Αποστολή, Ισραήλ

Ο Αβιχάι, 45 ετών, βρέθηκε να ελέγχει χιλιάδες αυτοκίνητα, μεταξύ αυτών και το δικό μας, στα 600 μέτρα από τη Λωρίδα της Γάζας, πολύ κοντά στο κιμπούτς του Μπεερί, εκεί που τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου 100 από τους συνολικά 1.000 κατοίκους του συνοικισμού εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τη Χαμάς. Είκοσι από τους συνολικά 203 απαχθέντες επίσης είναι από τη συγκεκριμένη κοινότητα.

Τα 197 εκατοστά του και το βλοσυρό του ύφος μαλακώνουν αμέσως όταν βλέπει την ελληνική σημαία στο αλεξίσφαιρο γιλέκο μας. «Γιεβάν» (Ελληνας) λέει στα εβραϊκά και το ταλαιπωρημένο από την πίεση και αυπνία πρόσωπό του φωτίζεται… «Είμαι από τους πρώτους που μπήκαν στο Κιμπούτς του Μπεερί» μας λέει.

«Επί 20 λεπτά δεν μπορούσα να κάνω βήμα προς τον ήχο των πυροβολισμών και των εκρήξεων, και είμαι στις ειδικές δυνάμεις του στρατού εδώ και 22 χρόνια. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως όσα έβλεπα και άκουγα γίνονταν στη δική μου χώρα, σε δικό μας χωριό».

«Δεν θέλαμε να δούμε την πραγματικότητα»

Δύο εβδομάδες μετά την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στα ισραηλινά εδάφη, και το μούδιασμα στην κοινωνία, αντί να υποχωρεί, ενισχύεται. Εχοντας διανύσει περισσότερα από 3.000 χιλιόμετρα στους δρόμους της χώρας, από τον Βορρά και τα σύνορα με τον Λίβανο και τη Συρία, μέχρι τον Νότο και κοντά στα κεντρικά τμήματα της Λωρίδας της Γάζας, η αίσθηση είναι πως οι Ισραηλινοί ζουν και αναπνέουν για την επιστροφή των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους κρατά ομήρους η Χαμάς, αλλά και την επιστροφή στην κανονικότητα.

Η χερσαία, ή όποια επιχείρηση, αποφασίσει να διεξαγάγει η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν βρίσκεται καν στην πρώτη πεντάδα των «θέλω» τους, ακόμα κι αν τους συναντάμε με το δάχτυλο στη σκανδάλη σε κάποια μοίρα στη στρατιωτικοποιημένη πλέον περίμετρο των 350 μέτρων από το τείχος της Γάζας.

Ο Αβιράμ είναι οπλίτης που κλήθηκε να υπηρετήσει τη χώρα του ενώ σπουδάζει και παράλληλα εργάζεται στο Παρίσι. Μας ζητά ως «δωροδοκία» για να περάσουμε το μπλόκο στο οποίο είναι διοικητής, λίγο έξω από την πόλη Μετουλά στα σύνορα με τον Λίβανο και τη Συρία, τη μετάφραση στα ελληνικά φράσεων για φλερτ.

Ο Αβιράμ, αν και μόλις 22 ετών, έχει επισκεφθεί και προλάβει να ερωτευτεί την Ελλάδα. «Ζήσαμε τη δική μας 11η Σεπτεμβρίου» λέει σκύβοντας το κεφάλι, σχεδόν σα να προσεύχεται, όταν καθόμαστε στις τρεις καρέκλες που βρίσκονται κάτω από μια τέντα. «Αυτό που έχει συμβεί δεν το φανταζόμασταν και κυρίως δεν θέλαμε να δούμε την πραγματικότητα».

Τον ρωτάμε εάν έχει εικόνα για το τι συνέβη το μοιραίο εκείνο ξημέρωμα και η απάντηση είναι αφοπλιστική και σοκαριστική ταυτόχρονα: «Πληρώσαμε την υπεροψία μας. Επί χρόνια καλλιεργείται η ιδέα πως στην περιοχή είμαστε ανίκητοι και άτρωτοι. Πληρώσαμε με 1.400 νεκρούς και ομήρους την επιλογή να παραμείνουμε τυφλοί μπροστά στον κίνδυνο».

Στο κέντρο του Τελ Αβίβ, η Ομέρ κρατά ένα πλακάτ γραμμένο στα εβραϊκά. Μας πλησιάζει και μας λέει στα αγγλικά πως θέλει να γυρίσουν οι όμηροι πίσω. Τη ρωτάμε πώς έζησε την ημέρα της εισβολής και μας απαντά πως για όλους στο Ισραήλ το τίμημα είναι πολύ βαρύ, αλλά σημασία έχει πλέον να επιστρέψουν στις οικογένειές τους όσοι επέζησαν της επίθεσης. «Μόνο τότε θα ξεκινήσει η επούλωση των πληγών μας» λέει. Δίπλα της, ο σύζυγός της παραμένει αμίλητος κοιτάζοντας διαρκώς στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου Μπέργκοβιτς με τους μεγάλους ουρανοξύστες.

Στο κέντρο του Τελ Αβίβ, οικογένειες απαχθέντων σε συνεργασία με το υπουργείο Τύπου και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας έχουν δημιουργήσει ένα κέντρο, προσπαθώντας να πιέσουν για την άμεση επιστροφή των δικών τους ανθρώπων. Η Οκίτ μάς πλησιάζει την ώρα που προσπαθούμε να συλλέξουμε πληροφορίες από τον επικεφαλής του κέντρου. «Φέρτε τα παιδιά μας πίσω» λέει χαμογελώντας «πικρά» και μας προσπερνά. Κρατά στα χέρια της μια πλαστικοποιημένη, μεγεθυσμένη φωτογραφία ενός νεαρού που χαμογελά. Ζητάμε από τον εκπρόσωπο του υπουργείου λεπτομέρειες για τη δική της υπόθεση. Σε δύο λεπτά θα ξεκινήσει ίσως η πιο επίπονη αλλά και ενδεικτική της φρίκης του πολέμου συζήτηση.

«Μισώ τη δυστυχία του πολέμου που δεν τελειώνει»

Ο 21χρονος γιος της, ο Αλμόγκ, όπως και εκατοντάδες συνομήλικοί του βρέθηκε το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου στο δάσος του Μπεερί για το πάρτι Supernova. Οταν τα ξημερώματα του Σαββάτου άκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς είχε τη διαύγεια να πάρει τους φίλους του και να τρέξει, μέσα στον πανικό που προκαλούν οι σφαίρες και η δολοφονική μανία, στο αυτοκίνητό του. Τριακόσια μέτρα μακριά από το κολαστήριο του Μπεερί, οι τέσσερις συνεπιβάτες και φίλοι του θα πέσουν νεκροί από τα πυρά των ενόπλων της Χαμάς ενώ ο ίδιος θα έχει την «τύχη» του ομήρου. Η μητέρα του θα μάθει για την τύχη του γιου της από το πρώτο βίντεο που θα δημοσιεύσει η Χαμάς με τον εξευτελισμό και τον εκφοβισμό των νεαρών που έπεσαν στα χέρια της.

«Ο χρόνος σταμάτησε, δεν ζω πλέον» μας λέει. «Ξέρω πως το παιδί μου ζει αλλά δεν ξέρω αν θα το ξαναδώ ποτέ». Χαϊδεύει την πλαστική επιφάνεια της φωτογραφίας που κρατά σφιχτά αλλά και τρυφερά ανάμεσα στα χέρια της. «Δεν έχω μίσος για τους Παλαιστινίους, δεν μισώ ούτε τη Χαμάς» μας λέει ακριβώς τη στιγμή που ο εσωτερικός πόνος εκφράζεται στα κάθυγρα πλέον μάτια της. «Μισώ τον θάνατο, τον πόνο και τη δυστυχία του πολέμου που δεν τελειώνει».