Στις ιδέες για την εξαγγελθείσα συνταγματική αναθεώρηση, ένα βασικό ζητούμενο πρέπει να κυριαρχεί: οι πιθανότητες που έχουν, εν όψει της σύνθεσης της παρούσας Βουλής, να γίνουν αποδεκτές από αυτήν. Να συγκεντρώσουν, δηλαδή, μία από τις απαιτούμενες εναλλακτικά πλειοψηφίες (απλή ή ενισχυμένη), ώστε να δοκιμάσουν μετά την τύχη τους στην επόμενη Βουλή.
Προτάσεις όπως ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους ή η σύσταση δεύτερου νομοθετικού σώματος, παρά την όποια πειστικότητα των επιχειρημάτων όσων τις υποστηρίζουν, δεν έχουν πιθανότητες να περάσουν. Οπως και άλλες, ανάλογες, που αποτελούν απλές καταγραφές του συνταγματικού οράματος όσων τις προβάλλουν, χωρίς πρακτική προοπτική.
Είναι μία από αυτές η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου; Προτείνεται διαρκώς, και διαρκώς αποτυγχάνει. Ας δούμε από κοντά πού βρισκόμαστε σήμερα. Ο σκεπτόμενος αναγνώστης θα κρίνει.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία του;
Πρόσφατες εξελίξεις στην πολιτική μας ζωή ανέδειξαν κενά στη διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου, που δεν αναπληρώνονται με τις ισχύουσες ρυθμίσεις.
• Η προκήρυξη δημοψηφίσματος δεν ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το κύρος του θα ελεγχθεί μετά τη διεξαγωγή του. Το ίδιο και με το κύρος του εκλογικού συστήματος, αλλά τότε ο έλεγχος θα είναι πρακτικά δυσχερέστατος. Η αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου να αποκλείει από τις εκλογές πολιτικά κόμματα είναι συνταγματικά έωλη, τη δε συναφή αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής ως εγγυήτριας του κύρους των βουλευτικών εκλογών μόνο συνταγματικό έθιμο τη θωρακίζει.
• Αμφισβητήσεις μεταξύ πολιτειακών οργάνων ή σχετικές με τη λειτουργία της Βουλής («ψήφος Αλευρά», υπολογισμός πλειοψηφιών όταν εκλείψουν οριστικά βουλευτές, τρόπος καθορισμού πλειοψηφίας στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, έννοια της απαρτίας σε αυτές κ.λπ.) δεν λύνονται, και μπορεί να δηλητηριάζουν επί μακρόν την πολιτική ζωή.
• Τα δικαστήρια, ασκώντας έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, μπορούν, όπως συνέβη έντονα στην εποχή των μνημονίων και όπως συμβαίνει συνήθως στις μισθολογικές και τις οικολογικές υποθέσεις, να θέτουν ακτιβιστικά τους ισχύοντες κανόνες, περιορίζοντας έτσι τη νομοθετική αρμοδιότητα της Βουλής, η οποία δεν έχει τρόπο να διασφαλίσει έναντι των δικαστών την τήρηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
• Τέλος, με το ισχύον σύστημα, νόμος που εφαρμόστηκε για πολλά χρόνια και δημιούργησε δικαιώματα, μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματικός από τα δικαστήρια, με τεράστιες συνέπειες για την ασφάλεια του δικαίου.
Το ζήτημα της επιλογής των μελών του
Αν ό,τι εκτέθηκε στοιχειοθετεί επιτακτική ανάγκη ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου, το ζήτημα που εγείρεται είναι αν στο υπάρχον Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) μπορεί να ανατεθούν οι διαφορές που αναφέρθηκαν. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.
Εντεκα τακτικοί δικαστές που ορίστηκαν με κλήρωση για δύο χρόνια δεν έχουν την πολιτική επίγνωση που απαιτείται για να λύσουν κρίσιμα πολιτειακά, πολιτικά, ενδοκοινοβουλευτικά ζητήματα, όπως αυτά που μνημονεύσαμε. Ούτε είναι εξ αντικειμένου αμερόληπτοι να κρίνουν τα όρια αρμοδιότητας της δικαστικής με τη νομοθετική λειτουργία. Ούτε, τέλος, έχουν εξ ορισμού την επίγνωση που χρειάζεται ώστε, όταν αποφαίνονται για έναν νόμο αμέσως μετά την ψήφισή του από τη Βουλή, να αντιληφθούν τις απώτερες συνέπειες της εφαρμογής του στην κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική.
Χρειάζεται αυτό το δικαστήριο να έχει μια άλλου τύπου στελέχωση.
Ως προς αυτό είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να υπάρξει συναίνεση στο ότι το συνταγματικό δικαστήριο θα στελεχώνεται από προσωπικότητες υψηλού κύρους, ότι θα πρέπει να είναι ολιγομελές, ότι τα μέλη του θα διανύουν μια μόνο θητεία, ότι η ηλικία τους κατά την αποχώρησή τους δεν θα τους επιτρέπει βλέψεις σε άλλα αξιώματα.
Ομως, όταν φτάνουμε στο ερώτημα ποιος και πώς θα επιλέγει τα μέλη αυτά, οι διαφωνίες φαίνονται αξεπέραστες, και οι προτεινόμενες λύσεις τόσο αμφισβητούμενες που το εγχείρημα εγκαταλείπεται.
Υπάρχει πάντως σήμερα ένα πεδίο δυνητικής συναίνεσης εδώ: ότι η επιλογή των μελών του δικαστηρίου αυτού πρέπει να ανατεθεί σε πολιτειακό όργανο που εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία και που, επιπλέον, οι επιλογές του μπορεί να γίνουν αντιληπτές από την κοινή γνώμη ως ευρείας αποδοχής.
Ομως, αυτό το όργανο δεν μπορεί να είναι άλλο από τη Βουλή, όταν αποφασίζει με ενισχυμένη πλειοψηφία, ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμβολο της εθνικής ενότητας. Με τον συνδυασμό τους μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι αν η Βουλή, εντός του χρόνου που θα της ταχθεί από το Σύνταγμα, δεν αποφασίσει, τότε την απόφαση ορισμού μελών θα λαμβάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η ενσωμάτωσή του στο δικαστικό μας σύστημα
Αν ιδρυθεί συνταγματικό δικαστήριο, θα απορροφήσει βεβαίως τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ. Αυτό όμως δεν δικάζει μόνο συνταγματικές διαφορές. Οπότε το νέο, ενοποιημένο δικαστήριο θα είναι ανώτατο γενικό δικαστήριο, όχι πλέον ειδικό, ούτε αποκλειστικά συνταγματικό.
Θα αποφαίνεται εξάλλου και για κάθε συνταγματική διαφορά. Οπότε θα απορροφήσει την αντίστοιχη αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων.
Τι θα γίνει ωστόσο με τον διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας, στοιχείο του νομικού μας πολιτισμού; Θα εξακολουθήσει να διενεργείται αδιατάρακτος. Κάθε δικαστής θα μπορεί, όπως και σήμερα, να εγείρει ζήτημα συνταγματικότητας νόμου. Αλλά, όπως και σήμερα, την τελευταία λέξη θα την έχει ένα ανώτατο δικαστήριο. Μόνο που αυτό δεν θα είναι ένα από τα τρία υπάρχοντα. Θα είναι το συνταγματικό δικαστήριο, ή όπως αλλιώς θα ονομαστεί.
Σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ που θα μεταφερθούν στο νέο δικαστήριο, δεν υπάρχει λόγος να μην τις ασκεί αυτό, όπως ακριβώς σήμερα το ΑΕΔ. Οι λοιπές θα πρέπει να ασκούνται με τον λιγότερο επεμβατικό τρόπο στη λειτουργία των παραδοσιακών δικαστηρίων.
Και βέβαια, όπως συμβαίνει με το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, πρέπει να δοθεί στο νέο δικαστήριο η εξουσία να επιλέγει τις υποθέσεις που θα δικάζει. Ακόμη και αν προσφεύγουν σε αυτό οι κοινοβουλευτικές ομάδες ή η κυβέρνηση.
Αρκούν αυτά για να προχωρήσουμε;
Ο αναγνώστης θα κρίνει. Δεκάδες αντιρρήσεις μπορεί να εγερθούν, που πάντως, σχεδόν όλες, θα μπορούσαν να μετριαστούν. Γιατί η συνταγματική αναθεώρηση, που πρέπει να στηρίζεται σε συναινέσεις, απαιτεί συλλογική ανταλλαγή απόψεων και, κυρίως, σύνθεση χωρίς ιδεοληψίες και προκαταλήψεις.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
