Γιώργος Χρυσοστόμου στο ΒΗΜΑ: «Περπατάω πάνω στο όνειρό μου»

Ο ηθοποιός Γιώργος Χρυσοστόμου μιλάει για τον ρόλο που υπηρέτησε με εξαιρετική επιτυχία επί τρία χρόνια, τον ρόλο στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ στο οποίο πρωταγωνιστεί φέτος με τον Μάκη Παπαδημητρίου και μοιράζεται τις ανησυχίες του για τη ζωή, το θέατρο, τον εαυτό του

Γιώργος Χρυσοστόμου στο ΒΗΜΑ: «Περπατάω πάνω στο όνειρό μου»

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου δεν επαναπαύεται. Η πορεία του μοιάζει με τα παζλ που τόσο του αρέσουν. Κομμάτι-κομμάτι δεν φτιάχνεται κάθε παράσταση; Μετά τα πρόσφατα, «Mute», «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», «Ορνιθες», κάνει ένα ακόμα βήμα, με «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ.

Μαζί με τον Μάκη Παπαδημητρίου, που τη σκηνοθετεί, μοιράζονται τους ρόλους των Χαμ και Κλοβ, στο θέατρο Ιλίσια. Τηλεοπτικά πρωταγωνιστεί στο «Κάμπινγκ», τη νέα σειρά του Mega, ενώ έκανε ένα ισχυρό πέρασμα από το «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι». Από τους καλύτερους ηθοποιούς, όχι μόνο της γενιάς του, ο Χρυσοστόμου δεν σταματά να σκαλίζει, να αναζητεί την ουσία, την αλήθεια μέσα του.

Τρία χρόνια παρέα με τον «Αρτούρο Ούι». Σας λείπει;

«Με άλλαξε πίστα. Κι αυτό έχει ένα πακέτο συναισθηματικών διακυμάνσεων: Τον φοβάσαι, δεν τον θες, τον απορρίπτεις, τον αγαπάς. Μετά έρχεται ο γάμος, που έχει δουλειά, αρχίζει και η σωματική κόπωση, ο φόβος. Πέρασα όλα τα στάδια κι όταν ξεκουράστηκε το σώμα ήρθε το πένθος. Μαζί και το πακέτο της παράστασης – συμπαίκτες, εμπειρία με τον κόσμο. Ολο αυτό με βρίσκει σε ένα τέλος που είναι μια αρχή. Θα το βάφτιζα “τελαρχή”, κομβικό σημείο. Δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψε ο Αρτούρο, είναι νωρίς. Συνήθως μου λείπουν αργότερα. Τώρα έχω τον ενθουσιασμό της νέας σχέσης».

Τι εννοείτε αλλαγή πίστας;

«Αλλαγή έργων. Αν ήταν ποδόσφαιρο θα σήμαινε αλλαγή γηπέδου. Πρώτη φορά μπήκα σε ρόλο-τίτλο, κι αυτό φέρει άλλο βάρος. Αλλαξε μέσα μου το αίσθημα ευθύνης προς τον εαυτό μου, προς μια παράσταση, τον τρόπο που βλέπω τον Κόσμο και τον κόσμο, τους θεατές. Γενικά μου ωρίμασε τον ηθοποιό – άλλη ηλικία έχει ο Γιώργος, άλλη ο ηθοποιός. Ο ηθοποιός μου τώρα ενηλικιώνεται, είναι 22-23 ετών. Και παρόλο που ο έφηβος Γιώργος ήταν στα 40 και ήθελε να παίξει μεγάλα πράγματα, δεν ήταν έτοιμος ο ηθοποιός ακόμα να αναλάβει τέτοια ευθύνη. Πολλές φορές αρκετοί νεότεροι ηθοποιοί λένε “θέλω να γίνω πρωταγωνιστής”. Ωραία. Το αντέχεις; Οπότε σε πολλά επίπεδα με άλλαξε πίστα. Είμαι ευγνώμων. Ταυτόχρονα φτιαχνόταν ένας νέος χώρος (σ.σ.: ARK) κι αυτό με φόβισε. Ο φόβος βέβαια χρειάζεται για το δημιουργικό κομμάτι».

Με ποιον τρόπο;

«Εδώ εμπλέκεται ένα μεγάλο, διαρκές ερώτημα: Από τι κρίνεται η αξία μου τελικά; Κι ένα άλλο, που έχει να κάνει με την επιτυχία μιας παράστασης, γιατί ακόμα κι αν η συνταγή είναι τέλεια, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι – είναι και οι εξωθεατρικοί παράγοντες. Τελευταίως είμαι λίγο μπερδεμένος για ποιον λόγο με πλησιάζει ένας παραγωγός – γιατί τα έφερα στο προηγούμενο, γιατί πουλάω, γιατί είμαι ωραίος; Γιατί με θέλει ένας σκηνοθέτης; Γιατί θα φέρω συγκεκριμένο κόσμο; Μήπως δεν είμαι τόσο καλός ηθοποιός, αλλά κάτι άλλο, που πουλάει; Εχω πάντα έναν φόβο μην τυχόν και η έπαρση μου χτύπησε την πόρτα, μη και αράξω, μη και σταματήσω να προσπαθώ, θεωρώντας ότι κάτι έχω καταφέρει. Θέλω να αξίζω μόνο για αυτό που κάνω».

Εσείς το ξέρετε;

«Ναι. Μέσα μου βαθιά ξέρω ότι η σκηνή είναι ένας τόπος ελευθερίας, μια στιγμή τρομερής ψυχικής ησυχίας κι ας με βλέπει πολύς κόσμος. Αυτό που ξέρω είναι ότι, κι ας ακουστεί επηρμένο, ανεβαίνω πάνω και ξέρω και πού είμαι και τι να κάνω. Και κάθε βράδυ τα δίνω όλα… Θυμάμαι πάντα μια φωτογραφία από το Εθνικό Θέατρο της Τσεχίας, νομίζω, όπου όλος ο θίασος έπαιξε σε ένα χωριό με έναν θεατή. Εκεί τι κάνεις; Εκεί κι αν τα δίνεις όλα… Η σκηνή είναι ένας τόπος που λειτουργεί λίγο διαλογιστικά και γι’ αυτό καλούμε τον κόσμο να αφεθεί».

Πάμε στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ…

«Εδώ, έρχεται το όνειρο και γίνεται πραγματικότητα. Σαν να παρακάλεσα, συνεργάτες και σύμπαν, να μη μοιάζει καθόλου ο επόμενος ρόλος με τον Αρτούρο. Ο ήρωας που ερμηνεύω είναι το άλλο άκρο. Ενας υπέροχος αθώος άνθρωπος, πονεμένος, κουρασμένος, ένας ανθρωπάκος».

Ερμηνεύετε τον Κλοβ.

«Με γοητεύει πολύ ο ρόλος του Κλοβ. Εγώ δεν έχω διαβάσει μελέτες, είμαι καλλιτέχνης από άλλον δρόμο, όσο μπορώ να λέγομαι καλλιτέχνης. Διαπιστώσαμε με τον Μάκη κάτι που γράφει και ο Μπέκετ, ότι κοροϊδεύει τους ψευδο-intellectuel, κι αυτό μας ηρέμησε. Αυτό που λένε Θέατρο του Παραλόγου εμείς δεν το είδαμε. Παράλογο είναι ότι κάνουν μαύρο χιούμορ σε μια παράλογη συνθήκη – την τελευταία μέρα του κόσμου. Το κείμενο του Μπέκετ είναι οδηγός, με τις παύσεις, τις σκηνικές του παρατηρήσεις. Και βγαίνει ένα αποτέλεσμα συνολικό, μαγικό, τρυφερό. Το έργο έχει ωραίο χιούμορ και πολλή αγάπη για τον άνθρωπο. Καταπιάνεται με κάτι που με απασχολεί αυτόν τον καιρό και που με ένωσε με το έργο. Αυτοί οι δύο γραπώνονται από την επικοινωνία για να γραπωθούν από τη ζωή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει τσακωμός. Από το να μη μιλήσουμε καθόλου ας τσακωθούμε τουλάχιστον, για να ενωθούμε έστω και με τον τσακωμό. Υπάρχει μια διαρκής απειλή “θα σ’ αφήσω – φεύγω”, που ξυπνάει αυτή την εξαρτητική σχέση ανάμεσά τους. Αλλωστε θα φύγω αναγκαστικά λόγω θανάτου. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο υπηρέτης, ποιος ο ευγενής, ποιος έχει ανάγκη ποιον. Ο Μάκης διαπίστωσε – κι όταν βγάζει κάτι τέτοια, τον αγαπώ – ότι ο τίτλος του έργου “Endgame” σημαίνει το τέλος μιας παρτίδας σκακιού. Μια ανάλυση αναφέρει ότι ο ένας είναι ο βασιλιάς, άρα κινείται λίγο κι ο άλλος, το άλογο, με τις κινήσεις του αλόγου. Επιπλέον, ο Μάκης διαπίστωσε κάτι που έχει να κάνει με την έννοια “Κβαντικός Εναγκαλισμός”, ένας επιστημονικός όρος που αφορά δύο στοιχεία που κινούνται το ένα γύρω από το άλλο. Ακόμα κι αν τα βάλεις το ένα στη μια άκρη και το άλλο στην άλλη, θα είναι ενωμένα – συγκινητικό».

Πόσο «γνωρίζατε» τον Μπέκετ;

«Πρώτη φορά έρχομαι σε επαφή. Κάτι είχαμε κάνει στη Σχολή – δεν είχα συνδεθεί, ήμουν 18. Αλλά ευτυχώς κάπως έρχονται και με βρίσκουν κάποιοι συγγραφείς, ενστικτωδώς. Γιατί εμένα αυτό το “μαζί” του Μπέκετ έχει αρχίσει να με απασχολεί – παραμένω εμμονικά μόνος. “Σε τι σου χρησιμεύω” λέει ο Κλοβ. “Μόνο να μου αποκρίνεσαι. Να σου μιλάω και να μου απαντάς, δεν θέλω κάτι άλλο” λέει ο Χαμ».

Μετά το «Πέτρες στις τσέπες του» ξανά μαζί με τον Μάκη Παπαδημητρίου, οκτώ χρόνια…

«Οι “Πέτρες” είχαν μεγάλη επιτυχία τότε και γι’ αυτό είπαμε με τον Μάκη να τ’ αφήσουμε, με μια ησυχία ότι θα βρεθούμε παρακάτω. Ο καθένας έκανε τη βόλτα του, διατηρούσαμε επαφή. Είναι από αυτές τις σχέσεις που δεν χρειάζεται να αποδείξουμε ότι είμαστε φίλοι. Αλληλοεκτιμώμεθα και αλληλοθαυμαζόμεθα. Ηρθε “Το τέλος του παιχνιδιού” και πέταξα τη σκούφια μου. Κάποιες φράσεις του έργου όπως “κάτι τραβάει τον δρόμο του”, “να μου αποκρίνεσαι” ή “έξω από εδώ είναι θάνατος”, με αγγίζουν βαθιά όπως και το παιδικό “πού θα πας;”. Ολο αυτό ο Μπέκετ το μπολιάζει με τα αστεία τους και ο Μάκης το αναδεικνύει με χιούμορ. Δεν είναι κωμωδία, είναι ζωή. Μακάρι ο θεατής να φύγει από την παράσταση με κάτι μετακινημένο, να συνδεθεί με αυτό που βλέπει. Αυτή η δουλειά έχει και απογοητεύσεις, όταν όμως ενώνονται οι ηθοποιοί με τους θεατές, που είναι ο μισός παίκτης, κάτι συμβαίνει. Είμαστε εξαρτημένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Είναι κάτι μαγικές στιγμές που οι τοίχοι κάνουν έναν βόμβο από τον συντονισμό. Γι’ αυτό όταν λέμε στο κοινό “έσο ήσυχος” δεν είναι επειδή είμαστε αυστηροί αλλά γιατί αν κάτσεις όπως σ’ το λέω εγώ, θα γίνει κάτι μαγικό – εμπιστεύσου με».

Κάνετε πάντα παζλ;

«Ναι. Τώρα τελειώνω ένα πολύ μεγάλο, όλο μπλε, με μια κόκκινη καρδιά».

Η διαδικασία μοιάζει με το θέατρο;

«Φυσικά. Στην αρχή τα κομμάτια είναι ένα βουνό, ανακατεμένα, οι ηθοποιοί ανακατεμένοι. Και ξεκινάς να φτιάχνεις το πλαίσιο, το γύρω-γύρω. Μετά αρχίζεις να ενώνεις. Κάποιες μέρες δεν βρίσκεις τα σωστά κομμάτια και η πρόβα τραβάει. Και ξαφνικά έρχεται το τελευταίο κομμάτι, που είναι το κοινό, και λες “έκλεισε”. Θέλει υπομονή, προσήλωση».

Φέτος κάνετε τηλεόραση;

«Ναι, το “Κάμπινγκ” στο Mega, ντουέτο με τον Οδυσσέα (σ.σ.: Παπασπηλιόπουλο). Κάνω έναν πολύ κακό-καλό άνθρωπο, τον ιδιοκτήτη. Εναν τύπο που έχει κάνει κάποια κακά πράγματα, αλλά έχει δίκιο – μέσα σε κωμικό πλαίσιο. Και έρχεται ο Οδυσσέας μπλεγμένος σε ένα οικονομικό σκάνδαλο. Χαίρομαι γιατί ο ρόλος είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Δεν είναι γοητευτικός άντρας, μάλλον γελοίος είναι και μ’ αρέσει. Είναι μια αστυνομική μαύρη κωμωδία-θρίλερ. Επαιξα και στο πρώτο επεισόδιο στο “Σπίτι δίπλα στο ποτάμι” (Alpha), όπου έζησα μια εμπειρία που δεν θα τη θυμάμαι όταν θα συμβεί – εγώ μέσα στο φέρετρο. Οταν μου είπαν “θέλουμε να σας πάρουμε μέτρα”, υπέθεσα για ρούχα… Το πλάνο έγινε 16-20 φορές. Εγώ κάπου πήγα. Τελείωσα ιδρωμένος, δυόμισι ώρες μετά. Ηταν σαν να ‘χα όντως αναστηθεί, εξαγνιστεί. Στο “Ναυάγιο” πέθανα στο νερό, τώρα στο “Σπίτι δίπλα στο ποτάμι” έφυγα στο χώμα. Θέλω μια φωτιά κι έναν αέρα για να το κλείσω… Ο χειμώνας έρχεται με ευλογημένες συνεργασίες. Είναι κάπως σαν να ‘χω κάνει το όνειρό μου πραγματικότητα και τώρα περπατάω πάνω σ’ αυτό. Παίρνω δύναμη και σκέφτομαι το μέλλον».

INFO: «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ. Μετάφραση Κωστής Σκαλιόρας, σκηνοθεσία Μάκης Παπαδημητρίου, κίνηση Σεσίλ Μικρούτσικου, σκηνικά-κοστούμια Ηλένια Δουλαδίρη, φωτισμοί Ιωάννα Αθανασίου – Τάσος Παλαιορούτας, ήχος Σταύρος Γασπαράτος. Παίζουν: Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Χρυσοστόμου, Δημήτρης Ντάσκας, Φραγκίσκη Μουστάκη.

Πρεμιέρα στις 13 Οκτωβρίου στο θέατρο Ιλίσια.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version