H αντιγραφή δεν είναι απαραίτητα βαρετή, ούτε δευτερεύουσα. Μπορεί να είναι και σαρκαστική, φιλοσοφική και ενίοτε πιο πρωτότυπη από το πρωτότυπο. Oπως πρωτότυπο είναι το κόνσεπτ της έκθεσης με τίτλο «Copistes» (έως τις 2/2/26) στο Centre Pompidou, παράρτημα του παρισινού Πομπιντού στην πόλη Μετς της βορειανατολικής Γαλλίας, μια τολμηρή αναθεώρηση της σχέσης παρελθόντος και παρόντος, που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Μουσείο του Λούβρου.
Και αυτό γιατί ο Ντονασιέν Γκρο, που είναι σύμβουλος για τα σύγχρονα προγράμματα στο Μουσείο του Λούβρου, και η Κιάρα Παρίζι, διευθύντρια του Κέντρου Πομπιντού-Μετς, προσκάλεσαν εκατό εικαστικούς – ανάμεσά τους και τη Χριστιάνα Σούλου και τον Χριστόδουλο Παναγιώτου, αλλά και την ελληνικής καταγωγής Αριάνα Παπαδημητρόπουλος – να επιλέξουν ένα έργο τέχνης από τις συλλογές του Μουσείου του Λούβρου και με απόλυτη ελευθερία να επαναδιαπραγματευθούν, να υπονομεύσουν, να αποδομήσουν ή να τιμήσουν την παράδοση του αντιγράφου.
Μολονότι o όρος «αντιγραφή» συχνά έχει αρνητική χροιά, υπήρξε ανέκαθεν θεμελιώδες εκπαιδευτικό εργαλείο. Το ίδιο το Λούβρο παρείχε πλούσιο υλικό για αυτή τη διαδικασία, με καλλιτέχνες όπως ο Σεζάν και ο Πικάσο να μελετούν και να αντιγράφουν τους Old Masters μέσα στους χώρους του μουσείου.
«Το Λούβρο είναι το βιβλίο από το οποίο μαθαίνουμε να διαβάζουμε», όπως έλεγε ο πρώτος. Διότι από την ίδρυσή του, το 1793, το μουσείο διατηρεί Γραφείο Αντιγραφέων (Bureau des Copistes), το οποίο συντονίζει τη δραστηριότητα των καλλιτεχνών που αντιγράφουν έργα τέχνης μέσα στις αίθουσες του μουσείου και αποτέλεσε σημαντικό σημείο αναφοράς για μαθητευόμενους μέσα στους αιώνες.
Eίναι ενδεικτικό ότι περίπου μισό αιώνα μετά το άνοιγμα του μουσείου, η δημοφιλία της αντιγραφής έργων της συλλογής του είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που την αποτύπωσε σε ένα χαρακτικό του έργο ο αμερικανός καλλιτέχνης Γουίνσλοου Χόμερ («Art Students and Copyists in the Louvre Gallery, Paris», 1868), όπου απεικονίζει γυναίκες και άνδρες ζωγράφους αφοσιωμένους στην αντιγραφή.

Ο α λα Κουνς «Κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος». Photo © Jeff Koons
Η μοντέρνα τέχνη, ωστόσο, έθεσε την αντιγραφή σε απόσταση, προβάλλοντας την πρωτοτυπία ως αντίβαρο στην παράδοση, τη ρήξη στη συνέχεια και την αφηρημένη μορφή στη ρεαλιστική απεικόνιση.
Σήμερα, όμως, η αντιγραφή αναδεικνύεται ως πηγή δημιουργικής έντασης, όπου η παράδοση μπορεί να συμπληρώνει τη δημιουργία. Η έκθεση «Copistes» εξετάζει αυτή τη μεταμόρφωση, πώς δηλαδή η αντιγραφή από εργαλείο μάθησης γίνεται χώρος δημιουργίας όπου ο καλλιτέχνης αφήνει το δικό του αποτύπωμα στην εικόνα του παρελθόντος. Πλέον το ερώτημα δεν είναι αν η αντιγραφή μπορεί να είναι δημιουργική, αλλά πώς κάθε καλλιτέχνης την επανεξετάζει, τι μέρος του εαυτού του ενσωματώνει σε αυτή και πώς αναπροσδιορίζει την ιστορία μέσα από το έργο του/της.
Η αντιγραφή της αντιγραφής
Για να τραβήξει το βλέμμα των επισκεπτών και να σχολιάσει τα διαδοχικά στρώματα-μπάμπουσκες που εμπερικλείει η καλλιτεχνική αναπαραγωγή, η έκθεση ανοίγει με την εκδοχή του Τζεφ Κουνς πάνω στο εμβληματικό έργο «Ο Κοιμώμενος Ερμαφρόδιτος» – ένα αρχαίο ρωμαϊκό γλυπτό από μάρμαρο που αναπαύεται επάνω σε ένα αφράτο, επίσης μαρμάρινο, στρώμα το οποίο σμίλεψε εν έτει 1619 ο Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι.
Διότι το ίδιο το γλυπτό ήταν ήδη… remake, καθώς, μαζί με μια σειρά από άλλα αντίγραφα της εποχής, βασιζόταν σε αντίστοιχο μπρούντζινο ελληνιστικό του 2ου π.Χ. αιώνα. Με τη χαρακτηριστική pop ειρωνεία του ο Κουνς παίρνει λοιπόν το έργο, το «αντιγράφει» ξανά και το ντύνει με πολύχρωμα μεταλλικά μπαλόνια, περίπου σαν να λέει πως στην τέχνη κάθε επανάληψη μπορεί να κρύβει και μια μικρή έκπληξη.
Αντίθετα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι αρκετοί από τους/τις εικαστικούς έχουν επιλέξει πολύ γνωστά έργα του Λούβρου για να ανοίξουν δημιουργικό διάλογο. Η Νίκη της Σαμοθράκης, η «Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικό, η «Δαντελού» (La Dentellière) του Βερμέερ, το «Ορφανό κορίτσι στο κοιμητήριο» του Ντελακρουά, όπως ο πίνακας «Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό» του ιδίου κ.ά. έχουν ζωγραφιστεί, σχεδιαστεί, ανασυντεθεί ή υφανθεί ξανά.
Οπως βεβαίως και η «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Γκλεν Λίγκον επιλέγει να αντιγράψει την πίσω όψη της, απομακρύνοντας έτσι το βλέμμα από το γνωστό, εξιδανικευμένο πρόσωπο και φέρνοντας πιο κοντά το έργο στον θεατή, μειώνοντας την απροσπέλαστη απόσταση που συνήθως υπάρχει μεταξύ επισκέπτη και έργου που δεν μπορεί να αγγιχτεί. Παράλληλα, η Κλερ Φοντέν καλύπτει το πρόσωπο της μακάριας γυναίκας με μαύρη μπογιά, δημιουργώντας μια «μαύρη τρύπα» που απομειώνει το εμβληματικό της status και παραπέμπει στην οργή των ακτιβιστών του κλίματος.
Η δε Μαντλέν Ροζέ-Λακάν ανασυνθέτει το αλληγορικό έργο του Ενγκρ «Το τουρκικό λουτρό», καλύπτοντας τα γυναικεία πρόσωπα με μαύρη μπογιά και αντικαθιστώντας τα σώματα με φωτογραφίες ανδρών από το προσωπικό της παρελθόν. Μέσα από αυτή την παρέμβαση, θέτει ζητήματα ταυτότητας, επιθυμίας και αντικειμενοποίησης, ανοίγοντας έναν έντονα πολιτικό διάλογο με την ιστορία της τέχνης και μετατοπίζοντας το αρχικό νόημα του έργου χωρίς να το αγνοεί.
Τα γραπτά του Ντελακρουά
Και ερχόμαστε στις ελληνικού ενδιαφέροντος συμμετοχές, οι οποίες αντικειμενικά ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη προσέγγισή τους. Ο μεν Κύπριος Χριστόδουλος Παναγιώτου δεν επέλεξε ένα έργο αλλά ένα απόσπασμα ενός αντιγράφου από τη διαθήκη του Ντελακρουά. Πρόκειται για μια χειρονομία που μοιάζει απλή, αλλά φέρει έντονο συμβολισμό και συνδέεται με άλλες δημιουργίες του καλλιτέχνη που διερευνούν τη μετάφραση και τη μεταγραφή ως πράξεις καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ο Παναγιώτου αντιγράφει πιστά το χειρόγραφο σε φυσικό μέγεθος, αναδεικνύοντας μια ιδιαίτερη φράση του Ντελακρουά, στην οποία ο ζωγράφος απαγορεύει οποιαδήποτε απεικόνιση του προσώπου του μετά τον θάνατό του.
Ετσι, η διαθήκη αποκτά έναν στοχαστικό χαρακτήρα πάνω στην υστεροφημία, τη μνήμη και την απουσία. Οπως θα πει στο ΒΗΜΑgazino: «Ηταν κάτι που ήδη απασχόλησε τη συζήτησή μου με τους επιμελητές, σε σχέση με τις θεματικές της έκθεσης.

Η Νίνα Τσίλντρες ζωγραφίζει μια μορφή από πίνακες του Φρανσουά Κλουέ. Photo © Romain Darnaud
Η μορφή του αντιγραφέα, έτσι όπως αναπτύσσεται στο πλαίσιο της έκθεσης, μου φαινόταν σχεδόν αναχρονιστική, και ο ίδιος αυτός αναχρονισμός κινδύνευε, κατά τη γνώμη μου, να περιοριστεί σε μια αντιπαράθεση ύφους, ανάμεσα στα έργα της συλλογής του Λούβρου και τις σύγχρονες ερμηνείες τους. Το ενδιαφέρον μου για τον Ντελακρουά ξεκίνησε παλαιότερα, μέσα από μια συζήτηση με τον Σεμπαστιάν Αλάρ, διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής, σχετικά με την ένταση ανάμεσα στον Ντελακρουά και το μουσείο κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του».
Για τον Παναγιώτου, ο όρος «copiste» έχει μετατοπιστεί, τόσο πρακτικά όσο και συμβολικά: «Δεν έχουμε να κάνουμε πια με μια χειρονομία σεβασμού ή τεχνικής υποταγής, αλλά με μια πράξη, τουλάχιστον για πολλούς από εμάς, εννοιολογικής, ή ακόμη και συναισθηματικής, συσχέτισης, καθώς και ταυτόχρονα γενεαλογικής χειραφέτησης».
Η Σούλου, ο Μπος και ο Πιζανέλο
H Χριστιάνα Σούλου, μια εικαστικός που σχεδιάζει με την ακρίβεια και τη δεξιοτεχνία των μεγάλων καλλιτεχνών περασμένων αιώνων, ζήτησε να αντιγράψει περισσότερα από ένα έργα. Συγκεκριμένα, στοιχεία από σχέδια του Πιζανέλο (περ. 1395 – περ. 1455), όπως ανθρώπινα άκρα, ζώα και φυτά, καθώς επίσης μια σκηνή με μάγισσες που αποδίδεται στον Ιερώνυμο Μπος – όλα από το Cabinet des dessins του Μουσείου του Λούβρου.
Μάλιστα, παρουσιάζονται σε βιτρίνα, ώστε οι επισκέπτες να τα βλέπουν από πάνω, όπως γίνεται με τα μεσαιωνικά χειρόγραφα. Οπως θα πει η ίδια στο BHΜΑgazino: «Πέρα από τον θαυμασμό μου μπροστά στην ομορφιά αυτών των έργων, η επιλογή μου καθορίστηκε από τη γοητεία που ασκεί η προσέγγιση αυτών των έργων, η οποία αποτελεί τη βάση της δημιουργίας τους. Το ενδιαφέρον μου εστιάζει στη συνειδητή απόφαση να ακολουθήσω όσο το δυνατόν από κοντά αυτή την προσέγγιση/διαδικασία, η οποία ορίζει μια καλλιτεχνική εξέλιξη που διαφέρει από την κλασική αντίληψη.
Αυτή η διαφορά θα μπορούσε να συνοψισθεί ως η διαφορά μεταξύ μιας επαγωγικής/γοτθικής προσέγγισης, σε αντίθεση με μια παραγωγική/κλασική προσέγγιση. Σε αντίθεση με την κλασική αντίληψη, στα έργα των Μπος, Πιζανέλο και πολλών άλλων γνωστών και άγνωστων καλλιτεχνών της Διεθνούς Γοτθικής και της Υστερης Γοτθικής περιόδου, η αναζήτηση της ομορφιάς δεν ακολουθεί μια εννοιολογική εξιδανίκευση.
Ενώ για την κλασική αντίληψη η ομορφιά προκύπτει από μια προκαταρκτική επιλογή γραμμών και μορφών σύμφωνα με ένα προηγουμένως καθιερωμένο τυπικό πλαίσιο, για τη γοτθική τέχνη η ομορφιά γίνεται αποτέλεσμα, ο καρπός της ολοκλήρωσης της εξελικτικής διαδικασίας του έργου. Τα έργα αναπτύσσουν με αυτόν τον τρόπο εγγενείς αρχές και νόμους, σε αντίθεση με την κλασική τέχνη, η οποία υποστηρίζεται από εξωτερικούς νόμους. Στην τέχνη του Μπος και του Πιζανέλο η αναζήτηση της ομορφιάς είναι το μεγαλείο της αλήθειας».
Για τη Σούλου, η εποχή μας έχει δώσει έμφαση στο μοναδικό γεγονός και όχι στο επαναλαμβανόμενο γεγονός, θεωρώντας το εξελικτικό πεπρωμένο του ανθρώπου ως μια διαδοχή κορυφαίων στιγμών: «Η παράδοση της αντιγραφής, μη εξαιρούμενη από αυτόν τον κανόνα, αποτελεί πλέον μέρος ενός πλαισίου συμμόρφωσης σε νόμους και κανόνες που υπηρετούν την κλασική αντίληψη ενός ορθολογικού και αντικειμενοποιημένου κόσμου που ευνοεί το μοναδικό και το πρωτότυπο.
Σε αντίθεση με αυτή την αντίληψη, η αληθινή έννοια της αντιγραφής και του “copiste”, κατά τη γνώμη μου, είναι μέρος μιας παράδοσης επανάληψης που πηγαίνει πολύ παραπέρα, αντλώντας από το προγονικό μας παρελθόν, όταν η πολιτιστική έκφραση, η καλλιέργεια του μύθου και η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν αδιαχώριστες.
Για τους αρχαίους πολιτισμούς, το παρόν είχε νόημα μόνο στον βαθμό που αποτελούσε μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία ικανή να αναπαράγει τη μυθική περίσταση μιας άμεσης αντιπαράθεσης με τον Θεό.
Αυτή η παράδοση διακόπηκε με την άφιξη μιας εποχής λογικής, που υποστηρίζεται από την κλασική αντίληψη βασισμένη στην επιβεβαίωση του εαυτού. Η κλασική λογική, εξυμνώντας μια έννοια τόσο απίθανη όσο η πρωτοτυπία, έχει θεωρήσει το επαναλαμβανόμενο γεγονός ως το κύριο εμπόδιο στις ιδέες μας για την πρόοδο και το μέλλον.
Αντιθέτως, πιστεύω ότι η τοποθέτηση της αντιγραφής στο πλαίσιο μιας παράδοσης επανάληψης αποτελεί μια θεμελιώδη πράξη της δημιουργικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται ακριβώς σε μια αναδιάταξη και αναδιανομή αρχών και αξιών που αντλούνται από την εμπειρία, ακόμα και άλλων δημιουργιών, και τοποθετούνται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που δεν είχε παρουσιαστεί προηγουμένως.
Σε αυτό το πνεύμα έγινε και η επιλογή μου να αντιγράψω σχέδια των Μπος και Πιζανέλo, στον βαθμό που το έργο τους αποσπάται από μια ορθολογική παράδοση για να ενταχθεί σε μια παράδοση επανάληψης που κρατάει τον θεμελιώδη σύνδεσμό της με το Θείο (divin)».
INFO
«Copistes»: Pompidou-Metz, Γαλλία, έως τις 2 Φεβρουαρίου 2026.
