σας πω ότι δεν ξέρω ποιο θα είναι κάθε φορά. Δεν ξεκινάω με κάποιο σχέδιο ή σκοπό» επισημαίνει.

«Κάθε φορά έχω απλά μπροστά μου έναν όγκο. Τον πηλό. Και αρχίζω να τον πλάθω. Του δίνω διάφορα σχήματα, ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα. Ετσι σταδιακά παίρνει διαστάσεις και μορφή. Με αυτόν τον τρόπο δηµιουργήθηκε και η σειρά του Vathyó. Σχήματα κεφαλιών με κάποιες σχισμές, οι οποίες για εμένα δηλώνουν ένα ερωτικό στοιχείο». Οι ιδέες, τα σχήματα και οι μορφές ρέουν οργανικά από το μυαλό του Γιώργου Δούλου.
Εξωπραγματικά μπλε
Λέει πως στο εργαστήριο επιλέγει να εργάζεται ως επί το πλείστον την ημέρα – το φυσικό φως είναι εκ των ων ουκ άνευ για τις δημιουργίες του: «Δουλεύω συνήθως πρωί. Θέλω να έχει ήλιο έξω. Μου αρέσει ο τρόπος που το φως περνά από το παράθυρο στο εργαστήριο. Αλλωστε το βράδυ το τεχνητό φως δημιουργεί σκιάσεις που δεν βοηθούν. Πάντα στο εργαστήριό μου όσο δουλεύω καίει ένα κεράκι.

Θέλω να υπάρχουν και οι τέσσερις ενέργειες της φύσης. Το φως της ημέρας, η φωτιά από το κερί, ένα τσίγκινο σκεύος γεμάτο νερό και βέβαια το στοιχείο της γης, ο πηλός». Είναι οι στιγμές που τα χέρια του γίνονται απλώς το μέσο για να σμιλέψουν την εσωτερική ενόρμησή του σε ύλη.
Ισως γι’ αυτό τα απέριττα έργα του, στα οποία μπορεί να βρει αλλά και να μη βρει κανείς αναφορές στην κυκλαδική τέχνη, δημιουργούν συναίσθημα χωρίς να το εκβιάζουν και έλκουν την προσοχή δίχως να την επαιτούν. Ισως, από την άλλη, είναι αυτό το σχεδόν απόκοσµο µπλε µε το οποίο αποφάσισε να βάψει τη σειρά Vathyó που λειτουργεί ως καταλύτης στη σχέση που δηµιουργείται ανάµεσα στο έργο και τον αποδέκτη του.

© Ανδρέας Σιμόπουλος
Γιατί όμως μπλε; Και μάλιστα μια απόχρωση του μπλε που και ο ίδιος ο καλλιτέχνης παραδέχεται πως δύσκολα συναντά κανείς στον φυσικό κόσμο. «Το συγκεκριμένο μπλε είναι για εμένα το απόλυτο, το σκέτο, το κλασικό. Εχει δέος και σιωπή μέσα του. Είναι ένα χρώμα που δεν μπορείς να βρεις στη φύση ή μπορεί να το βρεις πολύ δύσκολα. Σίγουρα όχι στη θάλασσα ή τον ουρανό. Είναι τρομερά έντονο. Πιστεύω ότι όλους μας μάς συγκινεί, ίσως γιατί παραπέμπει στο καλοκαίρι. Κατ’ εμέ συμβολίζει την ελευθερία. Μια έννοια ουσιαστική και θεμελιακή για εμένα» λέει.
Ο Γιώργος Δούλος, τα έργα του οποίου μπορεί να βρει κανείς στο Aphilo Athens στα Εξάρχεια, έχει αποφασίσει να διεκδικεί την ελευθερία αλλά και την απλότητα μέσω της δημιουργίας. Αλλωστε Dealú, όπως έχει ονοµάσει το brand του, σηµαίνει απλότητα σε µια σκανδιναβική διάλεκτο.
Ενας αυτοδίδακτος κεραμίστας
Το κάνει μάλιστα τόσο αναπολογητικά και απενοχοποιημένα ώστε δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να δηλώσει αυτοδίδακτος αλλά και εκούσια ανεπηρέαστος από αρχέτυπα και στερεότυπα. «Στην κεραμική είμαι εντελώς αυτοδίδακτος. Και πρέπει να σας πω ότι δεν ακολουθώ κάποιους κανόνες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος κανόνας που πρέπει να υπακούσω.
Τι με καθοδηγεί; Ο τρόπος που θα ήθελα εγώ να δω ένα γλυπτό. Γι’ αυτό και παλεύω ώρες ατελείωτες με τον πηλό. Κάποιες φορές φθάνω στο σημείο που ένα αντικείμενο αρχίζει να παίρνει μορφή, αλλά διαπιστώνω ότι δεν είναι αυτό που θέλω. Τότε το διαλύω και ξεκινάω πάλι από την αρχή.

Το ίδιο μου έχει συμβεί και με γλυπτά που αφήνω να στεγνώσουν και τελικά συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν αυτό που ήθελα. Παίρνω το σφυρί και τα διαλύω. Τα κάνω κομματάκια, βάζω νερό και ξεκινάω από την αρχή με τον πηλό. Πρέπει να σας πω ότι τίποτα δεν πετιέται στα σκουπίδια από το εργαστήριό μου. Ας ονομάσουμε αυτή τη διαδικασία αναγέννηση. Επίσης, κομβικό για εμένα είναι να λειτουργώ ασυνείδητα. Αυτό σημαίνει πως δεν έψαξα σύγχρονους ή παλαιότερους κεραμίστες. Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία της μίμησης ή της αντιγραφής.
Εστίασα στην προσωπική μου ανάγκη έκφρασης. Μπορεί ένας επαγγελματίας κεραμίστας να πει ότι τα γλυπτά μου έχουν λάθη, ατέλειες ή ψεγάδια. Ομως στην πραγματικότητα εγώ ο ίδιος επιτρέπω και αφήνω τις ατέλειες. Κυρίως δεν τις κρύβω. Υπάρχει 1% μη τέλειας τεχνικής στα έργα μου. Ισως γιατί θέλω να προφυλάξω αυτό το κομμάτι της ζωής μου μακριά από κανόνες» εξηγεί.
Επιστροφή στο Βαθειό
Σε μια εποχή γεμάτη φίλτρα και στρεβλώσεις, ο ταλαντούχος κεραμίστας έχει αποφασίσει να δημιουργεί με τόλμη, εμφυσώντας στα γλυπτά του το ακατέργαστο και πρωτόλειο αίσθημά του. Σαν εκείνο το παιδί που υπήρξε ο ίδιος κάποτε. Οταν οργάνωνε σε θίασο τους φίλους του και ανέβαζαν παραστάσεις, αλλά και όταν περνούσε ώρες ατελείωτες φτιάχνοντας κατασκευές για εκείνο το σπίτι των Playmobil με το οποίο έπαιζε μικρός.

© Ανδρέας Σιμόπουλος
Ο Γιώργος Δούλος λέει πως μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι. Και αυτή εξηγεί πως ήταν η αφορμή για να κοιτάξει βαθιά μέσα του και μάλλον να αντιληφθεί τους πολλούς παράλληλους κόσμους που τον αποτελούν, τους οποίους τώρα συμπυκνώνει και εκφράζει μέσω των κεραμικών γλυπτών του. Αυτών που είναι απλώς το γέννημα κάθε ημέρας του, όπως λέει. Η «σοδειά» του από την εσωτερική ανασκαφή του στον επινοημένο τόπο του Βαθειού.
