Τις προάλλες διεξήχθη ένα υπαίθριο μουσικό δρώμενο στην περιοχή μου. Παρότι κάπως μακριά, άκουγα τις μουσικές και έβλεπα τα οπτικά εφέ με δυνατά φώτα λέιζερ μέσα στη νύχτα.
Τα τρομακτικής εμβέλειας και έντασης λέιζερ έπεφταν πάνω σε έναν κοντινό λοφίσκο χαράζοντάς τον με γραμμές που άλλαζαν από πράσινες σε μπλε, από μπλε σε φούξια, από φούξια σε πορτοκαλί και πίσω, περνώντας πάνω από την κομοστέγη ενός τεχνητού δασυλλίου και φτάνοντας ως την κορυφή του λοφίσκου και ακόμα παραπέρα, προτού τις χωνέψει ο ουρανός σε ένα παχύ στρώμα από την υγρασία της εποχής και την καπνιά των αραδιασμένων στην περίμετρο μπαρ και φαγάδικων, που επανέφερε τις φωτεινές δέσμες στο οικείο, μονοδιάστατο καφετί του Σεπτεμβρίου.
Μου φάνηκε τόσο θλιβερή η ασχήμια των φώτων κατά μήκος της κομοστέγης. Φαντάστηκα τη λιγοστή αλλά πολύτιμη πανίδα του δασυλλίου – κάποια είδη πουλιών, αδέσποτα αλεπουδάκια, τρωκτικά, λίγα άκακα φίδια – να βάλλονται ξαφνικά από τα εκτυφλωτικά φώτα, υφιστάμενα διαταραχές στον κιρκάδιο ρυθμό τους που σε βάθος χρόνου (δεδομένου ότι το δασάκι τους βρίσκεται μες σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη) ίσως οδηγήσει σε μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων, όπως σε αλλαγές στη συμπεριφορά τους (εκδήλωση επιθετικότητας και αλλοίωση της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης), σε οργανικές ανωμαλίες (δυσλειτουργίες σχετικές με τη διατήρηση της θερμοκρασίας τους και της άμυνας έναντι ασθενειών, μείωση της ικανότητας προσανατολισμού ειδικά στα αποδημητικά πουλιά) και τελικά σε απειλή της ζωής τους, άμεση ή έμμεση (άμβλυνση των ικανοτήτων επιβίωσης και μείωση του προσδόκιμου ζωής).
Φαντάστηκα, λοιπόν, έναν βραχοσπουργίτη ή έναν τσαλαπετεινό ή μια σκαλίδρα ή ένα παπαγαλάκι ή έναν γκιώνη ή ένα σιρλοτσίχλονο να τυφλώνεται ξαφνικά από τα λέιζερ εκεί που κάθεται στο κλαδί, φαντάστηκα ένα νανόφιδο ή μια δεντρογαλιά να τινάζεται στη μονιά από τις δονήσεις της μουσικής, φαντάστηκα τις αράχνες, που τη νύχτα πλέκουν τις κρουστόφαντες φωλιές τους πάνω στα πεύκα, να χάνουν ξαφνικά τον ρυθμό τους, να ξεχνούν προς ποια κατεύθυνση έπλεκαν, να επιτρέπουν στη λεία τους να ξεγλιστρήσει και να αγνοούν το ταίρι τους, υποφέροντας κάτω από το φως και τα κύματα του ήχου μες στον αέρα που τις χτυπάνε σαν ριπές.
Διότι η παραμικρή ενέργειά μας – πολλώ δε μάλλον ο σαματάς μας – στον κόσμο όπου ζούμε έχει κάποια επίδραση πάνω στα υπόλοιπα ζωντανά είδη, που δεν περιορίζεται σε στιγμιαίες προκλήσεις άγχους που η φύση έχει τον τρόπο της να εξισορροπεί, αλλά συχνά εξελίσσεται σε απειλή εις βάρος της ύπαρξής τους.
Εχω τη δυσάρεστη αίσθηση, βέβαια, ότι η βιοποικιλότητα στις τεχνητές και τόσο ελεγχόμενες μητροπόλεις μας δεν είναι και τόσο σημαντική. Αφού, αντί για δέντρα, θέλουμε συσκευές καθαρισμού αέρα που «ισοδυναμούν με τριάντα δέντρα», στερεωμένες πάνω σε τσιμεντένιες κολόνες, ή συστήματα νεφελοποίησης πάνω από μπαζωμένα ποτάμια, τότε μπορούμε να βρούμε και μια εναλλακτική για τις αράχνες. Μήπως το πρόβλημα δεν είναι περιβαλλοντικό τελικά, αλλά αισθητικό;
Μόνο που μπορώ να φανταστώ ένα μέλλον όπου θα αμολάμε στις πόλεις μας μικρές μηχανικές αραχνούλες από ανοξείδωτο ατσάλι, γιατί όχι και επιχρωματισμένο – σε πράσινο, μπλε, φούξια ή πορτοκαλί –, να έρπουν πάνω στους σοβάδες δείχνοντας όμορφες. Ισως λειτουργούν και με προγραμματισμένη εντολή να πλέκουν φωλιές από οπτικές ίνες πάνω στους ιονιστές.
Και καθώς χαζεύω από το μπαλκόνι μου τη φωτερή υπερπαραγωγή εκείνου του μουσικού δρωμένου, βλέποντας ξαφνικά, πάνω από τα λέιζερ, να ξεπροβάλλει μια δυσοίωνη ορδή από ντρόουν που σχηματίζουν με τα λαμπάκια τους στον ουρανό το λογότυπο μιας μάρκας-χορηγού, φαντάζομαι επίσης ένα μέλλον όπου ένα σμήνος από μηχανικούς μαυροτσιροβάκους – με το μαύρο κεφαλάκι τους ρεαλιστικά καμωμένο από ανθρακοχάλυβα – θα μπορούσε να πετά σε σχηματισμούς που θα αποτύπωναν στον ουράνιο θόλο το λογότυπο μιας εταιρείας logistics. Ακυρο: το πρόβλημα δεν είναι ούτε αισθητικό. Μήπως είναι ηθικό;
Ηθικό με την εξής έννοια: εφόσον όλα, αργά ή γρήγορα, θα τα εξαφανίσουμε, γιατί να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο μέχρι τότε; Γιατί να μην τους επιτρέπουμε να ζήσουν ίσαμε να πεθάνουν; Γιατί, τέλος πάντων, να μην κάνουμε τίποτε άλλο όλη μέρα πέρα από το να ενοχλούμε, να ενοχλούμε, να ενοχλούμε και να ενοχλούμε, να διαταράσσουμε τα πάντα γύρω μας – τη φύση, τα ζώα, τους άλλους ανθρώπους, τον εαυτό μας – με μια αστείρευτη ποικιλία κυριολεκτικών ή μεταφορικών θορύβων; Ούτως ή άλλως, η ύπαρξή μας είναι θορυβώδης. Ενοχλούμε το περιβάλλον, ενοχλούμε τις άλλες μορφές ζωής, αλλά είναι και στη φύση των ζωντανών πλασμάτων να ενοχλούν το ένα το άλλο, εδώ που τα λέμε.
Καμιά φορά, μακαρίζοντας τον ηθικούλη εαυτό μου για την καλοσυνάτη συνήθεια να μην ποδοπατάω τα μυρμηγκάκια στο πεζοδρόμιο (σημείωση: ο Καντ, παρ’ όλα αυτά, θα πίστευε πως έπρεπε να τα πατήσω), συλλογίζομαι τον τρόπο με τον οποίο ένα γένος τους, το Polyergus (που περιλαμβάνει δεκατέσσερα είδη), χαρακτηρίζεται από τη συνήθεια να επιτίθεται σε φωλιές άλλων αποικιών και να μαζεύει σκλάβους.
Επίσης, ένα είδος εκστρατευτικών μυρμηγκιών, το Eciton burchellii, μπορεί να ονομαστεί ως η απόλυτη, τυφλή, καταστροφική μάστιγα: μιλάμε για μικρά καθαρματάκια που δεν κυνηγούν απλώς, αλλά εισβάλλουν όπου βρουν, με εκατοντάδες χιλιάδες αδίστακτους, συντονισμένους μακελάρηδες να ορμάνε σε οτιδήποτε αναπνέει – είτε σε έντομα, είτε σε μικρά ερπετά, είτε σε νεοσσούς πουλιών – και να το κάνουν κομμάτια. Δεν χτίζουν καν φωλιές όπως τα υπόλοιπα νορμάλ μυρμήγκια, παρά μετατρέπονται τα ίδια σε φωλιά, κολλώντας το ένα στο άλλο σε μια ζωντανή, αδηφάγα, ανίερη μάζα.
Γενικώς ισχυρίζομαι ότι αντιπαθώ τους Βρετανούς (πλην των Led Zeppelin, του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και του CEO της Cadbury) επειδή στην Ιστορία τους έχουν αποικίσει κάθε σπιθαμή γης στον πλανήτη, αλλά, στον λόγο της τιμής μου, εάν είχα να επιλέξω τι να πατήσω στο πεζοδρόμιο, ένα τσούρμο μυρμηγκάκια ή ένα τσούρμο Βρετανούς, θα πατούσα τα μυρμηγκάκια. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να ομολογήσω ότι δεν μας θεωρώ ακριβώς το χειρότερο είδος στον πλανήτη. Εχουμε σοβαρό ανταγωνισμό στην απόλυτη φρίκη.
Παρ’ όλα αυτά, είμαστε ένα είδος που μπορεί να συλλάβει έννοιες, μεταξύ των οποίων και την έννοια της αχρείαστης όχλησης. Κατά κάποιον τρόπο, η ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε έννοιες είναι αυτό ακριβώς το οποίο καθιστά εγκληματική τη νοοτροπία τού «εγώ απλώς ακολουθούσα εντολές». Η διάνοιά μας μετατρέπει τη Φύση σε τυραννικό εντολοδόχο, τον οποίο είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε. Κι εφόσον είμαστε σε θέση να τον αμφισβητήσουμε, η άρνησή μας να το κάνουμε δεν μπορεί παρά να είναι συνειδητή και, ακριβώς, εγκληματική. Η κυριαρχία μας στον πλανήτη και η αναπόφευκτη όχληση που προκαλούμε στα άλλα ζωντανά είδη μπορούν να οριοθετηθούν. Σε τελική ανάλυση, η Φύση μάς προστάζει απλώς να χτίσουμε τις μητροπόλεις μας πάνω σε μυρμηγκοφωλιές – η συνήθεια να χυτεύουμε το μέταλλο του θορύβου μας στον χώρο των άλλων είναι καθαρή επιλογή.
Οι σωστές συντεταγμένες
Νομίζω πως στον αντίποδα των «ίσων αποστάσεων» δεν βρίσκεται η προσέγγιση μιας θέσης, αλλά μια οριζόντια κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει την κοινή λογική από την κτηνωδία. Μια γραμμή που ακινητοποιεί (ή, μάλλον, θα έπρεπε να κινητοποιεί) τους πάντες, ανεξαρτήτως θέσεων, στην ίδια, ίση απόσταση από όσα σε κάνουν λιγότερο άνθρωπο για χάρη ενός παιχνιδιού με τις λέξεις και τις εντυπώσεις. Κάθε φρίκη εισέρχεται στην πραγματικότητά μας με αδιαμφισβήτητα συμβάντα.
Για παράδειγμα, στους πολέμους πεθαίνουν άνθρωποι – δεν έχει σημασία με ποιου το μέρος είσαι, είναι απλώς κάτι που συμβαίνει. Εμείς δεν έχουμε σημασία, με την έννοια ότι οι οπτικές μας δεν ανατρέπουν τον θάνατο ως συμβάν. Και για όσο θα είμαστε άνθρωποι με σάρκα και οστά, που πρώτα απ’ όλα αντιλαμβάνονται με τα μάτια και τ’ αφτιά τους, θα είναι αφύσικο – και απάνθρωπο – να παζαρεύουμε τις αλήθειες των συμβάντων.
