Εάν κάποιος θέλει να αναζητήσει τις απαρχές της ενάλιας αρχαιολογίας στην Ελλάδα, θα πρέπει να γυρίσει τον χρόνο πίσω στη δεκαετία του 1970. Αφορμή για τις πρώτες θεσμικές προσπάθειες υπήρξε η συστηματική σύληση του κεραμικού φορτίου ενός βυζαντινού ναυαγίου του 12ου αιώνα στο Πελαγονήσι (Κυρά Παναγιά), που βρίσκεται βορειοανατολικά της Αλοννήσου. Ο τότε γενικός επιθεωρητής Αρχαιοτήτων Σπυρίδων Μαρινάτος σύναψε σύμβαση για λογαριασμό του ελληνικού κράτους με τον αμερικανό δημοσιογράφο και ερευνητή, Πίτερ Θροκμόρτον, ο οποίος είχε αστείρευτη αγάπη για την υποβρύχια έρευνα, είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία και τεχνογνωσία από τη συμμετοχή του στις πρωτοπόρες έρευνες αρχαίων ναυαγίων των Αμερικανών στις ακτές της Μικράς Ασίας και διέθετε σκάφος ερευνητικής υποστήριξης, το θρυλικό «Stormy Seas», ώστε να προχωρήσει εκείνος στη συγκρότηση της ερευνητικής ομάδας και γενικότερα στην οργάνωση του δύσκολου εγχειρήματος της σωστικής ανασκαφής του ναυαγίου. Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας ορίστηκε ο νεαρός τότε αρχαιολόγος και αυτοδύτης Χαράλαμπος Κριτζάς. Στην ομάδα εντάχθηκε από την αρχή και ο Νίκος Τσούχλος, φωτογράφος και δεινός αυτοδύτης. Αυτή ήταν η βασική ομάδα που αποτέλεσε τη μαγιά που στη συνέχεια οδήγησε στην ιδέα της δημιουργίας του πρώτου φορέα που θα ασχολούνταν αποκλειστικά με την ενάλια πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας. Τον Αύγουστο του 1973 λοιπόν, πρωτοστατούντος του Νίκου Τσούχλου, οι Χαράλαμπος Κριτζάς, Πίτερ Θροκμόρτον και Γιώργος Παπαθανασόπουλος, μαζί και με άλλους επιστήμονες και ερευνητές, με ιδιαίτερη αγάπη για τη θάλασσα, ίδρυσαν το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) με σκοπό ακριβώς την οργάνωση και προώθηση της ενάλιας αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα. Σημειωτέον ότι η ίδρυση της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων από το κράτος ήρθε τρία χρόνια μετά την ίδρυση του ΙΕΝΑΕ, με το Ινστιτούτο μάλιστα να αποτελεί τότε σύμβουλο του υπουργείου Πολιτισμού σε θέματα υποβρύχιας αρχαιολογίας. Πολυδιάστατες δραστηριότητες «Φέτος συμπληρώνουμε 50 χρόνια λειτουργίας και προγραμματίζουμε μία σειρά εκδηλώσεων, καθώς και την έκδοση ενός επετειακού τόμου» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο Χρήστος Αγουρίδης, αντιπρόεδρος του ΙΕΝΑΕ και καταδυόμενος αρχαιολόγος στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας του υπουργείου Πολιτισμού. Οπως εξηγεί, οι δραστηριότητες του Ινστιτούτου είναι πολυδιάστατες και περιλαμβάνουν υποβρύχιες έρευνες, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα σε συνεργασία με άλλους φορείς, διοργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων και διαλέξεων. «Σημαντικότατη δράση είναι και η έκδοση, από το 1989, του δίγλωσσου (σε ελληνικά και αγγλικά) περιοδικού ΕΝΑΛΙΑ» προσθέτει. «Πρόκειται για το μοναδικό εξειδικευμένο περιοδικό για την υποβρύχια και ναυτική αρχαιολογία που εκδίδεται στην Ελλάδα, αλλά και ένα από τα λίγα που εκδίδονται στον κόσμο. Στα τεύχη του δεν δημοσιεύονται βέβαια μόνο άρθρα που αφορούν τις έρευνες του Ινστιτούτου, αλλά αποτελεί ένα ανοιχτό βήμα επιστημόνων από τον ευρύτερο χώρο της ναυτικής αρχαιολογίας». Μια άλλη διάσταση του ΙΕΝΑΕ είναι το εκπαιδευτικό του έργο, καθώς έχει αποτελέσει «φυτώριο» πολλών νέων επιστημόνων του εξειδικευμένου αυτού πεδίου. Μέσα από τις υποβρύχιες ανασκαφές που καλύπτουν σχεδόν όλες τις περιόδους της ναυτικής μας παράδοσης, έχει εκπαιδεύσει πάνω από 150 νέους αρχαιολόγους, επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων και τεχνικούς σε θέματα υποβρύχιας και ναυτικής αρχαιολογίας. Στο σταυροδρόμι του Αργολικού Οπως εξηγεί ο Χρήστος Αγουρίδης, αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη, μέσω εγκεκριμένων πενταετών προγραμμάτων από το υπουργείο Πολιτισμού, τρεις έρευνες από την πλευρά του Ινστιτούτου. Η πρώτη διεξάγεται στις ανατολικές ακτές της Σαλαμίνας και πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση – από την πλευρά του Ινστιτούτου – του Γιάννου Λώλου, ομότιμου καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ακόμα, έρευνα στον Παγασητικό πραγματοποιεί ο αρχαιολόγος Ηλίας Σπονδύλης, ενώ ο Χρήστος Αγουρίδης διευθύνει την έρευνα στον Αργολικό επικεντρωμένος σε προϊστορικά ναυάγια, έχοντας ως βασική του συνεργάτιδα τη Μυρτώ Μιχάλη, ενάλια αρχαιολόγο και γενική γραμματέα του ΙΕΝΑΕ. Γιατί λοιπόν διάλεξε αυτή την περιοχή; «Διότι πρόκειται διαχρονικά για έναν από τους πλέον πολυσύχναστους θαλάσσιους δρόμους στο Αιγαίο» απαντά. «Μάλιστα οι πρώτες μαρτυρίες για την άσκηση της ναυσιπλοΐας και του θαλάσσιου διαμετακομιστικού εμπορίου στον Αργολικό προέρχονται από τα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου Φράγχθι – βρίσκεται στη βόρεια ακτή του κόλπου της Κοιλάδας Ερμιονίδας -, τα οποία περιείχαν εργαλεία από οψιανό της Μήλου» επισημαίνει. Η στροφή προς τη θάλασσα Οπως εξηγεί λοιπόν, κατά την πρώιμη εποχή του Χαλκού (3200-2100 π.Χ.), με την εισαγωγή της μεταλλουργίας και την πρόοδο στις τεχνικές ναυπήγησης των πλοίων, παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια εντυπωσιακή στροφή προς τη θάλασσα. Ετσι τα μείζονα πρωτοαστικά κέντρα της Λέρνας, της Τίρυνθας και της Κολώνας στην Αίγινα φαίνεται να χρησιμοποιούν τους γνωστούς από αιώνες θαλάσσιους δρόμους για τις επαφές τους με τα άλλα κέντρα της Αττικής και των Κυκλάδων. Μάλιστα κατευθύνοντας την οργάνωση της παραγωγής και του εμπορίου, δημιούργησαν ένα πυκνό δίκτυο εγκαταστάσεων κατά μήκος της αργολικής ακτογραμμής, σε νήσους και νησίδες της θάλασσας, σε προφυλαγμένους όρμους και σε υψώματα που παρείχαν φυσική οχύρωση, ώστε να ελέγχουν τα θαλάσσια περάσματα. Οπως έδειξαν και οι πρόσφατες έρευνες, οι πρώτες εγκαταστάσεις στον Πόρο, στην Υδρα, στον Δοκό, στο Τρίκερι, στις Σπέτσες, στη Σπετσοπούλα και στη Βελοπούλα δημιουργήθηκαν ακριβώς κατά την περίοδο αυτή. «Προοδευτικά και κυρίως κατά την Υστερη Εποχή του Χαλκού οι θαλάσσιες αυτές μεταφορές στον Αργοσαρωνικό εντατικοποιήθηκαν και “διεθνοποιήθηκαν”» εξηγεί. «Ουσιαστικά δηλαδή τη μινωική επιρροή στο Αιγαίο αντικατέστησε η κυριαρχία των μυκηναϊκών βασιλείων, των οποίων ο ρόλος στη διεξαγωγή του θαλάσσιου διαμετακομιστικού εμπορίου από την Ανατολική Μεσόγειο έως τις Ηράκλειες Στήλες είναι γνωστός». Στο πεδίο της έρευνας Ο Xρήστος Αγουρίδης ξεκίνησε ως μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών το 1989 συμμετέχοντας στη μεγάλη έρευνα του ναυαγίου της νήσου του Δοκού (βρίσκεται απέναντι από την Ερμιόνη), το οποίο μάλιστα θεωρείται και το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο. Εκεί το 1975 εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα ναυαγίου της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τον Πίτερ Θροκμόρτον. Το κεραμικό φορτίο ανελκύστηκε υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Γιώργου Παπαθανασόπουλου, με υποδιευθυντή τον Γιάννη Βήχο, σημερινό πρόεδρο του ΙΕΝΑΕ, και με γενικό «ενορχηστρωτή» και τεχνικό διευθυντή τον Νίκο Τσούχλο, τότε πρόεδρο του ΙΕΝΑΕ. Το ναυάγιο αυτό χρονολογείται με ασφάλεια στο τέλος της δεύτερης και πλέον ώριμης φάσης της Πρωτοελλαδικής περιόδου (2500-2200 π.Χ.). Αποτελεί πολυτιμότατη απτή μαρτυρία για τη ναυσιπλοΐα, το θαλάσσιο ανταλλακτικό εμπόριο, την τεχνολογία και την οικονομία στο Αιγαίο κατά τους ύστερους χρόνους της 3ης χιλιετίας π.Χ. Συνιστά λοιπόν ένα από τα μεγαλύτερα, γνωστά έως σήμερα, σύνολα Πρωτοελλαδικής ΙΙ κεραμικής και δηλώνει το υψηλό επίπεδο της κεραμικής τεχνολογίας της εποχής, λίγο πριν από την εισαγωγή του κεραμικού τροχού. Από τον βυθό στο Μουσείο Σπετσών «Αμέσως μετά, το ενδιαφέρον του Ινστιτούτου επικεντρώθηκε στο κεραμικό φορτίο του ναυαγίου στο Ακρωτήριο των Ιρίων, το οποίο βρίσκεται στη νότια ακτή της Αργολίδας» αναφέρει ο Χρήστος Αγουρίδης. «Είχα την τύχη να διευθύνω την έρευνα αυτή για ένα διάστημα, αναπληρώνοντας τον τότε διευθυντή Χαράλαμπο Πέννα. Διατηρήθηκαν 25 αγγεία, προερχόμενα από τρεις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου: πίθοι από την Κύπρο, πιθαμφορείς και μικρότερα αγγεία από την Πελοπόννησο και ψευδόστομοι αμφορείς από την Κρήτη, για την αποθήκευση και τη μεταφορά υγρών. Την προέλευση των τελευταίων επιβεβαίωσαν οι εργαστηριακές αναλύσεις που έγιναν στον πηλό. Το φορτίο συμπλήρωναν δύο λίθινες άγκυρες». Οπως επισημαίνει ο κ. Αγουρίδης, το κεραμικό σύνολο των Ιρίων αποτελεί μία από τις πολυτιμότερες μαρτυρίες για το θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στο τέλος ακριβώς του 13ου αιώνα π.Χ. και το «τριεθνές φορτίο» του αποτελεί μια απτή μαρτυρία της στενής σχέσης που υπήρχε την περίοδο αυτή μεταξύ Κύπρου και ηπειρωτικής Ελλάδας. Μάλιστα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας αυτού του ναυαγίου το Ινστιτούτο μετά την ολοκλήρωση της μελέτης και της συντήρησης του αρχαιολογικού υλικού που συνέλεξε – σημειωτέον μόλις σε τέσσερα χρόνια – διοργάνωσε το 1997 διεθνή επιστημονική συνάντηση στις Σπέτσες, ενώ παράλληλα διοργανώθηκε η έκθεση των ευρημάτων του ναυαγίου στο Μουσείο Σπετσών, όπου εκτίθενται μέχρι σήμερα. Εναν χρόνο αργότερα δημοσιεύθηκαν τα πρακτικά σε πολυτελή έκδοση. Το ναυάγιο στο Μόδι Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Χρήστος Αγουρίδης μελετώντας την Εποχή του Χαλκού αποφάσισε να επιμείνει στην περιοχή του Αργολικού συγκροτώντας μια ερευνητική πρόταση, ώστε να πραγματοποιήσει στα νερά αυτά κατ’ αρχάς μια αναγνωριστική έρευνα εντοπίζοντας ναυάγια. Ενα από τα σημεία στα οποία έστρεψε την προσοχή του ήταν η νησίδα Μόδι – βρίσκεται ΝΑ του Πόρου – στην οποία είχε αποκαλυφθεί ήδη μυκηναϊκή εγκατάσταση. Ηταν το 2003 λοιπόν όταν καταδυόμενος στον βραχώδη βυθό της βόρειας και απόκρημνης ακτής της νησίδας Μόδι διέκρινε κάποια θραύσματα μεγάλων πιθοειδών αγγείων. Αυτό σήμανε και την αρχή μιας σπουδαίας αποκάλυψης, της κεραμικής ενός μυκηναϊκού εμπορικού πλοιαρίου που ναυάγησε την Υστερη Εποχή του Χαλκού, και συνεπώς την αρχή μιας μεγάλης έρευνας που διαρκεί μέχρι σήμερα, με τον ίδιο να επιστρέφει, με την έμπειρη ομάδα του, στο ναυάγιο της νησίδας Μόδι για μία ακόμα ανασκαφική περίοδο τον ερχόμενο Οκτώβριο. Η συστηματική ανασκαφή λοιπόν στο Μόδι άρχισε να υλοποιείται το 2009, στο πλαίσιο ενός πολυδιάστατου ερευνητικού προγράμματος και μέχρι σήμερα έχει διεξαχθεί σε πέντε ερευνητικές περιόδους (2009, 2010, 2013, 2016 και 2018). «Την περίοδο της πανδημίας η έρευνα στο Μόδι διακόπηκε» αναφέρει ο κ. Αγουρίδης. «Ωστόσο συνεχίσαμε την αναγνωριστική έρευνα της περιοχής του Αργολικού, η οποία απέδωσε τον εντοπισμό άλλων ναυαγίων, τα οποία με τη σειρά τους τεκμηριώνονται και δημοσιεύονται. Για παράδειγμα, με μια σύντομη έρευνα τεκμηριώσαμε στο Σταυρονήσι, νότια της Υδρας, σε βάθος 55 μέτρων, ένα πολύ εντυπωσιακό ναυάγιο με αμφορείς από την Κω, το οποίο χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ., είναι δηλαδή σύγχρονο του ναυαγίου των Αντικυθήρων». Τα ευρήματα στον βυθό της νησίδας Μόδι είναι εντυπωσιακά και απαρτίζονται κυρίως από μεταφορικά αγγεία (πιθαμφορείς, πίθοι και υδρίες). «Από την τυπολογική κατ’ αρχάς μελέτη των ευρημάτων διαφαίνεται ότι η κεραμική προέρχεται από τη μυκηναϊκή επικράτεια. Σχεδιάζουμε βέβαια να προχωρήσουμε και σε εργαστηριακές αναλύσεις του πηλού, προσπαθώντας να λάβουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν την προέλευση του φορτίου, τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και τα δίκτυα διακίνησης» αναφέρει. Οι δυσκολίες της ανασκαφής Το ανάγλυφο του βυθού στο Μόδι είναι ιδιαίτερα έντονο και φέρει μεγάλες κλίσεις από τα Νότια προς τα Βόρεια. Ο χώρος μάλιστα έχει καλυφθεί από μεγάλους βράχους που έχουν κατρακυλήσει από ψηλότερα επίπεδα και από την ξηρά. «Οι τομείς που επελέγησαν για περαιτέρω έρευνα, πριν ανασκαφούν έπρεπε να καθαριστούν από μεγάλο όγκο βράχων και λίθων» αναφέρει ο κ. Αγουρίδης. «Πρέπει να σημειώσω ακόμα ότι τα κεραμικά ευρήματα εντοπίζονται συνήθως ισχυρά προσκολλημένα στα βράχια, με αποτέλεσμα για την αποκόλλησή τους να χρειάζεται πολύς χρόνος και μεγάλη προσπάθεια». Πάντως μέχρι σήμερα έχουν ανελκυστεί 161 ευρήματα (στην πλειονότητα ακέραια ή αποσπασματικά σωζόμενα αγγεία) και 576 ομάδες ευρημάτων (όστρακα κεραμικής, κομμάτια απανθρακωμένου ξύλου και καρπών, οστά ζώων, χάνδρες και μολύβδινοι σύνδεσμοι για την επισκευή κεραμικών, καθώς και πολλά όστρεα). Τα ευρήματα αρχικά τοποθετούνται επί του σκάφους υποστήριξης, όπου οργανώνεται ένα πρόχειρο εργαστήριο και τους παρέχονται οι «πρώτες βοήθειες», ενώ στη συνέχεια τοποθετούνται σε δεξαμενές με θαλασσινό νερό και αργότερα οδηγούνται για αφαλάτωση και περαιτέρω συντήρηση και αποκατάσταση στο εργαστήριο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων. Σημειώνεται, τέλος, ότι παράλληλα με τη συστηματική ανασκαφή στο Μόδι, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή διενεργείται γεωαρχαιολογική έρευνα με τη συνεργασία ερευνητών του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, με στόχο την αποτύπωση του πυθμένα και την ανασύσταση της παλαιογεωγραφίας της περιοχής. Μια σημαντικήμαρτυρία34 αιώνες μετά… «Το ναυάγιο στη βραχονησίδα Μόδι είναι ιδιαίτερης σημασίας ακριβώς γιατί έχουμε ελάχιστες ενάλιες μαρτυρίες ναυαγίων της Υστερης εποχής του Χαλκού» αναφέρει ο κ. Αγουρίδης. Στις ελληνικές θάλασσες είναι μόλις το δεύτερο που εντοπίζεται, μετά το ναυάγιο στο Ακρωτήριο των Ιρίων, το οποίο είναι λίγο προγενέστερο». Σε κάθε περίπτωση το πλοιάριο που ναυάγησε στο Μόδι ταξίδευε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την αιγαιακή προϊστορία, κατά την οποία τα μυκηναϊκά ανάκτορα και η συγκεντρωτική τους οικονομία είχαν καταρρεύσει, καθώς προς το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. ο μυκηναϊκός κόσμος άλλαξε ριζικά. «Ευρύτερες ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο έφεραν αναπόφευκτα και μετακινήσεις πληθυσμών, από τα μεγάλα διοικητικά κέντρα, τα οποία καταστρέφονται από φυσικά αίτια και από επιδρομές εισβολέων, προς την περιφέρεια. Ετσι η αυγή του 12ου π.Χ. αιώνα σηματοδοτεί μία περίοδο ανασυγκρότησης, η οποία είναι εμφανής σε κέντρα όπως η Τίρυνθα (η οποία ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ολοσχερώς), οι Μυκήνες, ακόμη και οι Κυκλάδες» αναφέρει ο κ. Αγουρίδης και συμπληρώνει: «Το ναυάγιο στο Μόδι λοιπόν, αντίθετα μάλλον από αυτό που θα πιστεύαμε, δείχνει ότι κάποιες εγκαταστάσεις ακόμη και κατά την πρώιμη και μέση φάση της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου καταφέραν να ευημερούν, βασιζόμενες κυρίως στο θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο, τόσο στον Αργοσαρωνικό όσο και ευρύτερα στο Αιγαίο». «Στόχος για την επερχόμενη ερευνητική περίοδο του Οκτωβρίου», αναφέρει ο κ. Αγουρίδης, «είναι, καιρού επιτρέποντος, να εξαντλήσουμε τους τομείς όπου η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί και να ερευνήσουμε τα βαθύτερα σημεία του χώρου του ναυαγίου (στα 38-40 μέτρα), ώστε να διαπιστώσουμε εάν έχουν καταλήξει και έχουν θαφτεί εκεί αντικείμενα που κύλησαν από ψηλότερα επίπεδα. Η έρευνα δεν σταματά ποτέ».