Οι διεθνείς οργανισμοί, οι οίκοι αξιολόγησης και οι επιφανέστεροι των αναλυτών συμφωνούν ότι οι ελληνικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες διατηρούνται θετικές τουλάχιστον για την τρέχουσα διετία και πως το μέλλον θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς συνθήκες. Από τις μεγάλες αβεβαιότητες του καιρού μας, από τις πολλές εξελισσόμενες συγκρούσεις, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αλλά και από τους εντεινόμενους οικονομικούς ανταγωνισμούς που η ατελέσφορη, επί του παρόντος, επιθετική δασμολογική πολιτική του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ γεννά, από τις αντισυσπειρώσεις που προκαλεί στην Ασία και από τις επανατοποθετήσεις των πολλαπλώς πιεζόμενων Ευρωπαίων.
Διακυβεύονται πολλά
Τα βλέμματα των περισσότερων αναλυτών είναι πλέον στραμμένα στις ΗΠΑ όπου πολλά διακυβεύονται. Η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας αμφισβητείται πλέον από τις αγορές. Ο συνδυασμός υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, προβληματικού εμπορικού ισοζυγίου, υπέρογκου δημοσίου χρέους 36 τρισ. δολαρίων, υποτονικής ανάπτυξης και θαμπωμένου δολαρίου προκαλεί αμφιβολίες για τις αντοχές της.
Η πολιτική του νέου αμερικανού προέδρου θεωρείται χαοτική και εν πολλοίς ανίκανη να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας.
Μέχρι πρότινος οι περισσότεροι των αναλυτών, δεδομένων των δημοσιονομικών τάσεων, προέβλεπαν ότι το αμερικανικό χρέος θα ξεπεράσει σε δέκα χρόνια το 120% του ΑΕΠ. Τώρα, υπό το βάρος της πολιτικής Τραμπ, εκτιμούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έλθουν πολύ νωρίτερα αντιμέτωπες με μία κρίση χρέους, την οποία δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με το δολάριο κλονισμένο.
Εσχάτως παρατηρείται αποσύνδεση της ισοτιμίας του δολαρίου από τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να επικρατούν βάσιμες ανησυχίες ότι το αμερικανικό νόμισμα χάνει σταδιακά τη λάμψη του ως επενδυτικό καταφύγιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση του τεράστιου χρέους των ΗΠΑ.
Μπροστά στα αδιέξοδα
Οι αναλυτές παγκοσμίως εκτιμούν ότι η διακυβέρνηση Τραμπ θα έλθει γρήγορα αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της αστόχαστης πολιτικής της. Ηδη οι αγορές στέλνουν τα μηνύματά τους και δεν είναι λίγοι εκείνοι που παραλληλίζουν την τρέχουσα αμερικανική πολιτική με εκείνη της ατυχούς βρετανίδας πρωθυπουργού Λιζ Τρας, η οποία έπεσε όταν οι αγορές τής τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια, επειδή ακριβώς ενεργούσε χωρίς κατανόηση των δημοσιονομικών συνθηκών που δημιουργούσε.
Με τη διαφορά ότι η συνειδητοποίηση της επερχόμενης αμερικανικής κρίσης είναι βραδύτερη λόγω του μεγέθους και του βάρους της οικονομίας της. Οπως και να έχει ωστόσο, κοινή είναι η πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα οι αγορές, όπως και οι χρηματοδότες των Ρεπουμπλικανών, θα δείξουν εμπράκτως την ανησυχία τους και θα απαιτήσουν από τον αμερικανό πρόεδρο να αλλάξει δρόμο και να εφαρμόσει πολιτική ικανή να αναχαιτίσει την επερχόμενη μείζονα οικονομική κρίση.
Μόνο ως τυχαία δεν αντιμετωπίζεται η οξύτατη αντίδραση του Ιλον Μασκ απέναντι στο «όμορφο νομοσχέδιο» του Ντόναλντ Τραμπ, που ρυθμίζει θέματα δαπανών και φόρων. Ο μέχρι πρότινος στενός συνεργάτης του Τραμπ και επικεφαλής της προσπάθειας περικοπής των αμερικανικών δαπανών το χαρακτήρισε «αηδιαστικό έκτρωμα» που θα αυξήσει το ήδη γιγαντιαίο δημοσιονομικό έλλειμμα και επιτέθηκε στους αντιπροσώπους των Ρεπουμπλικανών που το ψήφισαν δηλώνοντας ότι «οδηγεί την Αμερική σε μερική χρεοκοπία».
Υποστήριξη
Στην Ευρώπη αξιολογούν συστηματικά τους κινδύνους που πηγάζουν από μια πιθανή διολίσθηση των ΗΠΑ σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ αντιλαμβάνεται την απειλή και δεν είναι τυχαίο ότι έχει επιλέξει να ακολουθήσει επεκτατική νομισματική πολιτική προκειμένου να υποστηρίξει τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Στην Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι θα συνεχιστούν οι μειώσεις των ευρωπαϊκών επιτοκίων, όπως και θα επιταχυνθούν οι προσπάθειες για ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Ολες οι πληροφορίες συνηγορούν με την εκτίμηση ότι το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα υποχωρήσει στο επόμενο διάστημα στο 2% και στο 1,75% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Η νεοδημοκρατική κυβέρνηση στην Αθήνα νιώθει πιο ασφαλής από την επεκτατική νομισματική πολιτική της κυρίας Λαγκάρντ. Τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Πιερρακάκης εκτιμούν ότι οι μειώσεις των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα στηρίξουν έτι περαιτέρω τα επενδυτικά τους σχέδια και θα επιτρέψουν τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία. Κάτι που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να ξεπεράσει ευχερέστερα του περιορισμούς των νέων δημοσιονομικών κανόνων και να εξασφαλίσει όσο γίνεται περισσότερους κρατικούς πόρους προς διανομή.
Το «μέρισμα ανάπτυξης»
Από το 2026 η χώρα θα εισέλθει σε εκλογικό κύκλο. Εκτιμάται ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2027. Και αυτό επειδή δεδομένων των πολιτικών συνθηκών θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο εκλογικές αναμετρήσεις προκειμένου να προκύψει βιώσιμο σχήμα διακυβέρνησης, ικανό να χειριστεί πέραν των άλλων και την εξάμηνη ευρωπαϊκή προεδρία που αναλαμβάνει η χώρα μας το καλοκαίρι του 2027.
Λογικά λοιπόν το 2026 θα είναι αμιγώς προεκλογικό έτος. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο κ. Μητσοτάκης προετοιμάζεται ήδη για αυτές τις διπλές εκλογές, στις οποίες θα κατέλθει με δύο βασικά χαρτιά: Τη σταθερότητα και τη διανομή του «μερίσματος ανάπτυξης», όπως ονομάζει τις παροχές.
Οι στενότεροι των συνεργατών του Πρωθυπουργού υπολογίζουν ότι η σταθερότητα επιβεβαιώνεται από τη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης στη ζώνη του 2,5% και από την εξασφάλιση υπερπλεονασμάτων που επιτρέπουν την πρόωρη αποπληρωμή των χρεών του πρώτου μνημονίου. Και το ύψος των παροχών, του προς διανομή δηλαδή «μερίσματος ανάπτυξης» κατά την κυβερνητική ορολογία, από την αναγνώριση εκ μέρους των ευρωπαϊκών αρχών ως «μόνιμων» σημαντικών μεριδίων των υπερπλεονασμάτων.
Η φοροδιαφυγή
Οσο επαναλαμβάνονται τα υπερπλεονάσματα τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο κ. Πιερρακάκης να επιτύχει τον χαρακτηρισμό αυτών ως «μόνιμων» και προς διάθεση. Σε άλλη περίπτωση, δεν θα μπορούν να μετατραπούν σε δαπάνες για κοινωνικούς σκοπούς παρά μόνο για την αποπληρωμή του χρέους.
Διευκολύνεται, είναι αλήθεια, από τις επιδόσεις της προσπάθειας ελέγχου της φοροδιαφυγής. Η ψηφιοποίηση της οικονομίας, η εκτεταμένη πια χρήση των POS, η διασύνδεση των ταμιακών μηχανών με το ΤAXIS, τα ηλεκτρονικά δελτία αποστολής και το πλήθος νέων εργαλείων διασταύρωσης των τιμολογίων που έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογικές αρχές επιτρέπουν στο υπουργείο Οικονομικών να διεκδικεί τα έσοδα αυτά ως «μόνιμα» και έτσι να διεκδικεί περισσότερους πόρους προς διανομή.
Τα εισοδήματα
Φανερώνεται η επίδοση από τα εισοδήματα που δηλώνουν οι Ελληνες στην Εφορία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι με τις φορολογικές δηλώσεις του 2024 δηλώθηκαν 106 δισ. ευρώ έναντι 91,6 δισ. ευρώ το 2023. Περίπου 14,4 δισ. παραπάνω. Εκτιμάται δε ότι με τις φετινές του 2025 θα δηλωθούν εισοδήματα-ρεκόρ, μεταξύ 110-120 δισ. ευρώ.
Γενικώς η κυβέρνηση εκτιμά ότι παρά τις πολλές αβεβαιότητες που επικρατούν διεθνώς, θα καταφέρει να κατέλθει στις επόμενες εκλογές ως εγγυήτρια της σταθερότητας για τον αστικό κόσμο και με 1,5 δισ. ευρώ για τη μεσαία τάξη και τους ασθενέστερους. Αυτά τα «χαρτιά» θα κληθεί να υπερβεί η κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Κάτι που προφανώς δεν μπορεί να συμβεί χωρίς εμπνευσμένο, συνεκτικό και αξιόπιστο σχέδιο εναλλακτικής διακυβέρνησης για τη χώρα και τους πολίτες.
