Πώς η γλώσσα του ναζισμού δηλητηρίασε την Γερμανία

Η μελέτη του Βίκτορ Κλέμπερερ, μνημείο στοχασμού και εσωτερικής αντίστασης ενός επιζώντος του Ολοκαυτώματος, ανατέμνει το λεξιλόγιο του Γ΄ Ράιχ και τη διάβρωση της γερμανικής κοινωνίας από τις έννοιές του

Πώς η γλώσσα του ναζισμού δηλητηρίασε την Γερμανία

Δρέσδη, 14 Μαΐου 1942. Ο 61χρονος Βίκτορ Κλέμπερερ (1881-1960), εβραϊκής καταγωγής Γερμανός, αφομοιωμένος στη γερμανική κουλτούρα και προσηλυτισμένος στον προτεσταντισμό, παρασημοφορημένος βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απολυμένος για φυλετικούς λόγους από την καθηγητική του θέση στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της πόλης, βγαίνει από τον «εβραϊκό ξενώνα» στον οποίο έχει υποχρεωθεί να μετακομίσει αφήνοντας την οικία του σε έναν άριο «επίτροπο».

Επισκέπτεται τον «Εβραίο νομικό σύμβουλο» για να συζητήσει ένα ζήτημα που αφορά τη σύζυγό του. Πληροφορείται ότι ο εν λόγω «επίτροπος» είναι αφερέγγυο πρόσωπο. Συναντά έναν γνωστό του. Πηγαίνει να αναζητήσει τρόφιμα.

Η όλη ατμόσφαιρα είναι καταθλιπτική – η Βέρμαχτ έχει μόλις κερδίσει τη μάχη του Κερτς στην Κριμαία, προωθείται προς το Στάλινγκραντ, ο πόλεμος λοιπόν θα συνεχιστεί χωρίς ορατό τέλος: «Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η γερμανική πλευρά έχει ηττηθεί αλλά μάλλον εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι μπορεί να αντέξει για πολύ καιρό ακόμη» γράφει στο ημερολόγιο που τηρεί ευλαβικά και με τη δέουσα προσοχή για να μην υποπτευθούν την ύπαρξή του οι Αρχές.

Victor Klemperer

Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εκδόσεις Αγρα, 2025, σελ. 496, τιμή 22,90 ευρώ

Η προσεκτική αναφορά των νομικών όρων οι οποίοι διέπουν το καθεστώς τρομοκρατίας και απανθρωποποίησης που του έχει επιβληθεί δεν είναι τυχαία: ο Κλέμπερερ είναι φιλόλογος ειδικευμένος στον Γαλλικό Διαφωτισμό. Και από τις παρατηρήσεις των σημειωματαρίων του για τη Lingua Tertii Imperii, όπως την αποκαλεί εκεί, θα προκύψει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα αυτόνομο έργο, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ (εκδ. Αγρα), ντοκουμέντο κοινωνικής ασφυξίας και ταυτόχρονα δοκίμιο για τον διαποτισμό των λέξεων από τη ναζιστική ιδεολογία.

Μόνος σκοπός το κήρυγμα, άρα και η επιβολή

Ο Κλέμπερερ ανοίγει το βιβλίο του απαριθμώντας ιδιότητες, χαρακτηριστικά και στόχους. Οι νεολογισμοί («Blitzkrieg», κεραυνοβόλος πόλεμος), οι ευφημισμοί («κρίση» αντί ήττας), η ιδιοποίηση και ανασημασιοδότηση λέξεων, τα ακρωνύμια, οι συντομογραφίες, οι ακυρολεξίες, τα στερεότυπα, οι υπερβολές συγκροτούν μια ιδιόλεκτο η οποία αφίσταται από τη συνήθη χρήση της γλώσσας ως συστήματος επικοινωνίας επιτελώντας συγκεκριμένες μόνο λειτουργίες με περιορισμένο, επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο. Καθώς επιδίωξη του καθεστώτος είναι η προβολή ωμής ισχύος, φανατισμού, θεάματος, αναπτύσσει προς εξυπηρέτηση αυτής της πρόσοψης μια γλώσσα πάμφτωχη με μοναδικό σκοπό το κήρυγμα – άρα, την επιβολή.

Η ατομικότητα εξαλείφεται («εσύ δεν είσαι τίποτα, το έθνος σου είναι το παν, λέει ένα από τα ρητά τους»), χωνεύεται μέσα στη συλλογικότητα, τη «λαϊκή κοινότητα» για τους Γερμανούς, οδηγεί στην απανθρωποποίηση για τους Εβραίους: ο ιδανικός πολίτης περιγράφεται με όρους μηχανής και αυτοματοποίησης, είναι μια εκμηχανισμένη οντότητα, «ένα ρομπότ στα χέρια του ανωτέρου και αρχηγού του»· οι κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης περιγράφονται με τον όρο «stücke», τεμάχια.

Απώτερος στόχος είναι η ομοιόμορφη στοίχιση της κοινωνίας, όπως στο ρήμα «gleichschalten – ευθυγραμμίζω, επιφέρω απόλυτη ομοιομορφία με τη χρήση διακόπτη». Ας σημειωθεί εδώ ότι «Gleichschaltung», ευθυγράμμιση, ονομάζεται από τους μελετητές του ναζισμού η περίοδος από την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933 ως το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς όπου τα πολιτικά κόμματα καταργήθηκαν, το Δημόσιο εκκαθαρίστηκε, οι θεσμοί εναρμονίστηκαν με τις ναζιστικές ιδέες περί κράτους και κοινωνίας και οι ανεπιθύμητοι, πρωτίστως οι Εβραίοι, τέθηκαν στο περιθώριο με σειρά νομοθετικών και διοικητικών μέτρων.

Οικειοποίηση και ανασημασιοδότηση

Τα υλικά για τη δημιουργία του λόγου αυτού δεν είναι πρωτογενή, επισημαίνει ο Κλέμπερερ: «Το Τρίτο Ράιχ επινόησε ελάχιστες λέξεις για τη γλώσσα του – πιθανότατα μάλιστα καμία απολύτως». Δανείζεται και οικειοποιείται το λεξιλόγιο άλλων. Εννοιες απαλλοτριώνονται από παντού, από την τεχνική διάλεκτο, τη Γαλλική Επανάσταση, το κίνημα του ρομαντισμού, τον στρατιωτικό θεωρητικό Καρλ φον Κλάουζεβιτς. «Sturm» (θύελλα) και «Aktion» (δράση), για παράδειγμα, προέρχονται από περιοδικά του εξπρεσιονισμού.

Η ματιά του Βίκτορ Κλέμπερερ στέκεται σε πλήθος γλωσσικών στοιχείων προκειμένου να τεκμηριώσει παραδειγματικά τις παρατηρήσεις του, από τα σημεία στίξης και τα αρκτικόλεξα ως τα ονόματα και τους βαθμούς των επιθέτων

Στον ναζιστικό βίο τους η πρώτη θα συνδεθεί με τα Τάγματα Εφόδου («Sturmabteilung»), η δεύτερη με ξυλοδαρμούς («επιχειρήσεις σωφρονισμού») και, αργότερα, κάτι που ο Κλέμπερερ δεν γνώριζε πιθανότατα όταν έγραφε, με το πρόγραμμα θανάτωσης των ατόμων με ψυχικές και σωματικές αναπηρίες («Aktion T4») και την κωδική ονομασία του σχεδιασμού της εξόντωσης των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου του Μπέλζεκ, του Σόμπιμπορ και της Τρεμπλίνκα («Aktion Reinhard»).

Καίρια εδώ είναι η αλλαγή της «ειωθυίας αξιώσεως των ονομάτων», κατά τον επιγραμματικό τρόπο του Θουκυδίδη, η τροποποίηση της σημασίας των λέξεων. Το ρήμα «παρουσιάζομαι» πλέον υποδηλώνει την κλήση στα γραφεία της Γκεστάπο και, πιθανώς, την οριστική εξαφάνιση εκείνου που καλείται· «μαζεύω» σημαίνει «μεταφέρω διακριτικά στη φυλακή ή στον στρατώνα»· «καλός ως προς τον χαρακτήρα» είναι ο πλήρως ναζιστής· «βράχυνση του μετώπου» η υποχώρηση. Δραστικότερη και ίσως πιο εμβληματική από όλες, η μεταβολή στην ποιότητα του επιθέτου «φανατικός», το οποίο χάνει κάθε ίχνος επίκρισης και μετατρέπεται στην προτιμητέα και κοινότερη μορφή επαίνου.

Οξυδερκής και διεισδυτική, η ματιά του Κλέμπερερ στέκεται σε πλήθος γλωσσικών στοιχείων προκειμένου να τεκμηριώσει παραδειγματικά τις παρατηρήσεις του, από τα σημεία στίξης και τα αρκτικόλεξα ως τα ονόματα και τους βαθμούς των επιθέτων. Οι Ναζί αρέσκονται στα «ειρωνικά εισαγωγικά» που αμφισβητούν την έννοια του περιεχομένου τους (ο Αϊνστάιν είναι «ερευνητής», οι Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ «πολιτικοί»)· η γραφή SS με τους γωνιώδεις ειδικούς χαρακτήρες ϟϟ, παρόντες «στα τυπογραφικά στοιχεία και τα πληκτρολόγια των υπηρεσιακών γραφομηχανών», οι οποίοι παραπέμπουν στον ρούνο της νίκης και στην ένδειξη του κεραυνού στους υποσταθμούς υψηλής τάσης, σύμβολο προσφιλές στον ναζισμό, «είναι εικονόγραμμα, είναι μια επιστροφή στην αισθητηριακή έννοια των ιερογλυφικών»· στα παιδιά δίνονται ονόματα «άρια», τευτονικά, από τον επικό κύκλο των Νιμπελούγκεν, οι Εβραίοι υποχρεώνονται να προσθέσουν στα κανονικά τους τα «Ισραελ» ή «Σάρα»· ο υπερθετικός είναι ο προεπιλεγμένος βαθμός ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιείται τυπικά, καθώς όλα χαρακτηρίζονται «ασύλληπτα», «αιώνια», «ιστορικά».

Ο ιδανικός πολίτης περιγράφεται με όρους μηχανής και αυτοματοποίησης, είναι μια εκμηχανισμένη οντότητα, «ένα ρομπότ στα χέρια του ανωτέρου και αρχηγού του»

Εθισμός στο δηλητήριο

Η ροή της γλώσσας του Γ’ Ράιχ είναι αδιάκοπη και πανταχού παρούσα – σε εφημερίδες, ραδιόφωνο, δημόσιες ομιλίες. Είναι χαρακτηριστική η en passant παρατήρηση του Κλέμπερερ ότι μια πληροφορία για την οποία δεν είναι βέβαιος θα διευκρινιστεί όταν ακούσει και πάλι την είδηση από τα μεγάφωνα στον δρόμο. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ενός αναπόδραστου μηχανισμού κατήχησης, την επίδραση του οποίου περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια: «Ο ναζισμός εισχώρησε στη σάρκα και στο αίμα του πλήθους μέσα από την επανάληψη, εκατομμύρια φορές, συγκεκριμένων λέξεων, μέσα από εκφράσεις, από διατυπώσεις φράσεων που επιβλήθηκαν και που εν συνεχεία ο κόσμος υιοθέτησε μηχανικά, ασυναίσθητα.

[…] Αλλά η γλώσσα δεν είναι μόνο ό,τι γράφει και σκέφτεται για μένα: Οσο πιο εύκολα, όσο πιο ασύνειδα αφήνομαι πάνω της, η γλώσσα φτάνει να κουμαντάρει το συναίσθημά μου, να καθοδηγεί ολόκληρη την ψυχική μου ύπαρξη». Η έκταση της ευθυγράμμισης με τους ναζιστικούς νοητικούς χάρτες είναι τέτοια ώστε σχεδόν οι πάντες εθίζονται στους λεκτικούς του τρόπους: «Κανείς τους δεν ήταν ναζί, αλλά δηλητηριασμένοι ήταν όλοι τους» σημειώνει σε μια περίσταση.

Η «γλώσσα του νικητή», διαπιστώνει με πικρία, διαπερνά ως και τους αντιφρονούντες, από τον πρώην γιατρό, προϊστάμενο του εργοστασίου στο οποίο έχει εξαναγκαστεί να εργάζεται, που έχει υιοθετήσει την προσφώνηση «Εβραίε», ως έναν φίλο του, άνθρωπο της πόλης, που μετά τον πόλεμο ονειρεύεται να είναι «κοντά στη φύση», όπως θέλει τους Γερμανούς η χιτλερική προπαγάνδα.

Μπροστά σε αυτό το φαινόμενο ο Κλέμπερερ συνήθως μένει σιωπηλός: η ασφάλεια επιτάσσει να εξομολογείται μόνο στα ημερολόγιά του. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση όμως εξανίσταται εξηγώντας το σκεπτικό του σε μια διανοούμενη φίλη, από την έκπληκτη αρχική αντίδραση της οποίας γίνεται ακριβώς αντιληπτό το βάθος της διάβρωσης της γερμανικής κοινωνίας από τις ναζιστικές γνωστικές κατηγορίες.

Η κατάθεση ενός σχοινοβάτη

Στις πρώτες σελίδες της Γλώσσας του Τρίτου Ράιχ ο Κλέμπερερ συγκρίνει τον εαυτό του με τη φιγούρα του σχοινοβάτη του τσίρκου: «Εκείνα τα χρόνια, το ημερολόγιό μου υπήρξε το δικό μου κοντάρι ισορροπίας». Αυτοπροσωπογραφία σε καθεστώς τυραννίας αλλά και μνημείο αντίστασης ενάντιά της, τα σημειωματάριά του αποτελούν μία από τις λεπτομερέστερες και πολυτιμότερες καταγραφές της ζωής επί ναζισμού, χρονικό της υπολογισμένης εκμηδένισης του ατόμου, της ψυχολογικής και σωματικής συντριβής του.

Κυκλοφόρησαν μεταθανάτια, το 1995, σε δύο τόμους με τίτλο Ich will zeugnis ablegen bis zum letzten, Θα είμαι μάρτυρας ως το τέλος (ένας τρίτος τόμος καλύπτει την μεταπολεμική περίοδο στην Ανατολική Γερμανία μεταξύ 1945 και 1959), μεταφράστηκαν σε 12 γλώσσες και καθιερώθηκαν ως μείζων ιστορική πηγή. Το 1947 ο Κλέμπερερ είχε θεωρήσει καθήκον απέναντι στον ίδιο και στα θύματα των Ναζί να αποσπάσει από τα ημερολόγιά του και να εκδώσει τα τμήματα εκείνα που συγκροτούσαν συνεκτική πραγμάτευση της χρήσης και του ρόλου των λέξεων στο Γ΄ Ράιχ.

Πέρα από υποδειγματικό εγχειρίδιο για τους εννοιολογικούς μηχανισμούς επιβολής του ολοκληρωτισμού και τον αγώνα της συνείδησης για τη διατήρηση της ελευθερίας της, συνιστά πρώιμη προβολή μιας κρίσιμης παραμέτρου την οποία αργότερα θα αναδείξει η έρευνα μελετητών όπως οι Μίχαελ Βιλντ και Γιοάν Σαπουτό – αυτής των διόδων διείσδυσης, αναπαραγωγής και κανονικοποίησης της ναζιστικής ιδεολογίας στην κοινωνία. Μέλος μιας περιορισμένης αριθμητικά μειονότητας παρασημοφορημένων βετεράνων του προηγούμενου πολέμου και νυμφευμένος με «άρια σύζυγο», την Εύα, ο Βίκτορ Κλέμπερερ εξαιρέθηκε από τον εκτοπισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως αποτέλεσμα ενός αστερίσκου στο περιθώριο της ναζιστικής νομοθεσίας.

Μετά τη μυθιστορηματική σωτηρία του ζεύγους (ο συμμαχικός βομβαρδισμός της Δρέσδης με δεκάδες χιλιάδες θύματα στις 13 Φεβρουαρίου 1945 τούς έδωσε την ευκαιρία να πετάξουν το κίτρινο αστέρι και να χαθούν στο χάος), η μεταπολεμική δημοσίευση της Γλώσσας του Τρίτου Ράιχ, πριν ακόμη από το έργο ζωής του, την Ιστορία της Γαλλικής Λογοτεχνίας στον 18ο αιώνα, συνιστούσε αναμφίβολα σύμβολο νίκης του ανθρώπινου πνεύματος.

Σβάστικες στην πυρά

Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ ολοκληρώνεται με ένα επεισόδιο συμβολικής απελευθέρωσης. Στα τέλη Απριλίου 1945, έχοντας καταφύγει στο χωριό Ουντερμπέρνμπαχ στα νότια της Γερμανίας, ο Βίκτορ και η Εύα βρίσκουν προσωρινό κατάλυμα στο άδειο πλέον ναζιστικό διοικητήριο.

Στον επάνω όροφο συναντούν έναν τεράστιο σωρό από αποκαθηλωμένους πίνακες, ξύλινες σβάστικες, σημαιάκια του κινήματος, τον οποίο ο Κλέμπερερ φροντίζει να αξιοποιήσει κατάλληλα: «Ολη εκείνη την πρώτη εβδομάδα κρατούσα το δωμάτιο ζεστό με πορτραίτα του Χίτλερ και τις κορνίζες των πορτραίτων του Χίτλερ με σβάστικες και σημαίες με τη σβάστικα και ακόμα πιο πολλά πορτραίτα του Χίτλερ, και ήταν όλο αυτό μια ευτυχία διαρκείας».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version