Εραν Ρίκλις στο ΒΗΜΑ: «Ρίχνω λίγο φως σε κατασκότεινες περιπτώσεις»

Ο ισραηλινός σκηνοθέτης μιλάει για την ταινία του «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», που παίζεται και στις ελληνικές αίθουσες, την απόφασή του να ασχοληθεί με ένα «ιρανικό» θέμα και τονίζει ότι «η φωνή της τέχνης είναι η φωνή της λογικής και της αλλαγής»

Εραν Ρίκλις στο ΒΗΜΑ: «Ρίχνω λίγο φως σε κατασκότεινες περιπτώσεις»

Μια ενδελεχής συζήτηση (μέσω σκάιπ) με τον ισραηλινό σκηνοθέτη Εραν Ρίκλις (της μεγάλης επιτυχίας «Η λεμονιά») με αφορμή την τελευταία ταινία του «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», που στηρίζεται στο μπεστ σέλερ της Αζάρ Ναφισί και αφορά την καταπίεση των γυναικών στο Ιράν (προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου).

Στην ταινία, η Γκολσιφτέχ Φαραχανί υποδύεται τη συγγραφέα του βιβλίου η οποία έζησε από πρώτο χέρι αυτή την καταπίεση όταν προσπάθησε να διδάξει δυτική λογοτεχνία στην Τεχεράνη, κάτι που κατάφερε στα κρυφά.

Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση αφού διαβάσατε το βιβλίο της Αζάρ Ναφισί και πότε το διαβάσατε;

«Το διάβασα όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά. Γυναίκες, σύγκρουση, ιστορικό πλαίσιο… Ολα τα θέματα που με ενδιαφέρουν βρίσκονταν εκεί. Ομως ήμουν πολύ απασχολημένος, ετοιμαζόμουν να γυρίσω μια άλλη ταινία οπότε το ξέχασα… μόνο που δεν το ξέχασα. Ξανάρθε στο μυαλό μου το 2016. Το διάβασα ξανά, το αγάπησα ξανά, βρήκα τη συγγραφέα στο Facebook, της έγραψα, μιλήσαμε στο τηλέφωνο, πήγα και τη βρήκα στην Ουάσιγκτον και έτσι το σχέδιο προχώρησε».

Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θεωρείτε ότι πήρατε από την πρώτη συζήτησή σας;

«Οτι πολλοί την είχαν προσεγγίσει για τη μεταφορά του βιβλίου αλλά όλες οι ιδέες “παραήταν αμερικανικές”. Σαν τον “Πόλεμο των Αστρων”. Οι καλοί και οι κακοί μάχονται μεταξύ τους. Η Αζάρ ήθελε κάτι πιο σύνθετο. Νομίζω ότι η δική μου οπτική τής άρεσε γιατί ήταν πιο μεσογειακή».

Τι σας απασχολούσε περισσότερο σχετικά με την ταινία;

«Το αν ένας ισραηλινός σκηνοθέτης θα μπορούσε να αφηγηθεί τη δική της, προσωπική,  ιρανική ιστορία. Τη ρώτησα. Είπε ότι της άρεσε η ιδέα».

Αλλά και πάλι, γιατί αυτή η ταινία τώρα, αφού το βιβλίο εκδόθηκε πριν από τόσα χρόνια;

«Παρόμοιες ανησυχίες είχα ο ίδιος. Ναι, είναι ένα βιβλίο 20 χρόνων αλλά αντηχεί στο σήμερα. Πολλοί άνθρωποι όταν τους είπα την ιδέα απάντησαν εκθειάζοντας το βιβλίο. Θεώρησα ότι ή πρόκληση ήταν καλή και η ιστορία διαχρονική. Σχετίζεται με όλο τον κόσμο, δεν έχει σημασία αν είναι Ιράν, Ισραήλ, Αμερική ή Ελλάδα».

Οχι σε αυτή την έκταση. Το Ιράν είναι μια ιδιαίτερη, σύνθετη περίπτωση κοινωνίας, δεν έχει σχέση με την Ελλάδα.

(γέλια). «Συμφωνώ, συμφωνώ. Εχετε δίκιο».

Φαίνεται ότι σας ενδιαφέρουν αρκετά ιστορίες στις οποίες παρακολουθούμε σοβαρά προβλήματα από τη γυναικεία οπτική: «Λεμονιά», «The Syrian Bride», «Dancing Arabs», «Shelter». Πώς εξηγείτε αυτή την προσέγγισή σας;

«Δεν ξέρω. Θα πρέπει να μιλήσετε με τον ψυχολόγο μου (γέλια). Νομίζω ότι ανέκαθεν ένιωθα ότι ως αφηγητής ιστοριών, και σίγουρα ως κινηματογραφιστής, πρέπει να έχεις την ικανότητα να σκάβεις στους χαρακτήρες σου. Σε μένα, έχει νόημα οι χαρακτήρες να είναι γυναικείοι, και αν αυτοί οι χαρακτήρες γίνονται η καρδιά της ιστορίας, τότε πρέπει να ξέρω περισσότερα για αυτούς προκειμένου να τους καταλάβω καλύτερα και να τους σεβαστω περισσότερο. Νομίζω το έχω μέσα μου.

Στη μια πλευρά είμαι 100 % άντρας αλλά μέσα σε αυτό το 100% υπάρχει πολύς χώρος για κατανόηση της θέσης της γυναίκας, ειδικά σε αυτές τις κοινωνίες. Στο τέλος της ημέρας, τα πάντα έχουν σχέση με την κατανόηση και τον σεβασμό της ιστορίας που θες να πεις. Οπως είπατε, το Ιράν είναι μια πολύ ιδιαίτερη και σύνθετη κοινωνία. Αλλά είναι και πολύ γοητευτική».

Καθώς το κύριο θέμα της ταινίας είναι η χειραφέτηση των γυναικών, ένα ζήτημα που σας απασχολεί γενικά, πιστεύετε ότι όλα αυτά τα χρόνια, ας πούμε από τη «Λεμονιά» ως σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ακόμη και στις δυτικές κοινωνίες;

«Νομίζω ότι σε αυτό το ερώτημα υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η στενάχωρη είναι ότι όχι, οδεύουμε προς το χειρότερο. Η χαρούμενη όμως απάντηση είναι ότι υπάρχει περισσότερη επίγνωση. Και αυτό συμβαίνει επειδή ο κόσμος μας, πλέον, είναι πιο επικοινωνιακός, κάθε τι που συμβαίνει κάπου διατρέχει αμέσως όλο τον πλανήτη. Αρα υπάρχει μια εξέλιξη. Αλλά την ίδια ώρα, δυστυχώς, έχουμε κολλήσει, και δεν είναι μόνο το θέμα των γυναικών. Είναι και των αντρών.

Ολες οι κοινωνίες βρίσκονται σε φάση αλλαγών, συγκρούσεων, και ας μην αναφερθώ στη βία. Δείτε τι συμβαίνει με εμάς εδώ και τους Παλαιστινίους, δείτε την Ουκρανία με τη Ρωσία, δείτε την Αμερική γενικώς. Η βία κυριαρχεί στον πλανήτη και η βία φέρνει μισαλλοδοξία, μα και τόσα άλλα άσχημα πράγματα. Ομως είμαι κινηματογραφιστής, και αν δεν ήμουν αισιόδοξος γιατί να κάνω ταινίες; Οπότε αναζητώ τρόπους για να ρίξω λίγο φως σε κατασκότεινες περιπτώσεις. Υπάρχει πάντα φως στο τέλος του τούνελ και η φωνή της τέχνης είναι η φωνή της λογικής και της αλλαγής. Δεν πρέπει να μποϊκοτάρουμε την τέχνη».

Κύρια ιδέα της ταινίας σας είναι οι τρόποι και οι μέθοδοι σιωπηλής αντίστασης ενάντια στη σκληρή καταπίεση. Μπορεί όμως κάτι τέτοιο να λειτουργήσει αποτελεσματικά στην εποχή μας; Τα πράγματα φαίνεται να χειροτερεύουν, όπως είπατε.

«Είναι μια ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου κάθε μέρα. Και τα τελευταία έξι χρόνια  όλος ο κύκλος των φίλων μου επίσης αναρωτιέται βλέποντας τα όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν στην πατρίδα μας. Τι κάνεις όμως; Αρκεί η διαμαρτυρία στους δρόμους κάθε Σαββατοκύριακο; Μήπως πρέπει να γίνουμε πιο άμεσοι; Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι πιο ριζοσπαστικό; Και ναι, νομίζω ότι η απάντηση είναι να κάνουμε κάτι πιο ριζοσπαστικό. Ομως, από την άλλη πλευρά, λες στον εαυτό σου, παραμένουμε δημοκρατία και πρέπει να το σεβαστούμε αυτό. Για το μέλλον μας».

Ομως ο υπόλοιπος κόσμος δεν το βλέπει έτσι. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, έχουν υπάρξει περιπτώσεις αποδοκιμασίας προς τους ισραηλινούς τουρίστες. Στην Αθήνα ακυρώθηκε παράσταση ισραηλινής ορχήστρας. Στην Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης εμπόδισαν τον ισραηλινό συγγραφέα Οντεντ Φόλκσταϊν να μιλήσει. Γνωρίζετε τη ρήση για το σάπιο μήλο που μολύνει όλα τα υπόλοιπα. Εσείς βρεθήκατε ποτέ στο σημείο να αντιμετωπίσετε τέτοια προβλήματα και πώς αντιδράτε απέναντί τους;

«Υπάρχει προκατάληψη αλλά πάντοτε υπήρχε. Την έζησα όταν το 1978 πήγα στην Αγγλία για να σπουδάσω κινηματογράφο. Ο Κόλιν Γιανγκ, διευθυντής της σχολής, δεν με ήθελε. Μου το είπε ξεκάθαρα “Δεν μου αρέσουν οι Ισραηλινοί”. Τον ρώτησα γιατί. Και μου είπε “για τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεστε τους Παλαιστινίους”. Μιλάμε για το 1978. “Μα δεν είμαι ο πρωθυπουργός” απάντησα. “Ναι, το ξέρω, αλλά παρ’ όλα αυτά…”. Χρειάστηκε οι φίλοι του να τον πείσουν να με δεχτεί στη σχολή. Από τότε βέβαια, σταδιακά γίναμε φίλοι.

Από την άλλη μεριά, η πρώτη δημόσια προβολή τού “Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη” έγινε στη Ρώμη πέρυσι τον Οκτώβριο. Μεγάλο φεστιβάλ, πολύς κόσμος, η ταινία κέρδισε το βραβείο κοινού. Ο κόσμος επικοινώνησε μαζί της. Μετά, όταν άνοιξε σε πολλές χώρες, είχε παντού επιτυχία. Του χρόνου ανοίγει στην Αμερική. Πολύς κόσμος με ρωτάει αν φοβάμαι τις αντιδράσεις. Δεν συνέβη ποτέ. Η δική μου οπτική είναι ο σεβασμός απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Στη βία θέτω τα όριά μου. Αλλά θαυμάζω τη συζήτηση και τη διαφωνία. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι λίγο ειρωνικό αλλά με προστατεύουν οι Ιρανοί. Είναι μια ιρανική ιστορία. Είναι δύσκολο να επιτεθείς κατά μιας ταινίας με ιρανικό θέμα μόνο και μόνο επειδή ο σκηνοθέτης της είναι Ισραηλινός».

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε, αν γυρίζατε μια ταινία για το τι συμβαίνει σήμερα στο εσωτερικό της χώρας σας, πού θα εστιάζατε;

«Το κάνω ήδη. Η νέα μου ταινία αφορά την περίπτωση ενός ισραηλινού στρατιώτη, περίπου 30 χρόνων, ο οποίος επιστρέφει στην πατρίδα του έχοντας ζήσει τον εφιάλτη της τραγωδίας της Γάζας. Και δεν μπορεί να ενταχθεί στην κοινωνική ζωή γιατί το μυαλό του έχει παραμείνει εκεί. Στη Γάζα».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version