Η Γεωργία Μαυραγάνη κατάγεται από τον νομό Αιτωλοακαρνανίας, γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Μητέρα και πατέρας, ντόπιοι, από διαφορετικές μεριές, δημόσιοι υπάλληλοι και οι δύο. «Μέχρι τα έξι μου χρόνια, όταν ήρθε ο αδερφός μου, ήμουν μοναχική. Περνούσα αρκετές ώρες μόνη μου, διάβαζα πολύ, παραμύθια, παιδική λογοτεχνία. Και μου άρεσε αυτό, γιατί έμπαινα στη διαδικασία να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου. Και κάπως έτσι, ήδη τότε, άρχισα να φτιάχνω ολόκληρους κόσμους μέσα στο δωμάτιό μου» λέει στο «Βήμα» η σκηνοθέτρια του θεάτρου, καθώς κουβεντιάζουμε σε ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας.
«Με τα κείμενα λειτουργώ, θα έλεγα, πιο συγγραφικά. Θέλω να αισθανθώ ότι ένα κείμενο με έχει διαποτίσει, ότι έχω χωνέψει το σύμπαν του, ώστε να μπορέσω μετά να το υπηρετήσω θεατρικά. Σέβομαι πολύ τα γραπτά και τους δημιουργούς τους» συνεχίζει η ίδια που, ασφαλώς, σκάρωσε κάποια στιγμή και δικές της, σύντομες ιστορίες. «Επειδή όμως είμαι αυστηρός άνθρωπος, κατάλαβα γρήγορα ότι δεν είμαι καλή στη γραφή και, επιπλέον, αισθανόμουν από νωρίς ότι στο θέατρο, που συνδυάζει περισσότερα πράγματα, μάλλον θα τα κατάφερνα καλύτερα».
Ενα αδημοσίευτο διήγημα
Βεβαίως, η Μαυραγάνη έδειξε τις δυνατότητές της, κειμενικές και δραματουργικές, πριν από μια δεκαετία και πλέον, με το εμβληματικό «Από πρώτο χέρι – Μια παράσταση για τα καπνά», εγχείρημα που άφησε καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Ενόσω συζητούμε, θυμάται ένα διήγημα που είχε γράψει στην πρώτη τάξη του λυκείου. «Δεν το έχω δημοσιεύσει. Είχα επινοήσει, επηρεασμένη από τον Κάφκα ίσως, κάποιον άνθρωπο που ξυπνά ένα πρωί και αποφασίζει ότι, δεν γίνεται, δεν πάει άλλο, θα αυτοκτονήσει, θα πάει να πέσει από την ταράτσα. Λοιπόν, κατευθύνεται προς τα εκεί και διαπιστώνει ότι στη σκάλα έχει σχηματιστεί μια τεράστια ουρά από ανθρώπους που, εννοείται, περιμένουν να αυτοκτονήσουν! Οπότε, αντιλαμβάνεστε, κόσμος πολύς, αναμονή μεγάλη, ταλαιπωρία…» υπομειδιά η Μαυραγάνη, δίχως να αποκαλύπτει κάτι παραπάνω για το διήγημα, γεγονός που μου δίνει την ευκαιρία να τη ρωτήσω πώς αντιλαμβάνεται το κωμικό. «Με ενδιαφέρει να παρατηρώ τη γελοιότητα του ανθρώπου, όταν παθαίνει εμπλοκή και δεν βλέπει το δάσος αλλά μόνο το δέντρο. Το δέντρο είναι, συνήθως, ο εαυτός του. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας κατάστασης, είτε αυτή προκύπτει από αδιέξοδο είτε από ξαφνική έλλειψη πνευματικότητας, ο άνθρωπος βλακεύει και, παράλληλα, κυριεύεται από έναν φοβερό εγωισμό. Από το κωμικό, θέλω να πω, βγαίνει κι ένα γέλιο πικρό» αναφέρει η Μαυραγάνη που ετούτη την περίοδο, ακριβώς, ανεβάζει στο θέατρο Σταθμός το υπέροχο έργο «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά (είκοσι χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα και τριάντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του από τον Λευτέρη Βογιατζή). Η συνθήκη γνωστή: τέσσερις γυναίκες που, ενώ σχεδιάζουν να πάνε ταξίδι στην εξωτική Ταϊλάνδη, δεν φεύγουν ποτέ. Είτε αδυνατούν να φύγουν είτε κάνουν τα πάντα για να μη φύγουν.
Κωμωδία, το πιο δύσκολο είδος
«Για μένα, και από τεχνική άποψη, η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος στο θέατρο. Το κείμενο αυτό έχει έναν ερωτισμό, θα έλεγα, προς την ίδια την προφορικότητα. Εδώ όμως η προφορικότητα μιλιέται όντως. Ο ρυθμός του κειμένου είναι καταιγιστικός, γεγονός που το καθιστά ακόμα πιο απαιτητικό στη διαχείρισή του. Από την άλλη μεριά, κάτι που ισχύει και για το “Δάφνες και πικροδάφνες” (1979) σε μεγάλο βαθμό, στο “Με δύναμη από την Κηφισιά” κυριαρχεί ένας κατ’ επίφασιν ρεαλισμός. Πρέπει αυτός ο ρεαλισμός να κουνηθεί, κατά κάποιον τρόπο, για να αποδοθεί το κείμενο» τονίζει η σκηνοθέτρια. Στην εκδοχή της Μαυραγάνη όλα συμβαίνουν «εντός εικοσιτετραώρου» μέσα σε μια «κουζίνα» (μια αυθεντική, μύχια γωνιά της καθημερινότητας) και εκτυλίσσονται «σαν ένα παιχνίδι» των τεσσάρων ερμηνευτριών (Ναζίκ Αϊδινιάν, Μοσχούλα Ατσιδαύτη, Νίκη Δουλγεράκη, Ασπασία Μπατατόλη), άπασες νεαρές, επιλογή διακριτικά πολιτική της Μαυραγάνη, όπως διαφαίνεται. «Δεδομένης της εποχής, προσπαθώ να θέσω κάτι, έναν προβληματισμό, που κι εμένα με σφίγγει κάπως ψυχικά. Αναρωτιέμαι αν θα γίνουν τα ίδια και τα ίδια, αναρωτιέμαι αν η νέα γενιά, που έχει δει πώς τα έκαναν οι προηγούμενες, θα μπει κι αυτή στον ίδιο φαύλο κύκλο. “Μπορεί”, θα πουν κάποιοι, “άνθρωποι είμαστε, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν”. Ε, λοιπόν, εγώ αυτό δεν μπορώ να το δεχθώ με τίποτα. Θέλω να δω αν μπορεί η νέα γενιά να ξεκολλήσει. Και όλο αυτό προσπαθώ να το συμπυκνώσω στην παράσταση».
Επισημαίνω στη Μαυραγάνη ότι η εποχή, αυτή η εποχή ιδίως, δεν φαίνεται να σηκώνει και πολύ ηρωίδες τόσο προσκολλημένες στους ερωτικούς συντρόφους τους. Ας δεχθούμε, προχωρώ, ότι το «Με δύναμη από την Κηφισιά» είναι ένα εμμέσως φεμινιστικό κείμενο. Πώς βλέπει η σκηνοθέτρια τη δεδομένη έμφυλη διάσταση του έργου; «Δεν διαφωνώ πλήρως μαζί σας. Ομως, αν αφήσουμε στην άκρη το φύλο, τι διαφορά θα διακρίναμε αν παρακολουθούσαμε τέσσερις ανθρώπους να μιλάνε για τα λεφτά, ας πούμε, με παρόμοιο τρόπο; Καμία, κατά τη γνώμη μου. Για εμμονές μιλάμε. Και αυτές επιχειρώ να αναδείξω, δηλαδή πώς οι άνθρωποι, ακριβώς επειδή δεν θέλουν να ασχοληθούν με τα δικά τους ζητήματα, μπορούν να μετατρέψουν σε τοτέμ και δικαιολογία ταυτόχρονα κάποιον άλλον άνθρωπο, κάποιον άλλον που θα τα φορτωθεί όλα και υποτίθεται θα τα λύσει όλα, κάποιον που είναι απελπισία και ελπίδα συνάμα. Οι ηρωίδες, όπως εγώ τις πλησιάζω τουλάχιστον, είναι κλονισμένες, αναζητούν ένα νόημα και, ως προς αυτό, μοιάζουν με τους σημερινούς ανθρώπους γύρω μας. Αυτό το “κοντεύω να τρελαθώ”, σε αυτό εστιάζω. Θα προσέθετα, επιπλέον, ότι οι ηρωίδες αναζητούν μια κίνηση, μια κίνηση που πρέπει να στραφεί προς τα μέσα και προς το μαζί. Μια κίνηση που, ενδεχομένως, έχει και τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Δεν έχω προκρίνει την έμφυλη διάσταση στην παράσταση» υπογραμμίζει η Μαυραγάνη συνειδητά, λες και προσπαθεί να αποδιώξει κάθε ευκολία. «Δεν έχουμε να κάνουμε με τέσσερις γυναίκες που μιλάνε για τα γκομενικά τους, αλλά με τέσσερις ανθρώπους σε υπαρξιακή ταραχή» συμπληρώνει.
Και η χώρα μας; «Δεν παράγουμε τίποτα και διασχίζουμε τη δίνη της μεταμοντερνικότητας, από το οικονομικό μέχρι το πολιτισμικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του “αφήγημα”, λέξη που μου προκαλεί αλλεργία. Εχουμε χάσει πια το συλλογικό. Και εξαιτίας αυτού αδυνατούμε να πιστέψουμε στην ύπαρξή μας, να αυτονομηθούμε και να ομονοήσουμε σε μια κοινή πορεία. Σε τι να πιστέψουμε, δηλαδή; Μόνο στον εαυτό μας; Στην τελική, τι να τον κάνουμε μόνοι μας τον εαυτό μας;» διερωτάται η σκηνοθέτρια, της οποίας οι «χορικότητες» αντανακλούν εδώ και καιρό τη δική της συστηματική αγωνία, ευρύτερα, για την κοινωνία.
