Στις 11 Ιανουαρίου 1944 ο Πειραιάς έγινε στόχος μιας από τις σφοδρότερες αεροπορικές επιδρομές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Αμερικανικά και βρετανικά βομβαρδιστικά χτύπησαν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες νεκρούς, γειτονιές ισοπεδωμένες, οικογένειες ξεκληρισμένες.
Λίγοι γνωρίζουν για αυτή τη μαύρη σελίδα της ιστορίας καθώς θύτης δεν ήταν ο επίσημος κατακτητής, δηλαδή οι κατοχικές δυνάμεις, αλλά οι συμμαχικές. Οι νεκροί, όσοι αποδόθηκαν στον συγκεκριμένο βομβαρδισμό, δεν τιμήθηκαν όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις και οι πληροφορίες παρέμειναν για χρόνια συγκεχυμένες.
Σήμερα, 81 χρόνια αργότερα, σε ένα από τα σημεία της πόλης που επλήγησαν περισσότερο -η περιοχή γύρω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά-, η θεατρική ομάδα mementaλ, με την παράσταση «Άκου μικρέ, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε» -ένα ντοκιμαντέρ επί σκηνής στην ουσία-, έρχεται να φωτίσει κάποιες από τις πραγματικές ιστορίες όσων βίωσαν την τραγωδία.

Οι σειρήνες ως ψυχολογικός πόλεμος
Τα γεγονότα του Ιανουαρίου 1944 παραμένουν για πολλούς μια υποσημείωση στην σύγχρονη ελληνική ιστορία. Συμμαχικά αεροπλάνα χτύπησαν στρατιωτικούς στόχους και εγκαταστάσεις που βρίσκονταν υπό γερμανικό έλεγχο, στην πράξη όμως ο άμαχος πληθυσμός πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα.
Έλληνες ερευνητές έχουν σταθεί στο γεγονός ότι ο βομβαρδισμός, παρόλο που όπως δήλωναν στο BBC οι σύμμαχοι είχαν στόχο βάσεις και υποδομές, τελικά οι «παράπλευρες απώλειες» ήταν πολύ πιο σημαντικές. Μαθητές, νέοι που γιόρταζαν, καθημερινοί άνθρωποι, κυρίως εργάτες, οι οποίοι κατά την διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας μέσα στον Ιανουάριο είχαν βγει για περίπατο.
Κάποιες σειρήνες ήχησαν, πολλοί όμως Πειραιώτες, συνηθισμένοι πια να ακούν τους ήχους τους χωρίς ιδιαίτερο λόγο -πολλές φορές ενεργοποιούνταν από τους Γερμανούς με πρόθεση να ασκήσουν ψυχολογικό πόλεμο-, και βλέποντας συμμαχικά αεροπλάνα να πετούν από πάνω τους δεν έδωσαν ιδιαίτερη βάση. Αλλά ακόμη και κάποιοι που προσέφυγαν στα καταφύγια, δεν γλίτωσαν από τη λαίλαπα.

Η έρευνα και οι μαρτυρίες επιζώντων
«Ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια όλη αυτή η διαδρομή» μάς λέει ο Ερμής Περιστέρης, ο σκηνοθέτης της παράστασης και ο συνδημιουργός (δραματουργία και έρευνα) μαζί με τον Σπύρο Ασημένιο, για το πώς έφτασαν να ανεβάσουν την παράσταση.
«Ήμασταν φοιτητές στο Ναύπλιο, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, και στο πλαίσιο ενός μαθήματος για το θέατρο ντοκουμέντο και το θέατρο επινόησης κληθήκαμε να φτιάξουμε μια παράσταση. Πρώτα θα παρουσιαζόταν στο Ναύπλιο και ύστερα στις παράλληλες δράσεις που θα γίνονταν από το Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Δεν είχαμε εικόνα για το πού θα μας οδηγήσει».
Οι δύο φοιτητές βγήκαν στους δρόμους, έκαναν έρευνα πεδίου, μίλησαν με δικούς τους ανθρώπους και με κατοίκους του Πειραιά. Μέσα από όλες αυτές τις αφηγήσεις, η πρώτη παράσταση συγκέντρωσε ιστορίες για την πόλη γενικότερα, από το 1922 μέχρι το σήμερα. Το περισσότερο όμως υλικό αφορούσε τον βομβαρδισμό του 1944 και γενικότερα τους βομβαρδισμούς του κατοχικού Πειραιά.
«Τότε επιλέξαμε μία δυο ιστορίες και αφήσαμε τις υπόλοιπες στο συρτάρι» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Είχαμε επίγνωση ότι χρειαζόταν άλλος χειρισμός. Ως φοιτητές δεν είχαμε ακόμη την εμπειρία ή τη γνώση για να διασταυρώσουμε σε βάθος όσα ακούγαμε, ούτε υπήρχε τόσο πλούσια βιβλιογραφία όσο σήμερα».
«Εκείνη η παράσταση λειτούργησε σαν επίλογος των σπουδών μας», συνεχίζει ο Σπύρος Ασημένιος, ο οποίος, εκτός των άλλων, παίζει στην παράσταση. «Μετά περάσαμε σε δραματικές σχολές, ο καθένας ασχολήθηκε με ό,τι τον ενδιέφερε και στελεχώσαμε την ομάδα στη βάση αυτών των ενδιαφερόντων μας».

Η ιδέα, μαζί και οι ιστορίες έμειναν λοιπόν στην άκρη, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. «Κάποιες από τις ιστορίες τις ξαναπιάσαμε την περσινή χρονιά», εξηγεί ο κ. Περιστέρης. «Η προηγούμενη εκδοχή είχε τον ίδιο τίτλο, Άκου μικρέ, όμως όχι τον υπότιτλο».
«Τότε αφορούσε γενικά τον Πειραιά, την καθημερινότητα, την Τρούμπα, το πώς ζούσαν οι άνθρωποι, πώς πήγαιναν στο γήπεδο, την ατμόσφαιρα της πόλης», πιάνει την εξιστόρηση ο κ. Ασημένιος. «Τώρα εστιάσαμε στον συγκεκριμένο βομβαρδισμό.
Είναι συγκινητικό που η παράσταση παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Στην πλατεία έρχονται άνθρωποι που έχουν ακούσει αφηγήσεις για το κτίριο, για την πόλη, για εκείνη τη νύχτα. Κάποια στιγμή ήρθε μια γιαγιά 92 ετών και μας είπε πως ήταν 11 χρονών όταν έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός. Για εμάς αυτό λειτουργεί σαν ευκαιρία συνάντησης με μια γενιά που κουβαλά κάτι που σπάνια καταγράφεται» λέει ο Σπύρος Ασημένιος.
Ο Πειραιάς, η Ουκρανία, η Παλαιστίνη
Αναπόφευκτα η συζήτηση έρχεται στο σήμερα και στους πολέμους που μαίνονται στον σύγχρονο κόσμο. Ακόμη και για τον θεατή, ο παραλληλισμός γίνεται αυτόματα.

«Το γεγονός αυτό σχετίζεται και με όσα συμβαίνουν γύρω μας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη σφαγή στην Παλαιστίνη. Μέσα από τις ιστορίες του Πειραιά προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το βίωμα ανθρώπων που ζουν σήμερα κάτω από βομβαρδισμούς.
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία περνούν τίτλοι ειδήσεων την ώρα που τρώμε μεσημεριανό και συχνά τους προσπερνάμε. Οι δοκιμαστικές σειρήνες που ακούμε κατά καιρούς θυμίζουν ότι αυτά τα συμβάντα δεν είναι μακρινά», λέει ο κ. Ασημένιος. .
Στο σημείο παρεμβαίνει ο κ. Περιστέρης: «Σε κάθε σύγκρουση ο άμαχος πληθυσμός πληρώνει το μεγαλύτερο τίμημα. Αυτή η σκέψη μας κινητοποίησε. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη θέση εκείνου που δεν κρατά όπλο και παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στο επίκεντρο.
Ακούσαμε φράσεις όπως “ας μαζευτούν όλοι αυτοί κάπου να πολεμήσουν, εμείς γιατί να πληρώσουμε το κόστος”. Πρόκειται για απλή και ανθρώπινη σκέψη, πίσω της όμως κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια. Αυτό το ερώτημα διαπερνά όλο το κείμενο της παράστασης».
Πρόσφυγας στην ίδια σου την χώρα
Μέσα στην παράσταση πολύ έντονα θίγεται και το ζήτημα της προσφυγιάς. Από εκείνους που ήρθαν από την Μικρά Ασία κι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, μέχρι τους ίδιους τους Πειραιώτες, οι οποίοι φεύγοντας περπατώντας μέχρι την Αθήνα για να σωθούν, αντιμετωπίστηκαν ως ξένοι.
Αυτό το στοιχείο της παράστασης δεν ήταν καθόλου τυχαίο σύμφωνα με τον κ. Ασημένιο: «Με συγκίνησε ιδιαίτερα και η πλευρά των προσφύγων. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν οι Πειραιώτες, οι άνθρωποι που ήρθαν από τη Μικρασία, σαν κάτι ξένο μέσα στην ίδια πόλη. Η έννοια του ξένου τελικά δεν σχετίζεται με χιλιόμετρα ή υπηκοότητα. Έχει σχέση με τον τρόπο που μια κοινωνία επιλέγει να κοιτάξει τον άλλον».
Ο κ. Περιστέρης δίνει και μια άλλη διάσταση: «Υπάρχουν επίσης ιστορίες για νεαρά παιδιά που βρέθηκαν ξαφνικά σε θέση ευθύνης. Οικοφύλακες, νοσοκόμες, άνθρωποι που κλήθηκαν να βοηθήσουν σε συνθήκες πολέμου. Το να σου πουν σε τόσο μικρή ηλικία “εσύ κάνεις για αυτό, πρέπει να σταθείς μπροστά” φέρει τεράστια ψυχική φόρτιση. Αυτό προσπαθούμε να το μεταφέρουμε σκηνικά, με σεβασμό σε όσους έζησαν εκείνες τις στιγμές».
Η έρευνα στηρίχτηκε σε εφημερίδες της εποχής, παλιά ημερολόγια, ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις που έχουν δημοσιευθεί, υλικό από ιδρύματα και βιβλιοθήκες. Σημαντική βοήθεια, μας λένε οι δημιουργοί, πρόσφερε ο Στέφανος Μίλεσης και το βιβλίο «Ο πόλεμος των αμάχων» που συνέγραψε με τον Κωνσταντίνο Κυρίμη.
Μέσα στα οκτώ χρόνια που πρωτοασχολήθηκαν με το θέμα δεν υπήρχε τόσο υλικό, όσο σήμερα, ωστόσο, όπως μας λένε, η πιο δυνατή εμπειρία είναι όταν ακούς έναν άνθρωπο που όντως το έχει ζήσει: «Μπορεί να περιέχουν λιγότερα πληροφορίες από όσα έχουν γραφτεί, αλλά είναι αυτά που μας παρακίνησαν να γράψουμε την ιστορία, να γράψουμε την κάθε ιστορία ξεχωριστά», καταλήγει ο κ. Περιστέρης.
«Άκου μικρέ, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε», Παραστάσεις μέχρι 7 Δεκεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σκηνή Ωμέγα.
Κλείστε εισιτήριο για την παράσταση «Άκου μικρέ, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε» από το tickets.in.gr
